Σελίδες

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Αιτήσεις εισαγωγής στους παιδικούς σταθμούς του Δήμου Γλυφάδας





Από την 1η ως και τις 30 Ιουνίου θα πραγματοποιούνται οι αιτήσεις για εγγραφές στους παιδικούς σταθμούς του Δήμου Γλυφάδας στο νομικό πρόσωπο του Δήμου, το ΚΑΠΠΑ (Καραϊσκάκη 34 & Τσιτσάνη, Άνω Γλυφάδα, 2ος όροφος, τηλ: 210 9602130), καθημερινά από τις 8 π.μ. ως τη 1 μ.μ.

Μετά την έναρξη λειτουργίας δύο νέων παιδικών σταθμών και την παύση λειτουργίας δύο παλαιών, η τελική λίστα των παιδικών σταθμών του Δήμου Γλυφάδας έχει ως εξής:

•          Α’ Παιδικός Σταθμός: Βορείου Ηπείρου 119 – 121 (νήπια), τηλ:210 9622831
•          Α’ Βρεφικός Σταθμός: Βορείου Ηπείρου 119 – 121 (βρέφη), τηλ:  fax :  210 9625226
•          Β’ Παιδικός Σταθμός: Αγίας Τριάδος 22 (νήπια), τηλ: 210 9622492
•          Γ’ Βρεφονηπιακός Σταθμός : Ψηλορείτου 70Α’ (βρέφη και νήπια), τηλ: 210 9612210
•          Δ’ Παιδικός Σταθμός: Πύργου 3Α’ (νήπια), τηλ: 210 9624140
•          Στ΄ Παιδικός Σταθμός: Πανδώρας 54 & Θεμιστοκλέους (νήπια), τηλ.2108981079

Υπενθυμίζουμε ότι οι παιδικοί σταθμοί του Δήμου Γλυφάδας είναι ενταγμένοι στο πρόγραμμα εναρμόνιση της Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής (ΕΣΠΑ) ΕΕΤΑΑ (2017-2018). Παράλληλα με την αίτηση στους βρεφικούς και παιδικούς σταθμούς του Δήμου μας, οι γονείς που πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις μπορούν να πετύχουν την απαλλαγή των τροφείων συμμετέχοντας στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Οι αιτήσεις συμμετοχής για τη συγκεκριμένη δράση της ΕΕΤΑΑ υποβάλλονται ηλεκτρονικά στο χρονικό διάστημα από 24.5.2017 έως 9.6.2017, στη διεύθυνση www.eetaa.grpaidikoi.eetaa.gr. Κάθε ωφελούμενος/η μπορεί να υποβάλει μια και μοναδική αίτηση, βάσει ΑΦΜ και ΑΜΚΑ, που θα δηλώσει κατά την ηλεκτρονική υποβολή.

Με νεότερη ανακοίνωση θα γνωστοποιηθούν οι ημερομηνίες για την υποβολή των voucher της ΕΕΤΑΑ για τους παιδικούς σταθμούς του Δήμου Γλυφάδας.

Τα αποτελέσματα για την εισαγωγή βρεφών και νηπίων στους παιδικούς σταθμούς του Δήμου Γλυφάδας θα ανακοινωθούν μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της ΕΕΤΑΑ και σε κάθε περίπτωση πριν τις 30 Αυγούστου.

Ολόκληρη η ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γλυφάδας Ε. Β. Β. & Β. κατά τα Εγκαίνια του Κειμηλιαρχείου 24/5/2017


Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί ἐν Κυρίῳ καί πνευματικά μου τέκνα,
Χαίρετε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Δοξολογία ἀναπέμπω στόν Τριαδικό Θεό, καί ξεχωριστή συγκίνηση ασθάνομαι ατήν τήν ρα, πειδή Πρόνοια το Θεο μέ ξιώνει, ς Ποιμενάρχη τς Τοπικς μας κκλησίας, νά ἐγκαινιάζω ἕνα ἔργο, τό ὁποῖο ὁραματίστηκα ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς χειροτονίας μου εἰς Διάκονον, τό ἔτος 1966.
Το Κειμηλιαρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, ἀποτελεῖ γιά τήν ἐλαχιστότητά μου, ἕνα σημαντικό ἐπίτευγμα, μέσα ἀπό τό ὁποῖο, ἀποδίδεται τιμή πρός ὅλους ἐκείνους τούς ἀφανεῖς συνιδρυτές του.  Ὅλους ἐκείνους τούς προπάτορές μας, πού διωγμένοι ἔπειτα ἀπό τήν Μικρασιατική Καταστροφή, ξεριζώθηκαν ἀπό τίς πατρικές ἑστίες τους, καί μεταφυτεύθηκαν ἐδῶ στήν Ἀττική γῆ.
          Πρόσφυγες ἀπό τόν Πόντο, τήν Καππαδοκία, τή Σμύρνη, ἔφεραν μαζί τους στήν Ἑλλάδα, τά Ἱερά καί τά Ὅσιά τους, δηλαδή, Ἱερά Λείψανα, Εἰκόνες, Εὐαγγέλια καί τόσα ἄλλα ἀντικείμενα λατρείας, μεταλαμπαδεύοντας στή νέα τους πατρίδα, τήν ἀγάπη τους στά Πατροπαράδοτα ἔθιμα τῶν μακρινῶν,  ἀλλά  ἀλησμόνητων πατρίδων τους, ὅπως καί τήν ἀκλόνητη πίστη τους, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὁ πόθος καί ἡ ἐπιθυμία μου, γιά τήν δημιουργία αὐτοῦ τοῦ Κειμηλιαρχείου, ἦταν ἰδιαίτερος, ἀφοῦ ὅπως σως γνωρίζετε, λκω τήν καταγωγή μου πό τόν πέραν τοῦ Αἰγαίου Πελάγους Ἑλληνισμόν, ἀπό τά αἱματοβαμμένα χώματα τῆς Ἁγιοτόκου Καππαδοκίας, τῆς πατρίδας τῶν μεγάλων Θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ παππούς μου, Εὐστράτιος Τσαούσογλου, εἶχε γεννηθεῖ στήν Καισάρεια, καί ἀπό τήν ἴδια περιοχή καταγόταν καί ἡ γιαγιά μου Μαργαρίτα. Ὁ πατέρας μου, Σπυρίδων, γεννήθηκε τό 1900 στή Σμύρνη. Σέ ἠλικία 22 ἐτῶν κατατρεγμένος ἀπό τή συμφορά τῆς Σμύρνης, ἦλθε μαζί μέ δύο ἀδέρφια του στή Σύρο, παίρνοντας μαζί του πέντε εἰκόνες, τυλιγμένες σέ μία κουβέρτα.
Ἀλλά καθώς ἐπιβιβάζονταν στό πλοίο, οἱ Σύμμαχοι - «φίλοι μας»,  τοῦ τράβηξαν τίς δύο εἰκόνες καί τίς πέταξαν στή θάλασσα.  Ἀπ΄ αὐτές πού διέσωσε, αὐτήν τοῦ Ἀρχαγγέλλου Μιχαήλ, τήν κράτησε ὁ ἴδιος  ὁ πατέρας μου, καί ἀργότερα μοῦ τήν κληροδότησε, ἐνῶ τίς ἄλλες δύο, τίς ἔδωσε στά δύο ἀδέλφια του.
Ἡ μητέρα μου Μαρία Γρυμάνη, γεννήθηκε τό 1907 στή Σῦρο καί ἦταν συμμαθήτρια, μέ τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Φλωρίνης Αὐγουστῖνο Καντιώτη, στό Γυμνάσιο καί στό Σχολαρχεῖο στήν Ἑρμούπολη. 
Ἀπό τούς ἀείμνηστους γονεῖς μου, ἔμαθα ἀπό μικρό παιδί, νά ἀγαπῶ καί νά διαφυλάσσω ὅ,τιδήποτε ἔχει σχέση μέ τήν Ἱστορία καί τήν Παράδοση τοῦ τόπου μας, καί τοῦ τόπου τῶν προγόνων μου. Ἔτσι, ἔπειτα ἀπό τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία μου, ὅταν πληροφορήθηκα, πώς στούς Ναούς μας ὑπῆρχαν πολλά Κειμήλια ἀπό τίς μακρινές πατρίδες τῆς Μικρασίας καί τοῦ Πόντου, ξεκίνησα, μέ νόμιμες διαδικασίες,  τήν περισυλλογή τους.
 Εἶναι αλήθεια ὅτι τά Ἐκκλησιαστικά Συμβούλια τῶν Ἐνοριῶν μας, μέ προθυμία κατέγραψαν καί παρέδωσαν, ὅποιο ὑλικό εἶχαν, προκειμένου αὐτό τό ὑλικό, νά συντηρηθεῖ καί νά ἀξιοποιηθεῖ πρός ὄφελος τῶν ἐπερχόμενων γενεῶν.  Καί τότε ἄρχισε ὁ προβληματισμός, τῆς ἐξεύρεσης χώρου γιά τήν ἀσφαλή μεταφορά καί διαφύλαξή τους.  
