Σελίδες

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι η αρχή όλων των Δεσποτικών εορτών. Στο απολυτίκιο της εορτής ψάλλουμε: "σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις...". Το περιεχόμενο της εορτής αναφέρεται στο γεγονός κατά το οποίο ο αρχάγγελος Γαβριήλ – ο άγγελος εκείνος με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την ενανθρώπηση του Χριστού – επισκέφθηκε με εντολή του Θεού την Παναγία και την πληροφόρησε ότι έφθασε ο καιρός της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού, και ότι αυτή θα γίνη η μητέρα Του. (βλ. Λουκά α', 26-56).

Η λέξη "ευαγγελισμός" αποτελείται από δύο επί μέρους λέξεις, ήτοι εύ και αγγελία, και δηλώνει την καλή είδηση, την καλή αγγελία. Πρόκειται για την πληροφορία που δόθηκε δια του αρχαγγέλου ότι ο Λόγος του Θεού θα ενανθρωπήση για την σωτηρία του ανθρώπου. Ουσιαστικά πρόκειται για την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Θεού, που δόθηκε μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας (βλ. Γεν. γ', 15), η οποία λέγεται πρωτευαγγέλιο. Γι’ αυτό, η πληροφορία της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού είναι η μεγαλύτερη είδηση μέσα στην ιστορία.

Ο αρχάγγελος Γαβριήλ απεκάλεσε την Παναγία "κεχαριτωμένη". Της είπε: "Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού, ευλογημένη συ εν γυναιξίν" (Λουκ. α', 28-29). Η Παναγία αποκαλείται "κεχαριτωμένη" και χαρακτηρίζεται "ευλογημένη", αφού ο Θεός είναι μαζί της.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και άλλους αγίους Πατέρας, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθή, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού. Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του Ναού έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Εάν το προαύλιο του Ναού προοριζόταν για τους προσηλύτους και εάν ο κυρίως Ναός για τους ιερείς, τα άγια των αγίων προορίζονταν για τον αρχιερέα. Εκεί εισήλθε η Παναγία, δείγμα ότι έφθασε στην θέωση. Είναι γνωστόν ότι στην χριστιανική εποχή ο νάρθηκας προοριζόταν για τους κατηχουμένους και τους ακαθάρτους, ο κυρίως ναός για τους φωτισθέντας, τα μέλη της Εκκλησίας, και τα άγια των αγίων γι’ αυτούς που έφθασαν στην θέωση.

Έτσι, η Παναγία είχε φθάσει στην θέωση και πριν ακόμη δεχθή την επίσκεψη του αρχαγγέλου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μια ειδική μέθοδο Θεογνωσίας και Θεοκοινωνίας, όπως ερμηνεύει θαυμάσια και θεόπνευστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Πρόκειται για την ησυχία, την ησυχαστική οδό. Κατάλαβε η Παναγία ότι δεν μπορεί κανείς να φθάση στον Θεό με την λογική, την αίσθηση, την φαντασία και την ανθρώπινη δόξα, αλλά δια του νού. Έτσι νέκρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής που προέρχονται από την αίσθηση, και δια της νοεράς προσευχής ενεργοποίησε τον νού. Με αυτόν τον τρόπο έφθασε στην έλλαμψη και την θέωση. Και γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού, να δώση την σάρκα της στον Χριστό. Δεν είχε απλώς αρετές, αλλά την θεοποιό Χάρη του Θεού.

Η Παναγία είχε το πλήρωμα της Χάριτος του Θεού, συγκριτικά με τους ανθρώπους. Βέβαια, ο Χριστός, ως Λόγος του Θεού, έχει όλο το πλήρωμα των Χαρίτων, αλλά και η Παναγία έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος από το πλήρωμα των Χαρίτων του Υιού της. Γι’ αυτόν τον λόγο σε σχέση με τον Χριστό είναι κατώτερη, αφού ο Χριστός είχε την Χάρη κατά φύσιν, ενώ η Παναγία κατά μετοχήν, σε σχέση όμως με τους ανθρώπους είναι ανώτερη.


Η απάντηση της Παναγίας στην πληροφορία του αρχαγγέλου ότι θα αξιωθή να γεννήση τον Χριστό ήταν εκφραστική: "Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου" (Λουκ. α', 38). Φαίνεται εδώ η υπακοή της Παναγίας στον λόγο του αρχαγγέλου, αλλά και η υπακοή της στον Θεό, για ένα γεγονός που ήταν παράδοξο και παράξενο για την ανθρώπινη λογική. Έτσι υποτάσσει την λογική της στο θέλημα του Θεού.
Η ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου, συνιστά την άμεση θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Δηλαδή, από την πρώτη στιγμή που ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υπάρχει θέωση της ανθρωπίνης φύσεως.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Επιστολή Γλυφάδας Παύλου για υπόθεση πρώην Αττικής


Επιστολή Γλυφάδας Παύλου για υπόθεση πρώην Αττικής
Γράφει ο/η Romfea.gr 15:07
14.03.09


Επιστολή απέστειλε ο Μητροπολίτης Γλυφάδας κ. Παύλος προς την Αγία και Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, με αφορμή την απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να τεθεί στο Αρχείο η υπόθεση του Μητροπολίτη πρώην Αττικής κ. Παντελεήμονα.



