http://www.imgevvv.gr/ H ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΣ! ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ!
Σελίδες
▼
Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014
Η ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ Ε. Β. Β. και Β.
http://www.imgevvv.gr/ H ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΣ! ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ!
ΕΟΡΤΙΟΝ ΜΗΝΥΜΑ, ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2015 ΤΟΥ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΟΥ ΜΑΣ
ελληνικη δημοκρατια
ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ,
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, ΒΟΥΛΑΣ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ ΚΑΙ
ΒΑΡΗΣ
_______________________________
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΠΑΥΛΟΥ 2 –
166 73 – ΒΟΥΛΑ Τηλ. 210-9658849 fax: 210-
9657210
Ιστοσελίδα:www.imgevvv.gr
Ἀριθμ.
Πρωτ. 1429/29.12.2014
ΕΟΡΤΙΟΝ ΜΗΝΥΜΑ,
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΟΥ
ΕΤΟΥΣ 2015
Ἀδελφοί μου καί τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἡ νέα χρονιά ἀρχίζει ἤδη τήν πορεία της,
στήν
ἱστορία τοῦ κόσμου.
Οἱ πόλεμοι, οἱ ἀδικίες, τά σκάνδαλα,
καί οἱ
κοινωνικές ἀνισότητες
θά
συνεχίσουν, δυστυχῶς,
νά γράφουν
τίς δικές τους σκοτεινές σελίδες.
Ἐμεῖς ἀρχίσαμε τό
ἔτος
λέγοντας
μόνο εὐχές.
Μήπως αὐτή
ἡ ἑορτή κατέληξε,
σέ
διατύπωση πλήθους εὐχῶν,
μέ
ἀνύπαρκτο οὐσιαστικό περιεχόμενο,
ὅπως τό
χρῆμα τοῦ πληθωρισμοῦ;
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει:
«Δέν ἀρκεῖ
μία εὐχή, γιά νά ξεπεράσουμε τά παρόντα προβλήματα,
ἄν δέν τήν
στείλουμε στόν Θεό καί ὅπως Ἐκεῖνος θέλει».
Πῶς Ἐκεῖνος ἆράγε θά ἤθελε τίς εὐχές μας;
Τόν τρόπο
τόν ἀναφέρει,
τό Ἀπολυτίκιο
τῆς σημερινῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς: «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων,
κατεδέξατο
σπαργάνων περιβολήν, οὐκ
ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν.»
Ὁ τρόπος
εἶναι ἕνας καί μοναδικός,
ὅπως
Ἐκεῖνος τόν ἔδειξε στήν ζωή Του:
Συγκατάβαση
καί ταπείνωση.
Ὁ Χριστός
«Συγκαταβαίνων» ἔγινε
παιδί
καί
μᾶς ὑπέδειξε τόν
δρόμο τῆς παιδικῆς ἁπλότητος,
πού μπορεῖ
νά γίνει κτῆμα καί βίωμα ζωῆς.
Ἄν δέν
γίνουμε σάν τά παιδιά,
«νηπιάζοντες»
στό νοῦ, στήν καρδιά καί στόν τρόπο ζωῆς,
πῶς θά
ζήσουμε μέσα,
στό «νῦν»
καί τό «ἀεί»τῆς λαπροφόρου Βασιλείας Του;
Τό τονίζει
καί ὁ ποιητής:
«Ὅ,τι ἔχεις μέσα σου παιδιάστικο,
σάν θησαυρό νά τό φυλάξεις,
τούς λογισμούς, τούς πόθους σου ἄλλαξε,
μά αὐτό ποτέ νά μήν ἀλλάξεις» (Γ.ΔΡΟΣΙΝΗΣ).
σάν θησαυρό νά τό φυλάξεις,
τούς λογισμούς, τούς πόθους σου ἄλλαξε,
μά αὐτό ποτέ νά μήν ἀλλάξεις» (Γ.ΔΡΟΣΙΝΗΣ).
Ὁ Μέγας
Βασίλειος τό γράφει
μέ τόν
βαθύ Θεολογικό Του λόγο:
«Ἡ παιδεία
εἶναι ἡ μόνη ἀπό τά ἀποκτήματα, πού δέν ἀφαιρεῖται, ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὅταν πεθάνει παραμένει».
Καί προσθέτει πώς εἶναι:
Αὐτή
τήν παιδεία ἐπιθυμεῖ
καί ὁ
μεγάλος ποιητής μας: «… Λιτὰ
χτίστε τὰ σκολειὰ,
ἁπλόχωρα, μεγάλα, γερὰ θεμελιωμένα,
ἀπὸ τῆς χώρας, ἀκάθαρτης,
πολύβοης, ἀρρωστιάρας, μακριά.
Μακριὰ τ᾿ ἀνήλιαγα σοκάκια.
Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων
περίσσια ἀνοῖχτε, νἄ᾿ρχεται ὁ κὺρ Ἥλιος,
διαφεντευτής, νὰ χύνεται
κι ὁ δάσκαλος, ποιητὴς
καὶ τὰ βιβλία νὰ εἶναι σὰν τὰ κρίνα…» (Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ).
ἀπὸ τῆς χώρας, ἀκάθαρτης,
πολύβοης, ἀρρωστιάρας, μακριά.
Μακριὰ τ᾿ ἀνήλιαγα σοκάκια.
Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων
περίσσια ἀνοῖχτε, νἄ᾿ρχεται ὁ κὺρ Ἥλιος,
διαφεντευτής, νὰ χύνεται
κι ὁ δάσκαλος, ποιητὴς
καὶ τὰ βιβλία νὰ εἶναι σὰν τὰ κρίνα…» (Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ).
Αὐτή
τήν παιδεία, πού καλλιεργεῖ τήν ψυχή τῶν παιδιῶν,
ἐπιθυμεῖ καί ὁ
ἄλλος ποιητικός λόγος :
«Συντροφιά μου θέλω
τούς φτωχούς, τούς ταπεινούς,
ἐκείνους πού δέν ξέρουν,
παρά μόνο νά μοχτοῦν» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
τούς φτωχούς, τούς ταπεινούς,
ἐκείνους πού δέν ξέρουν,
παρά μόνο νά μοχτοῦν» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
Ὅταν στίς καρδιές τῶν παιδιῶν μας
χαράξουμε τήν παιδεία τῆς τοῦ Χριστοῦ συγκαταβάσεως,
τότε θά ξεπεραστεῖ ἡ κρίση, ἡ κοινωνική
καί θά εἶναι δυνατό νά λέμε:
«Λίγο ἀκόμα,
θά δοῦμε τίς ἀμυγδαλιές ν’ ἀνθίζουν,
τά μάρμαρα νά λάμπουν στόν ἥλιο,
τήν θάλασσα νά κυματίζει
λίγο ἀκόμα,
νά σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα» (Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ).