Ἡ Μητρόπολή μας, ἄν καί εὑρίσκεται σέ μιά πλούσια, ὅπως θεωρεῖται ἀπό πολλούς, περιοχή τῶν Νοτίων Προαστίων τῆς Ἀττικῆς, δέν διαθέτει τήν παραμικρή ἀκίνητη περιουσία. Ἀκόμη καί σήμερα, δεκαπέντε χρόνια ἔπειτα ἀπό τήν Ἵδρυση τῆς Μητροπόλεως, ἡ ἐλαχιστότητά μου φιλοξενεῖται σέ ἕνα μικρό κελί, ἐδῶ στό χῶρο τῆς Μονῆς, κάτω ἀπό τό Κειμηλιαρχεῖο, τόν ὁποῖο μοῦ παραχώρησε ἡ Ἱερά Μονή, μέσα στήν Μάνδρα τῆς ὁποίας, αὐτήν τήν ὥρα εὑρισκόμεθα.
Δίχως λοιπόν κατάλληλο χῶρο γιά στέγαση, τό ἐγχείρημα τῆς συγκεντρώσεως τῶν κειμηλίων, βρισκόταν μετέωρο. Σέ συνεννόηση μέ τήν Ἱερά Μονή, δρομολογήθηκε ἡ ὑπερκατασκευή  δύο ὀρόφων, πάνω ἀπό ἕνα ὑπάρχον ἰσόγειο κτίσμα, καί ἐκπονήθηκαν τά σχέδια. 
Ἡ μητέρα μου, σέ ἕνα συρτάρι κομοῦ, εἶχε αφήσει μαζί μέ τα νεκρικά της, ἕνα μικρό πουγκί μέ χρήματα, γιά τό ὁποῖο μοῦ εἶχε πεῖ:  «Ὅταν πεθάνω, παιδί μου, κάνε τά χρήματα ὅ,τι θέλεις». Αὐτά τά χρήματα ἀποτέλεσαν τόν πυρῆνα, γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν ἀνοικοδόμησης τοῦ κτιρίου, τό ὁποῖο θά στέγαζε τά πολύτιμα κειμήλια τῶν Μικρασιατῶν καί Ποντίων προγόνων μας, ὡς καί τίς δωρεές ὁρισμένων πιστῶν τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί πνευματικῶν μου τέκνων καί φίλων. Ἀλλά ὁ προϋπολογισμός κατασκευῆς τοῦ ἔργου, φάνηκε ἐξ ἀρχῆς δυσβάστακτος γιά τά οἰκονομικά μεγέθη τῶν Ἐνοριῶν μας.
 Τότε ἦταν, τό 2007, πού μεγάλος Εεργέτης τς Μητροπόλεώς μας, κύριος θανάσιος Μαρτῖνος μέ τήν καλή του σύζυγο κυρία Μαρίνα, διαπιστώνοντας τήν ἀδυναμία συνεχίσεως τν ργασιν, νέλαβαν μέ προθυμία τήν ποπεράτωσή του.  Καί ὅταν λοκληρώθηκαν ο ργασίες νοικοδόμησης τό 2009,  οἱ διοι δωρητές νέλαβαν τήν συντήρηση καί πολλῶν Ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων.
Πῶς λοιπόν, νά μήν ἐκφράσουμε, γιά ἄλλη μία φορά, μέσα ἀπό τά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς μας, καί μέ στεντόρια τήν φωνή μας,  τίς πιό θερμές εὐχαριστίες,  καί τήν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη  τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, πρός τά πρόσωπα τῶν Μεγάλων Εὐεργετῶν τῶν Ἱερῶν Ναῶν μας, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, καί τοῦ Κειμηλιαρχείου μας ; 
Ἀγαπητέ μας κύριε Ἀθανάσιε Μαρτίνε, ἡ ἐγνωσμένη ἀγάπη Σας πρός τήν Ἁγία μας Εκκλησία, ἀλλά καί πρός τήν δική μου ἐλαχιστότητα, εἶναι ἀνεκτίμητη. Ἐμεῖς, μόνο Ἀντίδωρο πνευματικό, μποροῦμε νά Σᾶς προσφέρουμε. Προσευχόμεθα διαρκῶς, ὁ Πανάγαθος Θεός, νά Σᾶς εὐλογεῖ, νά σᾶς χαρίζει ὑγεία, καί νά κατευθύνει τά βήματα τῆς ζωῆς σας, σέ κάθε ἔργο ἀγαθό, πρός τό συμφέρον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας. Πάλιν καί πολλάκις, Σᾶς εὐχαριστοῦμε.
Χάρη λοιπόν, Ἀδελφοί μου, στήν γενναία αὐτή οἰκονομική συμβολή, τελοῦμε σήμερα, 24 Μαΐου, τά Ἐγκαίνια τοῦ Κειμηλιαρχείου μας. Φαίνεται πώς, ὁ Μάϊος,  εἶναι ὁ μήνας κατά τόν ὁποῖο ἐγκαινιάζουμε, τά μεγάλα δωρήματα τῆς Οἰκογενείας Μαρτίνου, πρός τή Μητρόπολή μας.
Ἐντελῶς ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε πώς, 21η  Μαΐου 2010, τελέσαμε τα Θυρανοίξια τοῦ ἀνακαινισμένου ἐκ βάθρων Ἱεροῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταν-τίνου καί Ἑλένης στή Γλυφάδα, στίς 15 Μαΐου 2011, τελέσαμε τα Ἐγκαίνια τοῦ ἐπιβλητικοῦ Ἱερού Ναοῦ Παναγίας Φανερωμένης στή Βουλιαγμένη, καί ἀκριβώς δύο χρόνια πρίν, στίς 24 Μαΐου 2015, τελέσαμε τά ἀποκαλυπτήρια τοῦ μαρμάρινου Ἀνδριάντα τοῦ Ἁγίου ΝέοΕθνοΙεροΜεγαλοΜάρτυρος Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης, στό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος στό Πυρνάρι τῆς Γλυφάδας.
