Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με άλλη μία μάστιγα, κατά τη γνώμη μας, που εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια εντός και εκτός Εκκλησίας. Πριν αναλύσουμε τον τίτλο του άρθρου μας, επιτρέψτε μας να υπενθυμίσουμε τα αυτονόητα:
Στον εκκλησιαστικό θεολογικό χώρο ομιλούμε για τη θεολογία του προσώπου και για την ψυχοσωματική σωτηρία του ανθρώπου. Στην Εκκλησία είμαστε πρόσωπα και αποτελούμε κοινωνία προσώπων προσωπικά και συνολικά με το κατεξοχήν πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό. Το πρόσωπο σημαίνει πολλά πράγματα κατά τη θεολογία μας, όπως η ανάληψη της ευθύνης των λόγων και των πράξεων, και κυρίως πάντα έχει ένα όνομα. Το όνομα του ανθρώπου τού δίνει ταυτότητα ως προσώπου και διαβεβαιώνει τη μοναδικότητά του. Γι' αυτό και φροντίζει η Εκκλησία ήδη από την 8η ημέρα της γέννησής του ανθρώπου, πριν καν ενταχθεί επίσημα στους κόλπους της, να δώσει στο παιδί ένα όνομα. Επομένως, το όνομα έχει να κάνει με την ανεπανάληπτη υπόσταση, τη μοναδική ύπαρξη και προσωπικότητα κάποιου ανθρώπου, ενώ το επίθετο εκφράζει τη γενιά κατά σάρκα από την οποία προέρχεται κάποιος, το γενεαλογικό του δέντρο, που τον συνδέει με το παρελθόν και το μέλλον της οικογένειάς του και των συγγενών του γενικότερα.
Όλα τα παραπάνω είναι γνωστά και ίσως αναρωτιέστε γιατί τα αναφέρουμε. Τα αναφέρουμε, αδελφοί μου, γιατί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα με την εξάπλωση του Διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τις εκκλησιαστικές σελίδες και τα ιστολόγια, όλα αυτά πάνε να ανατραπούν.
Ζούμε πλέον, «επικοινωνούμε» και κινούμαστε σε εικονικές πραγματικότητες, πίσω από τις οθόνες των υπολογιστών, των κινητών τηλεφώνων και των τάμπλετ. Όλα αυτά τα τεχνικά μέσα έχουν περιορίσει τον πλανήτη μας γεωγραφικά, χρονικά και πολιτιστικά, σε ένα παγκόσμιο χωριό, που το κάθε δευτερόλεπτο αλληλεπιδρά στον χρήστη σε όποιο γεωγραφικό πλάτος και μήκος και να βρίσκεται.
Αυτά είναι τα καλά νέα, υπάρχουν όμως και τα κακά, που είναι ο εγκλωβισμός μας, αργά ή γρήγορα, σε εικονικά περιβάλλοντα, η αποξένωσή μας με το ανθρώπινο πρόσωπο με σάρκα και οστά, ακόμη και του ίδιου του ή της συζύγου μας, των γονιών και των φίλων. Πλέον το όνομα με αυτά τα μέσα υποχωρεί και κρυβόμαστε πίσω από ένα ψευδώνυμο, αρχίζουμε να σχολιάζουμε και να κριτικάρουμε άλλα πρόσωπα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, πολλές φορές κακοπροαίρετα και συκοφαντικά. Μπορεί τα λεγόμενα να ευσταθούν και να έχουν κάποια βάση, ο τρόπος όμως δεν έχει καμία βάση στην εκκλησιαστική μας ζωή και τη θεολογία μας.
Αυτά μη νομίζετε ότι συμβαίνουν μόνο στο Διαδίκτυο. Πλέον συμβαίνουν όλο και συχνότερα σε μητροπόλεις και ενορίες, όπου πάντα υπάρχει ένας ψευδεπίγραφος (χρησιμοποιεί κάποιο όνομα που δεν ισχύει) ή ανώνυμος «πιστός» (χρησιμοποιεί κάποιο ψευδώνυμο ή δήθεν εκφράζει μια ομάδα, π.χ. Αποτοιχιστές ή Υπερασπιστές της Εκκλησιαστικής Ενότητος της ενορίας τάδε κ.τ.λ.), που αρχίζει και σπιλώνει συνήθως συνειδήσεις και «δολοφονεί» υπάρξεις στο απόσπασμα, προς δήθεν αποκατάσταση της αλήθειας ή της τάξης.