θά δοῦμε τίς ἀμυγδαλιές ν’ ἀνθίζουν,
τά μάρμαρα νά λάμπουν στόν ἥλιο,
τήν θάλασσα νά κυματίζει
λίγο ἀκόμα,
νά σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα» (Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ).
Ὁ παιδικός πολιτισμός τῆς ταπεινώσεως,
εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα γιά τό αὔριο:
«Κι ἄν πέσαμε
σέ πέσιμο πρωτάκουστο
καί σέ γκρεμό κατρακυλήσαμε,
πού πιό βαθύ καμιά φυλή δέν εἶδε ὡς τώρα,
εἶναι γιατί μέ τῶν καιρῶν τό πλήρωμα,
καί σέ γκρεμό κατρακυλήσαμε,
πού πιό βαθύ καμιά φυλή δέν εἶδε ὡς τώρα,
εἶναι γιατί μέ τῶν καιρῶν τό πλήρωμα,
ὅμοια βαθύ ἕνα ἀνέβασμα
μᾶς μέλλεται,
πρός ὕψη οὐρανοφόρα» (Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ).
πρός ὕψη οὐρανοφόρα» (Κ.ΠΑΛΑΜΑΣ).
Στήν
πορεία αὐτή τοῦ πολιτισμοῦ
τῆς
ταπεινώσεως καί συγκαταβάσεως,
πάντοτε
θά βρίσκονται κάποιες μυροφόρες,
γιά
νά ἀλείψουν μέ μύρα τά πόδια τοῦ Χριστοῦ,
προκειμένου
νά βαδίσει στούς δρόμους τῆς γῆς.
Διερωτᾶται
ὁ ποιητής:
«Χριστέ
μου
τί θά ‘τανε ἡ πορεία σου,
δίχως τή σμύρνα καί τό νάρδο
στά σκονισμένα πόδια σου;» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
τί θά ‘τανε ἡ πορεία σου,
δίχως τή σμύρνα καί τό νάρδο
στά σκονισμένα πόδια σου;» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
θεωρεῖ
μεγίστη τήν τέχνη τῆς καλλιεργείας,
τῆς
ἐν Χριστῶ ταπεινώσεως,
στίς
καρδιές τῶν παιδιῶν, ὡς τέχνη ὑψηλή:
«Τῆς τέχνης ταύτης οὐκ ἔστιν
ἄλλη μείζων.
Τί γάρ ἴσον τοῦ ῥυθμίσαι ψυχήν
καί διαπλᾶσαι νέου διάνοιαν;»
καί τονίζει:
«Ἡ ὄντως σοφία καί ἡ ὄντως
παίδευσις,
οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ’ ἤ ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος»,
προσθέτοντας:
«Ἔνθα ἀνήρ καί γυνή καί παιδία καί τοῖς τῆς ἀρετῆς
συνδεδεμένοι δεσμοῖς, ἐκεῖ μέσος ὁ Χριστός».
«Ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἄνδρας, γυναίκα
καί παιδιά,
πού εἶναι ἑνωμένοι μέ ἀρετή,
ἐκεῖ ἀνάμεσά τους, ὑπάρχει ὁ Χριστός».
Καί τονίζει ὁ ἴδιος Θεοφόρος πατέρας:
«Ἡ μεγάλη κληρονομιά, πού ἀφήνουν οἱ γονεῖς στά παιδιά τους,
εἶναι ἡ εὐσέβεια.
…Μήν τούς ἀφήνετε,
λοιπόν, πλούτη, ἀλλά παίδευση καί ἀρετή.»
Στό τέλος δέ, προσθέτει:
«Τί τό ὄφελος νά στέλνουμε τά παιδιά μας σέ
διδασκάλους,
ὅπου, ἀντί γιά παιδεία, θά μάθουν τήν κακία, καί
θέλοντας νά κερδίζουν τό κατώτερο,
θά χάσουν τό σπουδαιότερο,
τήν δύναμη τῆς ψυχῆς καί ὅλη της τήν ὑγεία;
Θά μοῦ
πῆς, τότε, τί λοιπόν, θά γκρεμίσουμε τά σχολεῖα;
Δέν σοῦ συνιστῶ κάτι τέτοιο.
Ἀλλά
νά μή γκρεμίσουμε τό οἰκοδόμημα τῆς ἀρετῆς,
καί ἀφήσουμε νά ταφεῖ μέσα στά ἐρείπια καί ἡ ψυχή μαζί».
Αὐτή τήν παιδεία δικαιοῦται νά ἔχει τό κάθε παιδί:
« Αὐτά τά δέντρα δέν βολεύονται μέ λιγότερο οὐρανό,
αὐτές οἱ πέτρες δέν βολεύονται κάτου ἀπ’ τά ξένα βήματα,
αὐτά τά πρόσωπα δέν βολεύονται παρά μόνο στόν ἥλιο,
αὐτές οἱ καρδιές δέν βολεύονται παρά μόνο στό δίκιο» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
αὐτές οἱ πέτρες δέν βολεύονται κάτου ἀπ’ τά ξένα βήματα,
αὐτά τά πρόσωπα δέν βολεύονται παρά μόνο στόν ἥλιο,
αὐτές οἱ καρδιές δέν βολεύονται παρά μόνο στό δίκιο» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
«Ἄν
θέλεις, νά λέγεσαι ἄνθρωπος,
δέ θά πάψεις, οὔτε στιγμή ν’ ἀγωνίζεσαι,
γιά τήν εἰρήνη καί γιά τό δίκιο.
Θά βγεῖς στούς δρόμους, θά φωνάξεις,
τά χείλη σου θά ματώσουν ἀπ’ τίς φωνές.