          Στό σημεῖο αὐτό ἐπισημαίνω στήν ἀγαπη Σας, πώς, στό Κειμηλιαρχεῖο μας, κατέχουμε ὡς Ἱερά θησαυρίσματα, τρία πολύτιμα Κειμήλια τοῦ Ἁγίου τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς : Ἕνα πολύ μικρό Εὐαγγέλιο τοῦ ἔτους 1871, τό ὁποῖο ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος κράταγε στόν Ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης, ἕναν ἀσημένιο Σταυρό Ἁγιασμοῦ, καθώς καί ἕναν Ἀρχιερατικό Σάκκο, πού ἐνδυόταν  στίς Θείες Λειτουργίες.  Ὁ πατέρας μου, μοῦ εἶχε πεῖ, πώς εἶχε πάρει τό κόκκινο Πασχαλινό αὐγό ἀπό τό  χέρι τοῦ Ἁγίου Σμύρνης,  καί ἐπίσης, πώς τόν Αὔγουστο τοῦ 1922,  εἶχε δεῖ ἀπό μιά χαραμάδα, τά φρικτά βασανιστήρια καί τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.
Ἀδελφοί μου,  
Στούς χώρους τοῦ Κειμηλιαρχείου μας, ἐκτός ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική ἑνότητα μέ εἰκόνες καί ἀντικείμενα λατρείας, στεγάζονται τρεῖς ἀκόμη συλλογές: Μία λαογραφική, ὅπου τόν κορμό της, συγκροτοῦν τά κειμήλια τῆς Οἰκογενείας μου, ἐμπλουτισμένα ἀπό δωρεές Μικρασιατῶν συγγενῶν μου, φίλων,  πνευματικῶν μου τέκνων καί εὐσεβῶν ἐνοριτῶν.
 Μία δεύτερη ἑνότητα, μέ ἔργα κρατουμένων, τά ὁποῖα ἀγόρασα ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ἄλλες χῶρες ὅπου εὑρισκόμουν ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας  τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης, σέ διεθνῆ συνέδρια γιά φυλακές καί φυλακισμένους, προέρχονται ἀπό τήν ἐθελοντική διακονία μου, γιά τριάντα χρόνια, σ΄ αυτές τίς δοκιμαζόμενες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.
Καί μία τρίτη ἑνότητα, πού περιλαμβάνει ἐκθέματα ἀπό τήν Ἀφρική, τά ὁποῖα  καί αὐτά ἀγόρασα ἀπό τούς ἰθαγενεῖς γιά νά τούς ἐνισχύσω, στίς 48  Ἱεραποστολικές ἐξορμήσεις μου, στή Μαύρη Ἤπειρο. 
          Δόξα τῷ Θεῷ, πάντων ἕνεκεν. 
          Τούτη τήν ὥρα, καταθέτω καί πάλι, πρός τόν φιλεύσπλαγχνο Χριστό καί Σωτῆρα μας, τήν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη μου, γιά τά ὅσα, μέ τίς πρεσβείες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καί πάντων τῶν Ἁγίων Του, μοῦ ἔχει μέχρι σήμερα επιφυλάξει.
Κλείνοντας αὐτά τά λίγα λόγια γνωριμίας μέ τό Κειμηλιαρχεῖο μας, πρέπει νά ἀναφέρω, πώς ἄν καί σήμερα τελοῦμε τά Ἐγκαίνια,  οἱ χώροι του, θά εἶναι ἐπισκέψιμοι γιά τό κοινό, καί κυρίως γιά τούς μαθητές τῶν Σχολείων -μέ εἰδικά ἐκπαιδευτικά προγράμματα-,  Θεοῦ θέλοντος, ἀπό τόν Σεπτέμβριο, ἀφοῦ σέ λίγες ἡμέρες αὐτά κλείνουν. Ἕως τότε, θά συνεχισθοῦν οἱ ἐπιστημονικές ἐργασίες, καί η συντήρηση τῶν κειμηλίων, πού δέν ἔχουν ὁλοκληρωθεῖ ἀκόμη, καί ὅσων ἐκθεμάτων, τυχόν, θά δωρηθοῦν στό μέλλον.
Ὡστόσο, ἀπόψε, ἡ περιήγηση σας στούς χώρους τοῦ  Κειμηλιαρχείου, θά γίνει μέ συντομία, ὥστε νά λάβετε μία πρώτη γεύση τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν, πού διαφυλάσσονται στούς δύο ὀρόφους του.
Πρίν κόψουμε τήν καθιερωμένη κορδέλα, στήν εἴσοδο τοῦ κτιρίου, παρακαλῶ τόν κύριο Μαρτῖνο, νά παραλάβει ἕνα συμβολικό ἀναμνηστικό δῶρο,  καί τόν Πανοσιολογιώτατο Πρωτοσύγκελλο τῆς Μητροπόλεώς μας, να ἀναγνώσει τήν σχετική συνοδευτική περγαμηνή.
Σᾶς εὐχαριστοῦμε πολύ, πού τιμήσατε μέ τήν παρουσία Σας, τά σημερινά Ἐγκαίνια.