Οι συγκεκριμένοι που ενεργούν με αυτό τον τρόπο βγάζουν ανακοινώσεις ή φέιγ βολάν, ελέγχοντας πρόσωπα και τις πράξεις τους, αλλά οι ίδιοι θέλουν να μένουν στη σκιά, χωρίς να λένε το δικό τους όνομα, τις πηγές που επικαλούνται και την ιδιότητά τους, για να ζουν στο απυρόβλητο και να μην έχουν νομικές και όχι μόνο συνέπειες από τα γραφόμενά τους. Θέλουν να διχάσουν και να σπιλώσουν μάλλον παρά να οικοδομήσουν και να «αναπαύσουν» τον κόσμο στον οποίο απευθύνονται.
Θα πει κάποιος ότι στην Ιστορία, στην ποίηση, αλλά και σε εθνικά και εκκλησιαστικά ζητήματα στο παρελθόν γινότανε επίσης αυτό, ιδιαίτερα σε συνθήκες σκλαβιάς ή ανελεύθερων και αυταρχικών καθεστώτων, δηλαδή να διακινούνται ιδέες και προκηρύξεις αντίστασης από πατριώτες αγωνιστές ή από εκκλησιαστικούς άνδρες που χρησιμοποιούσαν κάποιο ψευδώνυμο. Στην Εκκλησία, ακόμη και συγγράμματα, ακολουθίες, ύμνοι ή αγιογραφίες σώζονται ψευδεπίγραφα ή ανώνυμα, αλλά υπάρχουν σε χρήση ανεπιφύλακτα. Εδώ θα συμφωνήσουμε ότι, ναι, μπορεί να συμβαίνει, αλλά θα υπογραμμίσουμε τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, που είναι διαφορετικές από το σήμερα. Τώρα, κανείς δεν μας διώκει (φανερά τουλάχιστον) για αυτά που πιστεύουμε και έχουμε την ελευθερία και τα μέσα να τα εκφράσουμε, ενώ τότε δεν ίσχυε κάτι τέτοιο και ήταν έσχατη λύση ανάγκης και προϊόν πίεσης.
Πριν κλείσουμε το άρθρο μας, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ποιοι αρέσκονται συνήθως σε όλη αυτή την «ανωνυμία»: Συνήθως είναι πολύ φανατικοί, με ζήλο, χωρίς επίγνωση, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος. Είναι επίσης πολλοί μπλεγμένοι πνευματικά, που αμφιταλαντεύονται μεταξύ παλιού και νέου ημερολογίου ή μεταξύ συνειδητών ενοριτών Χριστιανών και οπαδών κάποιων «γερόντων», που τους ακολουθούν «πιστά» και υπερασπίζονται δήθεν «τα ιερά και τα όσια» της πατρίδος και της πίστης μας. Είναι επίσης και κάποιοι «συνειδητοί Χριστιανοί», που δεν έχουν όμως το θάρρος να βγουν φανερά να υποστηρίξουν αυτό που πιστεύουν ως αλήθεια και να το υπερασπιστούν με κάθε προσωπικό τους κόστος και ευθύνη.
Καλούμε λοιπόν κάθε ανώνυμο λιβελλογράφο να σταματήσει αυτή την πρακτική και να γίνει πάλι πρόσωπο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, με ευθύνη και ειλικρίνεια στα λεγόμενά του. Ας σταματήσουμε το να αιωρούνται αφηρημένες κατηγορίες για κάποιον ή κάποιους. Κανείς άλλωστε δεν διεκδικεί το αλάθητο... Η ανωνυμία δεν μας ωφελεί και αργά ή γρήγορα η πράξη θα μας το επιβεβαιώσει, δυστυχώς επώδυνα και αρνητικά. Έχουμε κάτι με κάποιον; Αμέσως πρόσωπο με πρόσωπο λύνουμε τις διαφορές μας, όσο ψηλά στην ιεραρχία και αν είναι. Κριτήριο είναι η αγάπη, η ενότητα, πάντοτε όμως με την αλήθεια, που είναι ο Χριστός, ο οποίος πρέπει να ζει μέσα στις καρδιές μας...! Οι πρακτικές τρομοκρατικών ομάδων, μαφίας και υποκόσμου δεν έχουν καμία σχέση με την Εκκλησία μας και ούτε πρέπει να τους μοιάσουμε ποτέ...!