Τό πρόσωπό σου, θά ματώσει ἀπ’ τίς σφαῖρες,
μά δέ θά κάνεις οὔτε βῆμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου, θά ‘ναι μιά πετριά,
στά τζάμια τῶν πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θά ‘ναι,
γιά νά γκρεμίζει τήν ἀδικία.
Δέν πρέπει οὔτε στιγμή νά ὑποχωρήσεις,
οὔτε στιγμή νά ξεχαστεῖς.
Εἶναι σκληρές οἱ μέρες, πού ζοῦμε.
Μιά στιγμή ἄν ξεχαστεῖς,
αὔριο οἱ ἄνθρωποι θά χάνονται,
στή δίνη τοῦ πολέμου,
ἔτσι καί σταματήσεις,
γιά μιά στιγμή νά ὀνειρευτεῖς
ἑκατομμύρια ἀνθρώπινα ὄνειρα,
θά γίνουν στάχτη ἀπ’ τίς φωτιές.
Δέν ἔχεις καιρό, δέν ἔχεις καιρό, γιά τόν ἑαυτό σου,
ἄν θέλεις, νά λέγεσαι ἄνθρωπος.
Ἄν θέλεις νά λέγεσαι ἄνθρωπος,
μπορεῖ νά χρειαστεῖ καί νά πεθάνεις,
γιά νά ζήσουν οἱ ἄλλοι.
Θά πρέπει νά μπορεῖς νά θυσιάζεσαι
ἕνα ὁποιοδήποτε πρωϊνό.
Ἄν θέλεις νά λέγεσαι ἄνθρωπος,
θά πρέπει νά μπορεῖς νά στέκεσαι
μπρός στά ντουφέκια (πού ἀπειλοῦν)» (Τ.ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ).
δέ θά πάψεις, οὔτε στιγμή ν’ ἀγωνίζεσαι,
γιά τήν εἰρήνη καί γιά τό δίκιο.
Θά βγεῖς στούς δρόμους, θά φωνάξεις,
τά χείλη σου θά ματώσουν ἀπ’ τίς φωνές.
Τό πρόσωπό σου, θά ματώσει ἀπ’ τίς σφαῖρες,
μά δέ θά κάνεις οὔτε βῆμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου, θά ‘ναι μιά πετριά,
στά τζάμια τῶν πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θά ‘ναι,
γιά νά γκρεμίζει τήν ἀδικία.
Δέν πρέπει οὔτε στιγμή νά ὑποχωρήσεις,
οὔτε στιγμή νά ξεχαστεῖς.
Εἶναι σκληρές οἱ μέρες, πού ζοῦμε.
Μιά στιγμή ἄν ξεχαστεῖς,
αὔριο οἱ ἄνθρωποι θά χάνονται,
στή δίνη τοῦ πολέμου,
ἔτσι καί σταματήσεις,
γιά μιά στιγμή νά ὀνειρευτεῖς
ἑκατομμύρια ἀνθρώπινα ὄνειρα,
θά γίνουν στάχτη ἀπ’ τίς φωτιές.
Δέν ἔχεις καιρό, δέν ἔχεις καιρό, γιά τόν ἑαυτό σου,
ἄν θέλεις, νά λέγεσαι ἄνθρωπος.
Ἄν θέλεις νά λέγεσαι ἄνθρωπος,
μπορεῖ νά χρειαστεῖ καί νά πεθάνεις,
γιά νά ζήσουν οἱ ἄλλοι.
Θά πρέπει νά μπορεῖς νά θυσιάζεσαι
ἕνα ὁποιοδήποτε πρωϊνό.
Ἄν θέλεις νά λέγεσαι ἄνθρωπος,
θά πρέπει νά μπορεῖς νά στέκεσαι
μπρός στά ντουφέκια (πού ἀπειλοῦν)» (Τ.ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ).
«Τοῦτος ὁ
λαός, ἀφέντη μου, δέν ξέρει πολλά λόγια.
Καί φέγγουνε τά μάτια τους, σ’ ὅλο τό μέγα βάθος,
σάμπως Ἀνάστασης κεριά, μετά ἀπό τ’ Ἄγιο Πάθος.
Νάτος, περνάει ὁ ἀδούλωτος στρατός τῆς δικαιοσύνης
καί πάει νά σπείρει ὅλη τή γῆ, μέ στάρι κι ἄστρα εἰρήνης» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
σάμπως Ἀνάστασης κεριά, μετά ἀπό τ’ Ἄγιο Πάθος.
Νάτος, περνάει ὁ ἀδούλωτος στρατός τῆς δικαιοσύνης
καί πάει νά σπείρει ὅλη τή γῆ, μέ στάρι κι ἄστρα εἰρήνης» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
Τοῦτος ὁ
λαός, ἀφέντη μου, δέν ξέρει πολλά λόγια,
ἀλλά τά
λόγια τοῦ Ὁσίου Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, πού
συμβουλεύει μιά μητέρα:
« … προπάντων πρέπει νά
μιλάεις γιά τά παιδιά σου στό Θεό. Νά
λέεις : “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
φώτισε τά παιδάκια μου.
Ἐγώ σ’ Ἐσένα τά ἀναθέτω …»
Καί ὁ ποιητής
προσθέτει:
«Ἄν ὅλα τά
παιδιά τῆς γῆς,
πιάναν γερά τά χέρια,
κορίτσια, ἀγόρια στή σειρά
καί στήνανε χορό,
ὁ κύκλος θά γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος,
κι ὁλόκληρη τή Γῆ μας
θ’ ἀγκάλιαζε θαρρῶ.
Ἄν ὅλα τά παιδιά τῆς γῆς
φωνάζαν τούς μεγάλους
κι ἀφήναν τά γραφεῖα τους
καί μπαῖναν στό χορό,
ὁ κύκλος θά γινότανε,
ἀκόμα πιό μεγάλος
καί δυό φορές τή Γῆ μας
θ’ ἀγκάλιαζε θαρρῶ» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
πιάναν γερά τά χέρια,
κορίτσια, ἀγόρια στή σειρά
καί στήνανε χορό,
ὁ κύκλος θά γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος,
κι ὁλόκληρη τή Γῆ μας
θ’ ἀγκάλιαζε θαρρῶ.