Αφίσα-Πρόσκληση για δέηση στις Πανελλήνιες και Μήνυμα Σεβασμωτάτου 2017



ελληνικη  δημοκρατια
 
ΙΕΡΑ   ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ    ΓΛΥΦΑΔΑΣ,
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ,  ΒΟΥΛΑΣ,  ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ & ΒΑΡΗΣ


Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Ι Σ

Διά τῆς παρούσης ἔχομεν τήν τιμήν,
ὅπως προσκαλέσωμεν Ὑμᾶς, τούς Ἐκπαιδευτικούς καί μαθητάς+τρίας  τοῦ Σχολείου Σας, εἰς τήν εἰδικήν Δέησιν, πού θά τελεσθῇ εἰς ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τήν Δευτέραν τῆς Ἑορτῆς  τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 5 Ἰουνίου 2017 τό πρωΐ, κατά τό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας
πρός πνευματικήν ἐνίσχυσιν καί φωτισμόν τῶν παιδιῶν μας,
εἰς τάς ἐπικειμένας Πανελληνιους Ἐξετάσεις.
Τό ἀπόγευμα  7:00 μ.μ., διά τό ἴδιον λόγον, θά τελεσθῇ
Ἱερά Παράκλησις, εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. 
Παρακαλεῖσθε, ὅπως ἐνημερώσητε
ὅλους τούς ἐνδιαφερομένους τοῦ Σχολείου Σας,
διά νά συμμετάσχουν εἰς τάς ἄνω λατρευτικάς ἐνισχυτικάς εὐκαιρίας.

Μετά πολλῶν εὐχῶν ἐν Κυρίῳ Ἀναστάντι.
Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις






†  Ο  ΓΛΥΦΑΔΑΣ , ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, ΒΟΥΛΑΣ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ & ΒΑΡΗΣ 

ΠΑΥΛΟΣ  ὁ  Α΄

   
ελληνικη  δημοκρατια

ΙΕΡΑ   ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ    ΓΛΥΦΑΔΑΣ,
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ,  ΒΟΥΛΑΣ,  ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ & ΒΑΡΗΣ

ΒΑΣΙΛΕΩΣ  ΠΑΥΛΟΥ  2   -   16673  ΒΟΥΛΑ
Τηλ. 210-9658849   fax: 210-9657210   www.imglyfadas.gr   E-mail: imgl@hotmail.gr


Ἀριθμ. Πρωτ. 626                             Ἐν Βούλᾳ τῇ 3  Μαΐου 2017


    Πρός
              τούς Mαθητές καί τίς Mαθήτριες,
              πού διαγωνίζονται στίς Πανελλήνιες Ἐξετάσεις
              τῶν Σχολείων, τῆς  Ἱερᾶς Μητροπόλεως μας.