Η επιστολή του Μητροπολίτη Γλυφάδας κ. Παύλου έχει ως εξής:



Ευσεβάστως αναφέρομεν τα κάτωθι:



Η Απόφασις της πλειονοψηφίας του υπό την προεδρίαν του Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Μελετίου, Αντιπροέδρου της Δ.Ι.Σ., συνελθόντος την 9/3/2009 Πρωτοβαθμίου, δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου και ενεργούντος, ως Δικαστικού Συμβουλίου, δια της οποίας εκρίθη, ότι δια την κανονικήν υπόθεσιν του Σεβ. Μητροπολίτου πρ. Αττικής κ. Παντελεήμονος δεν προκύπτουν επαρκείς αποδείξεις ενοχής, τεθείσης αυτής εις το Αρχείον, ευρίσκει ημάς αντιθέτους, δια τους κάτωθι λόγους:



1. Το περιλαμβανόμενον εις το κατηγορητήριον κανονικόν αδίκημα της υπεξαιρέσεως μεγάλου χρηματικού ποσού της Ι. Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου Όρους Αμώμων της Ι. Μητροπόλεως Αττικής, κατεγνώσθη με την ποινικήν διαδικασίαν εις τον εγκαλούμενον Μητροπολίτην, με καταδικαστικάς Αποφάσεις του 3μελους και 5μελους Εφετείου Κακουργημάτων και αναμένεται η Απόφασις εις την εκδικασθείσαν αίτησιν αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου και συνεπώς το Εκκλησιαστικόν Δικαστικόν Συμβούλιον ώφειλε, δια την εξαγωγήν της κρίσεώς του, να αναμείνη, εφ’ όσον μέχρι τώρα αυτό έπραξε, την αμετάκλητον απόφασιν του Ανωτάτου Αναιρετικού Δικαστηρίου, δια να συνεκτιμήση τας ποινικάς αποφάσεις και ούτω να προβή εις ασφαλή ουσιώδη κρίσιν.



2. Το κατά του εγκαλουμένου Μητροπολίτου κανονικόν κατηγορητήριον περιελάμβανε την κατηγορίαν της συμμετοχής αυτού εις υπεράκτιον εταιρείαν, η οποία προκύπτει εξ επισήμων εγγράφων. Δια τον λόγον τούτον και μόνον, θα έπρεπε να παραπεμφθή ο εγκαλούμενος εις κανονικήν δίκην, δια να διασφαλισθή η εγκυρότης της Αποφάσεως του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστικού οργάνου.



3. Η Εκκλησία της Ελλάδος συνέπραξεν εις την νομοπαρασκευαστικήν επιτροπήν, δια την κατάρτισιν του Ν. 590/1977 «Περί Κατασταστικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» και απεδέχθη με την διάταξιν του άρθρου 44 παραγρ. 1 την ισχύν του Νόμου 5383/1932 «Περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» και συνεπώς και την ισχύν της διατάξεως του άρθρου 160, με την οποίαν επί επιβληθείσης δι’ αμετακλήτου ποινικής αποφάσεως εγκληματικής ποινής, επιβάλλεται χωρίς άλλην διαδικασίαν.



Εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν το Ανώτατον Αναιρετικόν Δικαστήριον, ο Άρειος Πάγος, απορρίψει την αίτησιν αναιρέσεως του εγκαλουμένου και η ποινική απόφασις καταστή αμετάκλητος, η Εκκλησία θα πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμόση την απόφασιν του ως άνω Αναιρετικού Δικαστηρίου, διότι αι περί δεδικασμένου διατάξεις ουδεμίαν εφαρμογήν δύνανται να έχουν εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν, όπως εσφαλμένα μερικοί υποστηρίζουν, διαφορετικά αν δεν εφαρμόση την σχετικήν διάταξιν, δυνάμει του εκδοθέντος αθωωτικού βουλεύματος, θα υπέχουν τα μέλη του Πρωτοβαθμίου δι’ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου ποινικήν ευθύνην, ως φυσικά πρόσωπα, δια παράβασιν καθήκοντος.



4. Τα ανωτέρω αποτελούν έκφρασιν πόνου και αγωνίας του Κλήρου και του λαού της Μητροπόλεως ημών, κηδόμενοι του κύρους της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας.



Μετά βαθυτάτου σεβασμού,



Ελάχιστος εν Επισκόποις.



Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ


ΓΛΥΦΑΔΑΣ ΠΑΥΛΟΣ