Ἄν ὅλα τά παιδιά τῆς γῆς
φωνάζαν τούς μεγάλους
κι ἀφήναν τά γραφεῖα τους
καί μπαῖναν στό χορό,
ὁ κύκλος θά γινότανε,
ἀκόμα πιό μεγάλος
καί δυό φορές τή Γῆ μας
θ’ ἀγκάλιαζε θαρρῶ» (Ι.ΡΙΤΣΟΣ).
Μήπως
χωρίς παιδεία Χριστοῦ
καταλήξουμε
στόν θρῆνο τοῦ ποιητοῦ;
«Βγαίνουν
ἀπό τό τίποτα, στό τίποτα τελειώνουν.
Περαστικοί, χωρίς καμιά στό χῶμα ἐτοῦτο ρίζα,
ζοῦνε τό σήμερα. Τό χτές καί τ’ αὔριο δέν ὑπάρχουν …
Ἀπ’ τό παλιό μας πέρασμα σέ γῆ καί σέ πελάγη,
τ’ ἀχνάρι δέν ἀπόμεινε μηδέ καί τ’ ὄνομά μας.
Ἐδῶ ’ναι ὁ τάφος μας κι ἐδῶ τῆς ἱστορίας ὁ τάφος!
Κι ἐδῶ ’ναι ἡ στάχτη ἑνός λαοῦ, πού ἦταν αἰώνια φλόγα» (Κ.ΒΑΡΝΑΛΗΣ).
Περαστικοί, χωρίς καμιά στό χῶμα ἐτοῦτο ρίζα,
ζοῦνε τό σήμερα. Τό χτές καί τ’ αὔριο δέν ὑπάρχουν …
Ἀπ’ τό παλιό μας πέρασμα σέ γῆ καί σέ πελάγη,
τ’ ἀχνάρι δέν ἀπόμεινε μηδέ καί τ’ ὄνομά μας.
Ἐδῶ ’ναι ὁ τάφος μας κι ἐδῶ τῆς ἱστορίας ὁ τάφος!
Κι ἐδῶ ’ναι ἡ στάχτη ἑνός λαοῦ, πού ἦταν αἰώνια φλόγα» (Κ.ΒΑΡΝΑΛΗΣ).
Ὁ Μέγας
Βασίλειος ὅμως ἀπαντᾶ: «Πόνοι γεννῶσι δόξαν, κάματοι προξενοῦσι στεφάνους».
Μέ τόν
Χριστό βιγλάτορα καί ἡλιάτορα
αὐτός ὁ τόπος
ἔδωσε μορφή στήν παιδεία:
«Ἔλα
Χριστέ καί Κύριε λέω κι ἀπορῶ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο.
Χρόνους μᾶς ταξιδεύει δέν βουλιάξαμε,
χίλιους καπεταναίους τούς ἀλλάξαμε.
Κατακλυσμούς ποτέ δέν λογαριάσαμε,
μπήκαμε μέσ’ στά ὅλα καί περάσαμε.
Κι ἔχουμε στό κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τόν Ἥλιο τόν «Ἡλιάτορα» (Ο.EΛΥΤΗΣ).
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο.
Χρόνους μᾶς ταξιδεύει δέν βουλιάξαμε,
χίλιους καπεταναίους τούς ἀλλάξαμε.
Κατακλυσμούς ποτέ δέν λογαριάσαμε,
μπήκαμε μέσ’ στά ὅλα καί περάσαμε.
Κι ἔχουμε στό κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τόν Ἥλιο τόν «Ἡλιάτορα» (Ο.EΛΥΤΗΣ).
«Πρέπει νά ξέρεις
ν΄ἁρπάξεις τή θάλασσα, ἀπό τή μυρωδιά, γιά νά σοῦ
δώσει τό καράβι καί τό
καράβι νά σοῦ δώσει τή
Γοργόνα καί
ἡ Γοργόνα,
τόν Μεγαλέξαντρο καί ὅλα
τά πάθη τοῦ Ἑλληνισμοῦ» (Ο.EΛΥΤΗΣ).
Ὁ δέ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
ὁλοκληρώνει
τό πανηγύρι τῆς ἐν Χριστῷ
παιδείας
καί παιδικότητας: «Ἑλλάς ἐμή, νεότης τε
φίλη,
κι ὅσα
πέπασμαι καί δέμας, ὡς Χριστῷ εἴξατε προφρονέως», πού σημαίνει:
Ἑλλάδα μου, ἀγαπημένη,
ὅπου πέρασα τή νεότητά μου καί ὅσα μέ συγκροτοῦν καί σῶμα μου,
σᾶς ἀγαπῶ, διότι προθύμως δοθήκατε στόν Χριστό.
Αὐτό εἶναι τό τελικό κριτήριο, γιά κάθε παιδευτικό ἀγαθό,
πού προσφέρει ἡ Ὀρθόδοξη
παιδεία.
Ὁ πνευματικός
προσανατολισμός μας,
πρός τόν
Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό του.
Ἀδελφοί
μου καί τέκνα μου, ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
«Τέσσερις στρατηγοί
κινᾶν καί πᾶν,
γιά πόλεμο στό μακρινό τό Ἰράν
Μά
ὁ πρῶτος ἀπό πόλεμο δέν κάτεχε,
ὁ δεύτερος στίς κακουχίες δέν ἄντεχε, ὁ
τρίτος ἦταν ὑποκείμενο γελοῖο,
κι ὁ τέταρτος φοβότανε τό κρύο.
Τέσσερις στρατηγοί κινᾶν καί πᾶν, ἀλλά
δέ φτάνουνε ποτέ στό Ἰράν» (Ο.ΕΛΥΤΗΣ).
Εὔχομαι ὁ
χρόνος αὐτός νά γίνει, γιά μᾶς καί τίς
οἰκογένειές μας
καί ὅλη
τήν οἰκουμένη,
σωτήριον
ἔτος Χριστοῦ,
«γιά νά μή μᾶς κατηγορήσουν τά παιδιά μας,
πώς δέ φτάσαμε στό στόχο τῆς παιδείας μας.»
Ὁ Ἐπίσκοπός Σας καί
Ποιμενάρχης Σας.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΓΛΥΦΑΔΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ,
ΒΟΥΛΑΣ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ και
ΒΑΡΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ ὁ Α΄
Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014
Χριστουγεννιάτικη ιστορία αγάπης....