          Ἀγαπητά μου παιδιά, Χριστός Ἀνέστη! Ἔτη πολλά.
   Μέ τήν χάρη καί τό πλούσιο ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡ σχολική χρονιά φθάνει στο τέλος της. Μαζί μέ αὐτήν πλησιάζουν καί οἱ ἡμέρες τῶν πανελλήνιων ἐξετάσεων, στίς ὁποῖες θά κληθεῖτε νά δώσετε τόν καλύτερό σας ἑαυτό, καταθέτοντας τίς γνώσεις σας, γιά ὅλα ὅσα σᾶς ζητηθοῦν στά διάφορα γνωστικά ἀντικείμενα πού διδαχθήκατε καί νά πετύχετε αὐτό, πού ἀποτελεῖ στόχον ζωῆς, τήν εἰσαγωγή σας δηλαδή στά Ἀνώτερα καί Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικά καί Τεχνολογικά Ἱδρύματα τῆς πατρίδας μας.
     Κοντά σας σέ αὐτές τίς δύσκολες καί ἰδιαιτέρως ἀπαιτητικές μέρες πού ἡ πίεση καί ἡ ἀγωνία αὐξάνουν, εἶναι ὄχι μόνο οἱ γονεῖς καί οἱ δάσκαλοί σας ἀλλά καί ἡ Τοπική Ἐκκλησία, ἡ φιλόστοργη πνευματική μητέρα ὅλων μας. Ὅλοι μας προσευχόμαστε, γιά σᾶς στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, νά φωτίσει τήν προσπάθειά σας, νά βοηθήσει τόν καθένα καί τήν καθεμία, νά ἀνταποκριθεῖ ἐπιτυχῶς στίς ἀπαιτήσεις αὐτῶν τῶν ἐξετάσεων, ὥστε νά δικαιωθοῦν, τά εὐγενῆ καί ὑψηλά ὁράματά σας, γιά τό μέλλον σας. Ὁ Χριστός μας, μήν ἀμφιβάλλετε παιδιά μου, θά εἶναι δίπλα σας καί θά σᾶς ἐνισχύσει στήν ὡραία αὐτή προσπάθειά σας.
     Σᾶς εὔχομαι ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου πλησμονή δυνάμεως καί φωτισμοῦ στόν ὄμορφο ἀγώνα σας. Σᾶς συνοδεύω, αὐτές τίς ἰδιαίτερες ὧρες, μέ τήν ἀγάπη καί τήν προσευχή μου. Καλή δύναμη, ἀλλά νά θυμάστε, ὅτι καλῶς ἤ κακῶς, δέν τελειώνει ἤ ἀρχίζει ἡ ζωή στίς Πανελλήνιες Ἐξετάσεις. Εἶναι μία σημαντική μάχη, στό πρῶτο σημαντικό σταυροδρόμι τῆς ζωής σας, ἀλλά ἀπαιτοῦνται περισσότερες πνευματικές προσπάθειες, γιά νά κερδιθῇ «ὁ πόλεμος».
    Πρός ἐνημέρωσίν σας, σᾶς γνωρίζομε, ὅτι στίς 5 Ἰουνίου 2017, ἡμέρα Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό πρωΐ, σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης & Βάρης, θά τελεσθῇ ἡ Θεία Λειτουργία καί στό τέλος της θά γίνει  Εἰδική Δέηση ὑπέρ τῶν μαθητῶν καί μαθητριῶν, πού θά διαγωνισθοῦν στίς ἐφετεινές Πανελλήνιες Ἐξετάσεις. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, στίς 7:00 ἐπίσης σ’ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς, θά τελεσθῇ  Ἱερά Παράκλησις στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.


Μετά πολλῶν εὐχῶν ἐν Κυρίῳ Ἀναστάντι.
Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις
Ὁ Ποιμενάρχης Σας.






†  Ο  ΓΛΥΦΑΔΑΣ , ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, ΒΟΥΛΑΣ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ & ΒΑΡΗΣ 

ΠΑΥΛΟΣ  ὁ  Α΄

H Άλωση της Κωνσταντινούπολης: Το χρονικό του τέλους μιας Αυτοκρατορίας


siege of constantinople
«Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ' εμόν εστίν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν αυτή, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» (Απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β')
29 Μαΐου 1453: μία ημερομηνία κομβικής σημασίας για την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια ιστορία, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αποτελεί συνώνυμο της ιστορικής πορείας του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η Άλωση έχει αφήσει το δικό της ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική παράδοση, η οποία για αιώνες μετά θρηνούσε και θρηνεί το τέλος της «Ρωμανίας» και την πτώση της Πόλης των Πόλεων, που αποτέλεσε φάρο φωτός- αλλά και απόρθητο φρούριο, προπύργιο απέναντι στους εξ Ανατολών κινδύνους- εκεί που η Ανατολή συναντούσε τη Δύση, τα χρόνια που στην Ευρώπη κυριαρχούσε ο σκοταδισμός και η οπισθοδρόμηση που ακολούθησαν την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η πολιορκία που διήρκεσε από τις 6 Απριλίου ως τις 29 Μαΐου, ημέρα Τρίτη (εξ ου, σύμφωνα με μια εκδοχή, και η «γρουσούζικη» για τον Ελληνισμό παράδοση της «Τρίτης και 13», από την ημέρα και το άθροισμα των αριθμών που συνθέτουν το 1453- 1+4+5+3) αποτέλεσε το φινάλε μιας πορείας παρακμής η οποία είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Αρκετοί θεωρούν ότι η αρχή της μεγάλης πτώσης ήταν η άλωση της Πόλης από τους Λατίνους του 1204, από την οποία η Αυτοκρατορία- παρά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261- δεν ανέκαμψε ποτέ, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι η πορεία προς την καταστροφή είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Σε κάθε περίπτωση, το τελικό χτύπημα για την αποδυναμωμένη αυτοκρατορία ήταν η προέλαση των Οθωμανών, η οποία ήταν αδύνατον να ανακοπεί.
Ο Σέρβος πολιτικός, ιστορικός, συγγραφέας και διπλωμάτης Τσέντομιλ Μιγιάτιοβιτς (1842-1932), συνοψίζει τους λόγους της οθωμανικής ορμής στο βιβλίο του «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η τελευταία νύχτα της Πόλης»: «Οι Τούρκοι δεν είχαν έλλειψη αρετών και χαρισμάτων όταν άφησαν τις στέπες κι έφτασαν στην Αρμενία για να φρουρούν τα ανατολικά σύνορα των Σελτζούκων σουλτάνων, όμως, μετά τον προσηλυτισμό τους στο Ισλάμ, ο εθνικός χαρακτήρας τους υπέστη μια επαναστατική αλλαγή. Οι σπίθες της φωτιάς που έκαιγε την ψυχή του Προφήτη ενέπνευσαν τους δεκτικούς γιους των ασιατικών ερήμων, και κατάφεραν να αναπτύξουν την ιδέα της εθνικής ιδιαιτερότητας, κάτι που θα τους καθιστούσε ικανούς να επιτύχουν σπουδαία πράγματα. Σαν ακατανίκητη χιονοστιβάδα κινήθηκαν προς τα δυτικά, ισοπεδώνοντας κάθε πολιτικό και εθνικό οργανισμό, που είχε εξασθενήσει και υπονομευτεί από χρόνια και χρόνια καταχρήσεων και κακοδιαχείρισης». Ωστόσο, προσθέτει, δεν ήταν μόνο η τουρκική ενεργητικότητα και η αντοχή, καθώς και η οργάνωση και το ηθικό με το οποίο ενέπνευσε τους Τούρκους το Ισλάμ: «αν οι μαχητικοί και ενθουσιώδεις οπαδοί του Μωάμεθ είχαν βρει μπροστά τους ένα πραγματικά ισχυρό, υγιές και οργανωμένο κράτος στην άλλη πλευρά του Ελλήσποντου, είναι αμφίβολο εάν οι σελίδες της ιστορίας θα μιλούσαν για εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Siege constantinople bnf fr2691
Ο 14ος αιώνας θεωρείται μάλλον το τελικό λυκόφως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- τόσο λόγω της πίεσης εξ ανατολών, όσο και λόγω την πληγμάτων από τα χριστιανικά έθνη της Δύσης. «Το Βυζάντιο του 14ου αιώνα θα γνωρίσει την πορεία προς μια αδιάκοπη παρακμή και κατάπτωση. Οι Οθωμανοί, εγκατεστημένοι στα γειτονικά με την Κωνσταντινούπολη βιθυνικά εδάφη, κατάφεραν στα μέσα κιόλας του 11ου αιώνα, αν όχι και προηγουμένως, να περάσουν στην Ευρώπη (1354 ο σεισμός της Καλλίπολης που τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην πόλη αυτή, το κλειδί του Ελλησπόντου), ενώ οι άλλοι Τουρκομάνοι κατακτούν, τη μία μετά την άλλη, τις πόλεις της Μικρασίας (η Έφεσσος πέφτει το 1304, η Σμύρνη το 1318», γράφει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στο «Γιατί το Βυζάντιο». Η Φιλαδέλφεια θα παραμείνει ελεύθερη ως το 1391, με την πτώση της να σηματοδοτεί το οριστικό τέλος της βυζαντινής Μικράς Ασίας, αλλά και «δηλώνει την ηθική παρακμή που γνωρίζει η αυτοκρατορία, της οποίας ο αυτοκράτορας (Μανουήλ Β' Παλαιολόγος) φέρεται να έχει εκστρατεύσει κατά της ελληνικής αυτής πόλης ως σύμμαχος των Οθωμανών» (η Φιλαδέλφεια είχε οργανωθεί σχεδόν ως ανεξάρτητο κρατίδιο εν μέσω τουρκομανικών εμιράτων, υπό την ηγεσία του μητροπολίτη της, Θεοφύλακτου).
Οι διαμάχες μεταξύ των δυναστειών επιδεινώνουν την κατάσταση, ενώ οι ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας (Βενετία, Γένοβα) και αυτές υπονομεύουν οικονομικά την ετοιμοθάνατη αυτοκρατορία, ενώ οι Λατίνοι εξακολουθούν να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία έχασαν από την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες προσπαθούν να προσελκύσουν τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, με οθωμανικά γαμήλια συνοικέσια και ταξίδια προς τη Δύση, «επαίτες μιας βοήθειας η οποία ουδέποτε απάντησε στις προσδοκίες των Βυζαντινών». Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «κανονικά» θα είχε επέλθει νωρίτερα, όταν το 1397 ο Βαγιαζήτ Α' ο Κεραυνός πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, ωστόσο η Πόλη σώθηκε προσωρινά, κερδίζοντας μισό αιώνα, όταν οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου εισέβαλαν στη Μικρά Ασία, αναγκάζοντάς τον να σπεύσει να τους αντιμετωπίσει- με αποτέλεσμα τη συντριβή του στη μάχη της Άγκυρας (1402) και την αιχμαλωσία του.