Ὁ ὁδηγὸς ἀνέβηκε σβέλτα στὴ θέση του καὶ ἔβαλε μπρὸς τὴ μηχανή. Οἱ τελευταῖοι ἐπιβάτες ἀνέβηκαν βιαστικά, βάλθηκαν νὰ ψάχνουν τὶς θέσεις τους. Προπαραμονὴ Χριστουγέννων, ἡ κίνηση στὸ ζενίθ.
Ἔσκυψε νὰ σηκώσει τὴ βαλίτσα της, μὰ ὁ ἄντρας της τὴν πρόλαβε. Τὴν τακτοποίησε στὸν χῶρο τῶν ἀποσκευῶν καὶ γύρισε κεφάτος κοντά της.
- Ἄντε λοιπόν, καλό σου ταξίδι, τῆς χαμογέλασε ἀποχαιρετώντας την. Σὲ λίγο πάλι ραντεβοῦ ἐδῶ.
Χαμογέλασε κι ἐκείνη μὲ τὸ ζόρι, ἀντάλλαξαν ἕνα βιαστικό, ψυχρὸ φιλὶ κι ἀνέβηκε στὴ θέση της. Ἔφευγε γιὰ τὴν Ἀθήνα ἐκτάκτως. Γιὰ δυὸ μέρες μονάχα. Νὰ δώσει ἕνα χέρι βοήθειας στὴν κόρη τους, ποὺ ἔμπαινε γιὰ μιὰ μικρο-ἐπέμβαση στὸ νοσοκομεῖο. Τίποτε ἀνησυχητικό, θά ’βγαινε αὐθημερόν, μὰ κάποιος ἔπρεπε νὰ κρατήσει τὰ μικρά, ὥσπου νὰ ξανάρθει ἡ μάνα τους.
Τὸ μεγάλο λεωφορεῖο ξεκίνησε. Πρὶν στρίψουν γιὰ τὸν μεγάλο δρόμο, εἶδε ξανὰ μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ της τὸν ἄντρα της. Τῆς κούνησε τὸ χέρι του. Κούνησε κι ἐκείνη ἐλαφρὰ μὰ ἀνόρεχτα τὸ κεφάλι της. Μιὰ μελαγχολικὴ διάθεση τὴν πλημμύριζε.
Μὲ τὸ ποὺ χάθηκε τὸ λεωφορεῖο ἀπ’ τὰ μάτια του, ὁ ἄντρας ἔβγαλε τὸ κινητό. Ἔψαξε τὴ λίστα μὲ τὰ νούμερα, ἔκανε μιὰ κλήση.
- Εἶμαι ἐλεύθερος! εἶπε εὔθυμα καθὼς ἄνοιξε ἡ γραμμή. Τί θά ’λεγες γιὰ τὸ βραδάκι στὶς ὀκτώ;
- Ὀκέυ. Στὸ γνωστὸ σημεῖο ἀπόψε στὶς ὀκτώ, ἀπάντησε λακωνικὰ μιὰ γυναικεία φωνὴ καὶ ἔκλεισε βιαστικὰ ἡ γραμμή.
Ἔτριψε τὰ χέρια χαρούμενος. Ὅλα τοῦ ’ρχόντουσαν βολικά. Τὸ ἔκτακτο ταξιδάκι τῆς γυναίκας του ἦταν λαχεῖο ἀπρόσμενο. Σχεδὸν δυὸ μεροῦλες ἐλεύθερος μὲ τὸ τελευταῖο αἰσθηματάκι του δὲν ἦταν καὶ λίγο. Θὰ εἶχαν ὅλη τὴν ἄνεση καὶ τὸν χρόνο δικό τους. Ἀπίθανα!
Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ ρολόι του. Ἦταν ἀκόμα πέντε. Εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ πάει σπίτι νὰ φρεσκαριστεῖ λιγάκι. Μὲ ἀπογειωμένη τὴ διάθεση καὶ τὴν καρδιά του νὰ πεταρίζει σὰν εἰκοσάχρονος, χώθηκε στὸ ἁμάξι καὶ πάτησε τὸ γκάζι σφυρίζοντας. Πόσο ἔξυπνα τὰ βόλευε ὅλα!
Ὁ γκρίζος Δεκέμβρης ἔφερε τὶς πρῶτες σταγόνες στὸ μεγάλο παρμπρίζ. Ὁ ὁδηγὸς ἔβαλε μπρὸς τοὺς ὑαλοκαθαριστῆρες. Οἱ σιγανὲς κουβέντες τῶν ἐπιβατῶν βομβοῦσαν στ’ αὐτιά της, μὰ ἡ γυναίκα ἔβλεπε ἀφηρημένη ἀπὸ τὸ τζάμι. Τὸ λεωφορεῖο ἦταν γεμάτο καὶ πνικτικό. Τὸ φῶς λιγόστευε γρήγορα καὶ τὸ τοπίο γινότανὅλο καὶ θολότερο. Ὁ ὁδηγὸς ἄναψε τὰ μικρὰ φῶτα πορείας. Ἔνοιωσε νὰ πνίγεται περισσότερο. Τὸ σκοτάδι δὲν τὴν πολιορκοῦσε μόνο ἀπ’ ἔξω, εἰσορμοῦσε καὶ μέσα της.
Ἀπὸ καιρὸ τώρα εἶχε ἀντιληφθεῖ τὶς ὕποπτες κινήσεις τοῦ ἄντρα της καὶ τὰ φίδια τὴν ἔζωσαν ἀπὸ παντοῦ. Προσπάθησε νὰ παραμείνει ὅσο πιὸ ψύχραιμη μποροῦσε. Δὲν τοῦ ἔκαμε νύξη ποτὲ γιὰ τίποτε. Δὲν εἶχε παράπονο βέβαια πὼς δὲν τὴν πρόσεχε, μὰ κατάλαβε, σιγουρεύτηκε σχεδόν, πὼς ἔτρεχε καὶ κάτι ἄλλο παράλληλα. Πάλεψε νὰ μὴν καταρρεύσει ἀπὸ τὸ σόκ, μὰ ἔχασε κάθε ἐμπιστοσύνη στὸν ἄντρα της. Ὅλα μέσα της ἀναποδογύρισαν. Ἔνοιωσε προδομένη καὶ ἡ πίκρα τὴ διαπότισε ὣς τὰ κατάβαθα.
Καὶ τώρα διαισθανόταν μὲ ἀκρίβεια τί θὰ συνέβαινε στὴν ἀπουσία της. Δὲ σκέφτηκε ποτὲ φυσικὰ νὰ τὸν ἀστυνομεύσει καὶ οὔτε τὸ ἤθελε, μάντευε ὅμως καθαρὰ τὶς κινήσεις του. Καταλάβαινε πολὺ καλὰ ὅτι τοῦ ἄφηνε μὲ τὸ ταξίδι της ἐλεύθερο τὸ πεδίο γιὰ δράση. Τί λοιπὸν κι ἂν ἔρχονταν σὲ δυὸ μέρες Χριστούγεννα; Γιατί νὰ γυρίσει πίσω καὶ γιὰ ποιόν;
Οἱ ζοφερὲς σκέψεις ἔφεραν πόνο στὸ κεφάλι της καὶ σφίξιμο στὴν καρδιά. Τὰ μάτια της γέμισαν ξαφνικὰ δάκρυα. Φοβήθηκε πὼς θὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἀπ’ τὸν συνεπιβάτη της καὶ ἔστρεψε ὅσο μποροῦσε τὸ πρόσωπό της πρὸς τὸ τζάμι. Ἀμήχανη ἄνοιξε τὴν τσάντα της, ἀναζήτησε τὸ κινητό της. Προσποιήθηκε πὼς θὰτηλεφωνήσει γιὰ νὰ κρύψει τὴν ταραχή της. Ψαχούλεψε μὲ τρεμάμενα δάχτυλα τὰ πλῆκτρα, ἡ ὀθόνη φωτίστηκε, μὰ ποιὸν νὰ πάρει καὶ μὲ τί διάθεση νὰ μιλήσει;
Ἀπρόσκλητη τότε καὶ ξαφνικὴ μὲς στὸ θολό της βλέμμα καὶ στὸ σκοτεινιασμένο της μυαλὸ ξεφύτρωσε ἡ μορφὴ τοῦ γέροντα πνευματικοῦ της, ποὺ ἐδῶ καὶ τρία χρόνια εἶχε ἀναπαυθεῖ. Ἐνόσῳ ζοῦσε, ἔτρεχε κοντά του πάντα σὲ κάθε της πρόβλημα. Μὰ τώρα;
Σὰν νὰ τὴν ἔσπρωξε ἀνεξήγητη παρόρμηση, σχημάτισε αὐθόρμητα ὅπως παλιὰ τὸ νούμερό του κι ἔφερε τὸ τηλέφωνο στ’ αὐτί. Ἕνας λυγμὸς βαθὺς καὶ σιγανός, παρὰ φωνή, βγῆκε πνιχτὰ ἀπ’ τὸ λαρύγγι της.
- Βοήθησέ με, ἀγαπημένε μου γέροντα! Χάνομαι! Δεῖξε μου τὸ δρόμο! Ἡ νύχτα μὲ καταπίνει!
- Γιατί κλαῖς, καλή μου; Ποιὸν ζητᾶς; ἀντήχησε ἀμέσως μιὰ ζεστὴ βελούδινη φωνὴ στ’ αὐτί της, μὰ πιότερο τὴν ἄκουσε μὲς στὴν καρδιά της.
Πάγωσε ὁλόκληρη. Ποιὸς τῆς μιλοῦσε; Ὁ γέροντας πνευματικός της; Μὰ δὲν ζοῦσε πιά. Πῶς γίνεται νὰ ἀπαντᾶ στὴν κλήση της; Μὴν ἔπαθε παράκρουση; Κοίταξε μὲ μάτια διεσταλμένα τὸ τηλέφωνο. Στὴ φωτεινὴ ὀθόνη του λαμπύριζε μὲ χρώματα θεσπέσια ὄχι τὸ νούμερο ποὺ κάλεσε, μὰ ἡ γαλήνια μορφὴ τοῦ γέροντα,ὅπως τὴν ἤξερε πάντοτε. Μὰ πῶς μποροῦσε νὰ συμβαίνει αὐτό; Τὴν κοίταζε μὲ τὸ γλυκό του βλέμμα καὶ τῆς χαμογελοῦσε. Στὴν παρήγορη θέα του ἄνεμος δυνατός, ἕνα κύμα εὐφρόσυνο στροβίλισε βίαια τὸ βαρύ της ψυχοπλάκωμα, τὸ σκόρπισε στὴ στιγμὴ σὰν σύννεφο κακό. Μιὰ γλυκειὰ ἀνακούφιση ἁπλώθηκε ὣς τὸτελευταῖο κύτταρο τοῦ εἶναι της. Ἡ καλή της διάθεση ξεχείλισε. Ἀφέθηκε στὴ μαγεία τοῦ μυστηρίου ποὺ τὴν ἀγκάλιαζε κι ἂς μὴν καταλάβαινε τίποτε.
- Τί σοῦ συμβαίνει, κόρη μου; ρώτησε σιγανὰ ὁ γέροντας.
- Τὰ ξέρεις, δὲν χρειάζεται νὰ σοῦ τὰ πῶ, πατέρα μου, ἀπάντησε ἐκστατικά, σιγανὰ κι ἐκείνη, μὴν τυχὸν καὶ γίνει ἀντιληπτή. Βλέπεις τὸ ξεστράτισμα τοῦ ἄντρα μου. Πηχτὸ σκοτάδι ἁπλώθηκε στὴ ζωή μου. Μὲ τί κουράγιο πιὰ νὰ ζῶ; Τὰ ὄνειρά μου σβήσανε. Μέσα μου σωριάστηκαν ἐρείπια.
- Μὰ καὶ σὺ ξεστράτισες, κόρη μου! Ὄχι μόνο ὁ ἄντρας σου.
- Ἐγώ; Μὰ πῶς ξεστράτισα καὶ πότε; μίλησε διπλὰ σοκαρισμένη τώρα.
- Πάντα ξεστρατισμένη ἤσουνα κι ἔξω ἀπ’ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε μὲ ἤρεμη φωνὴ ὁ γέροντας. Ζοῦσες κι ἐσὺ γιὰ τὸ δικό σου ὄνειρο μονάχα. Πές μου, ἀλήθεια, πότε ἀγάπησες τὸν ἄντρα σου ἐσύ; Πάντα! …θὰ μοῦ πεῖς, …ἀλλὰ μὴ βιάζεσαι. Ἀγάπαγες αὐτὸ ποὺ σοῦ ’δινε, ὄχι αὐτόν. Ἦταν γιὰ σένα τὸ κομμάτι ποὺἔλειπε ἀπ’ τὸ σχέδιό σου. Τὸ ταιριαστὸ συμπλήρωμα σ’ ἕνα μοντέλο ποὺ φιλοτέχνησες ἐσύ. Αὐτὸ ἀγάπαγες, τὴ βόλεψή σου ἀπὸ τὴν παρουσία του. Καὶ τώρα κλαῖς γιὰ τὴν ὡραία σου βιτρίνα ποὺ ραγίζει. Μετρᾶς τὸ κόστος τὸ δικό σου μόνο. Αὐτὸν δὲν τὸν ἀγάπησες ἀληθινὰ ποτέ σου. Νά, ποὺ σοῦ ἔγινε ἀμέσως ἀπεχθής,ὅταν ἀρνήθηκε νὰ συμπληρώνει τὸ πὰζλ τῆς φαντασίωσής σου.
Ἡ γυναίκα δὲν μίλαγε. Δὲν εἶχε δύναμη ν’ ἀρθρώσει λέξη. Ἔνοιωθε ν’ ἀδειάζουν τὰ σωθικά της. Ὁ γέροντας συνέχισε.
- Μὴ βλέπεις τί περνᾶς ἐσύ, ἀλλὰ τί θ’ ἀπογίνει ἐκεῖνος τώρα. Καιρὸς νὰ δεῖς τὸν ἄντρα σου. Ξέχνα τὸν ἑαυτό σου. Κι ὅ,τι ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό, κοίταξε νά ’ναι γιὰ ’κεῖνον, ὄχι γιὰ εὐχαρίστηση δική σου. Σκοπός σου τώρα μὴ χαθεῖ αὐτός, πλάσμα μοναδικό, μὲ ἀνεκτίμητη ἀξία, φτιαγμένο μὲ ἀπροσμέτρητο μεράκι ἀπὸτὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ δικός σου ἄνθρωπος, τὸ ξέχασες; Δὲν σοῦ τὸν ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός; Δὲν θὰ ρωτήσει κάποτε τί ἔκανες γι’ αὐτόν; Ἂν δὲν πονᾶς ἐσὺ γι’ αὐτόν, ποιὸς θὰ τὸν δεῖ μὲ καλοσύνη; Πάλεψε τώρα ἐσὺ λοιπὸν νὰ μὴ χαθεῖ στὴν ἄβυσσο. Ἄσε τὰ φυσικά σου αἰσθήματα στὴν ἄκρη. Καιρὸς ν’ ἀγαπήσεις τὸνἄντρα σου!
Ἡ ἅγια φωτεινὴ μορφὴ πῆρε νὰ σβήνει ἀπ’ τὴν ὀθόνη, μὰ στὴν καρδιά της ἔλαμπε ὁλοζώντανη. Γιὰ πόση ὥρα ἔμεινε ἀκίνητη, δεμένη μὲ ἀόρατα δεσμὰ μαγείας ὑπερκόσμιας; Φοβότανε νὰ κουνηθεῖ, μὴ διώξει τὴ μακάρια αἴσθηση ποὺ σὰν ἱμάτιο παμφώτεινο τὴν περιτύλιγε. Ἀχτίδα ἱλαρὴ στὴ θλίψη της τὰ λόγια τοῦγέροντα, τῆς φανέρωσαν ὅσα δὲν ὑποπτευόταν. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔβλεπε ἀνοιχτὴ τὴν ψυχή της καθαρά, σὰν ἀνοιγμένο τριαντάφυλλο. Ἐντυπωσιάστηκε βαθιά.
Τὸ χέρι της δειλὰ-δειλὰ γλίστρησε στὴν τσάντα της. Ἀναζήτησε τὸ κομποσχοίνι της, δῶρο μικρὸ μὰ ἀνεκτίμητο ἀπ’ τὸν πνευματικό της. Τὸ πέρασε χαϊδεύοντάς το ἁπαλὰ στὰ δάχτυλά της. Στὸν πρῶτο κόμπο στάθηκε… Ἀργὰ-ἀργὰ μὰ σταθερὰ ψιθύρισε:
«Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον τὸν δοῦλον σου …».
Τὸ εἶπε, τὸ ξαναεῖπε…, κόμπο-κόμπο…, ἀργὰ-ἀργά… Ν’ ἀνοίξει δρόμο ἡ προσευχή της πάσχιζε δειλά, σὰν τὸ μικρὸ ρυάκι μὲς ἀπ’ ἀγριοχόρταρα καὶ πέτρες. Μὰ λίγο-λίγο ἀτσαλώθηκε. Σὰν τὸ μωσαϊκὸ ραβδί, τὸν βράχο τῆς ψυχῆς της χτύπησε τὸν ἄνυδρο μὲ δύναμη. Καὶ τὸ ρυάκι φούσκωσε, ποτάμι ἔγινε καὶ χείμαρροςὁρμητικὸς ξεπήδησε ἀπὸ τὴν ἔρημο ἐντός της. Τὴ συνεπῆρε ὁλάκερη. Ἡ σκέψη της ὑψώθηκε γοργή. Διέτρεξε βουνὰ καὶ δρόμους ποὺ ἀδηφάγα ἡ σκοτεινιὰ κατάπινε ξοπίσω τους, στριφογύρισε ἀτίθαση, ἀναζήτησε ἐπίμονα τὸν ἄντρα της. Μὲ ἀετοῦ πανίσχυρα φτερὰ ἡ προσευχή της πέταξε ὣς ἐκεῖνον, τὸν ἀγκάλιασε μυστικά. Μιὰ γλυκειὰ νοσταλγία πρωτόγνωρη κέντησε σὰν πόνος σιγανὸς τὴν καρδιά της. Πόθησε νὰ ἦταν τώρα κοντά του. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔνοιωσε πὼς εἶχε τὴ δύναμη ν’ ἀγαπήσει τὸν ἄντρα της.
Τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας ἔξω πύκνωνε, μὰ ἡ ψυχή της μέσα γέμιζε φῶς.
Τυλιγμένη σὲ γλυκειὰ θαλπωρὴ συνέχιζε ἀδιάλειπτα: «…ἐλέησον τὸν δοῦλον σου…».
Στὶς ὀκτὼ ἀκριβῶς, κεφάτος, μὲ ντύσιμο κομψό, προσεγμένο γιὰ τὴν περίσταση, ὁ ἄντρας σήκωνε τὸ χέρι του νὰ χτυπήσει τὸ κουδούνι στὴν ἐξώπορτα τοῦ ραντεβοῦ του. Ἔκαμε νὰ τὸ ἀγγίξει, μὰ δίστασε. Ἀδιόρατη ἀβεβαιότητα διαπέρασε ἀπροσδόκητα τὴν ψυχή του. Τί ἦταν αὐτό; Δὲν τό ’θελε τόσο πολὺ νὰ ἔλθει ὣςἐδῶ; Γιατί διστάζει τώρα αὐτός, ὁ τόσο ἀνυπόμονος; Τὸ χέρι του ἔμεινε γιὰ λίγο μετέωρο καὶ κατέβηκε. Τί τοῦ συνέβαινε; Ξαφνικὰ δὲν ἔνοιωθε σίγουρος γι’ αὐτὸ ποὺ πήγαινε νὰ κάμει.
Στάθηκε συλλογισμένος μὴ μπορώντας νὰ καταλάβει τὸν ἑαυτό του. Μιὰ παρόρμηση μέσα του τὸν ἔσπρωξε νὰ χτυπήσει καὶ πάλι, μὰ τὸ χέρι του ἔμεινε ξανὰ στὸν ἀέρα ἀβέβαιο. Ἡ θλιμμένη μορφὴ τῆς γυναίκας του πέρασε ξαφνικὰ σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸ βλέμμα του. Ἀλήθεια, γιατί νὰ τῆς τὸ κάνει αὐτό; Ἕνα δυσάρεστο αἴσθημα τὸν κυρίευσε. Ἔνοιωσε ἄσχημα γιὰ πρώτη φορά. Κάποιες ἐνοχὲς σήκωσαν κεφάλι μέσα του. Μὰ γιατί νὰ τοῦ συμβαίνουν τώρα αὐτά; Χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἐξηγήσει, κατάλαβε πὼς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ προχωρήσει στὸ σχέδιό του. Κάτι μυστηριῶδες, ἀνεξήγητο μέσα του τὸν ἀπωθοῦσε ἀπ’ τὸν σκοπό του.
Γύρισε ἀργὰ-ἀργά, ἄρχισε νὰ ἀπομακρύνεται σκυφτός. Τὸ κινητό του χτύπησε. Τὸν ἔψαχνε ἡ λεγάμενη τοῦ ραντεβοῦ του. Δὲν ἀπάντησε. Χωρὶς νὰ τὸ θέλει, χωρὶς νὰ προσπαθεῖ, ὅλο καὶ πιὸ ἐπίμονα, ὅλο καὶ πιὸ ζωντανά, ζωγραφιζόταν μέσα του ἡ μορφὴ τῆς γυναίκας του. Πόθησε νὰ ἦταν τώρα κοντά της. Καιρὸ εἶχε νὰτὸ νοιώσει αὐτό. Τὸν εἶχε ἀγγίξει κάτι θεϊκό. Ἡ χάρη τῆς προσευχῆς της ἀόρατη τοὺς ἔφερνε σ’ ἀντάμωμα μυστικό.
Ἀργὰ τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς, σὲ ὥρα πιὰ πολὺ προχωρημένη, ἀφίχθηκε τὸ τελευταῖο λεωφορεῖο τῆς γραμμῆς. Σκυφτά, προσεκτικὰ ἡ γυναίκα κατέβηκε τὰ σκαλοπάτια, μὰ πρὶν τὸ πόδι της ἀγγίξει τὸ ἔδαφος, ἕνα χέρι ἔπιανε ἁπαλὰ τὸ δικό της. Σήκωσε χαρούμενη τὸ πρόσωπό της κι ἦταν σὰ νά ’βλεπε τὸν ἄντρα της γιὰ πρώτη φορά. Μὲ λαμπερὸ χαμόγελο ἀγκαλιάστηκαν σφιχτά, φιλήθηκαν, σὰ νά ’τανε τὸ πρῶτο ραντεβοῦ τους.
Στὸν παγωμένο χειμωνιάτικο ἀγέρα κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ σταθμοῦ ἀντηχοῦσαν χαρμονικὰ τὰ γιορτινὰ τραγούδια καὶ τὰ χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Ἀπὸ τὰ στολισμένα δέντρα λάμψεις σκορπίζονταν χιλιάδες. Μὰ τὴ γιορτὴ τὴν εἶχαν μέσα τους αὐτοί, φούσκωνε τὴν καρδιά τους ἡ χαρὰ τῆς Γέννησης. Καὶξεχυνόταν ἀπ’ τὰ ζεστά τους πρόσωπα τριγύρω κι ἀπὸ τὰ μάτια τους τὰ φωτεινά.
Πολλὰδὲν εἶπαν. Μὲ ὑγρὴ ματιά, …«Καλὰ Χριστούγεννα, καλή μου!», εἶπε μονάχα ἐκεῖνος, …«Καλὰ θὰ εἶναι σίγουρα, γλυκέ μου!», ψιθύρισε ἐκείνη… κι ἀγκαλιασμένοι ὅπως ἦταν προχώρησαν.
Κι ὅσοι τοὺς ἔβλεπαν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ περπατοῦν… μέσα στὸ θεῖο φῶς τῆς ἅγιας νύχτας, γιὰ χρόνια εἶχαν νὰ μιλοῦν… γιὰ μιὰ ἱστορία ἀθόρυβης, μὰ ὡστόσο… ἀληθινῆς καὶ παντοδύναμης ἀγάπης…