«Ο αμηράς Μωάμεθ, έχοντας δει και ακούσει τις περιφανείς νίκες και τους πολέμους του πατέρα του και των άλλων τρισκατάρατων προγόνων του, συλλογιζόταν τι αξιομνημόνευτο να κάνει και ο ίδιος» (Κωνσταντινουπόλεως Άλωσις, Γεώργιος Φραντζής)
Ο Μωάμεθ Β', που θα έπαιρνε αργότερα το προσωνύμιο «Πορθητής», 21 ετών το 1453, ήταν, σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Βασίλιεφ, χαρακτήρας ταυτόχρονα φιλοπόλεμος, αλλά και με ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, και παράλληλα χαρισματικός στρατιωτικός και πολιτικός, ενώ μιλούσε έξι γλώσσες. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με αναφορές, του είχε γίνει έμμονη ιδέα- και ως εκ τούτου η διοργάνωση της πολιορκίας είχε αρχίσει με προσοχή και λεπτομερή σχεδιασμό- βασικό τμήμα του οποίου ήταν η κατασκευή του φρουρίου Ρούμελι Χισάρ στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, εξοπλισμένου με τα πλέον σύγχρονα πυροβόλα της εποχής. Το Ρούμελι Χισάρ και το Ανατολού Χισάρ, στην απέναντι ασιατική ακτή, απέκοπταν τη θαλάσσια επικοινωνία της Πόλης, ενώ παράλληλα η εισβολή του Τουραχάν Μπέη στην Πελοπόννησο διασφάλιζε τη μη αποστολή ενισχύσεων από το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Athen - Denkmal Konstantin XI.
Στην άλλη πλευρά ήταν ο άνθρωπος που έμελλε να μείνει στην ιστορία και τον θρύλο ως ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου – η φιγούρα του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά»: ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Δραγάσης Παλαιολόγος. Γεννηθείς στις 9 Φεβρουαρίου του 1404, ήταν ένας από τους γιους του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου. Όπως γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου στο «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», επονομάστηκε Δραγάτσης ή Δραγάσης από τη μητέρα του, Ελένη, την κόρη του Σέρβου ηγεμόνα των Σερρών, Κονσταντίν Ντράγκατς. «Κανένας χρονικογράφος δεν τον επονομάζει Δραγάση, μόνο ο λαός τον αποκαλούσε έτσι, κάτι που πέρασε στους θρύλους και στα άσματα». Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του, Ιωάννη Η' Παλαιολόγου, τον Οκτώβριο του 1448. Ο ίδιος επιθυμούσε τη συνεργασία με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη για τον περιορισμό της ενετικής επιρροής, με όραμα την ένωση όλων των χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης κατά του τουρκικού κινδύνου.
Διάταξη μάχης
Conquest of Constantinople, Zonaro
Η ημερομηνία της κήρυξης του πολέμου δεν είναι γνωστή. Όπως γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου, αναφερόμενος σε εκφράσεις του Λουκά Νοταρά, Μεγάλου Δούκα της αυτοκρατορίας, φαίνεται ότι άρχισε τον Δεκέμβριο του 1452. Όσον αφορά στην ισχύ του οθωμανικού στρατού, εκτιμάται ότι ανερχόταν τουλάχιστον στους 150.000 άνδρες, με 80.000-100.000 τακτικά στρατεύματα- μεταξύ των οποίων και 12.000 γενίτσαροι, καθώς και ισχυρό ιππικό και πυροβολικό, στο οποίο δέσποζε το θηριώδες πυροβόλο του Ούγγρου μηχανικού Ουρβανού, που χρειάστηκε έξι εβδομάδες για να φτάσει στον προορισμό του. Το κανόνι έσερναν εξήντα βόδια και σε κάθε πλευρά του βρίσκονταν 200 άνδρες για να στηρίζουν το κάρο που το μετέφερε. Το οθωμανικό πυροβολικό εκτιμάται πως είχε περίπου 70 κανόνια. Η οργάνωση του οθωμανικού στρατού ήταν σε γενικές γραμμές άριστη, όπως και εξοπλισμός τους. Όσον αφορά στον στόλο, ο Μωάμεθ θεωρείται ότι είχε 6 τριήρεις, 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, 70 φούστες, 20 παραντάρια και πολλά καΐκια, με τη συνολική ισχύ να εκτιμάται πως έφτανε τις 150 μονάδες, υπό την ηγεσία ενός Βούλγαρου εξωμότη, του Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου. Σημειώνεται πως ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής ανεβάζει τους αριθμούς, στα «420 ιστία» όσον αφορά στον στόλο, και στις 258.000 άνδρες στα στρατεύματα ξηράς.
Όσον αφορά στην ισχύ των δυνάμεων των υπερασπιστών της Πόλης, σύμφωνα με τον Σφραντζή- που είχε αναλάβει το καθήκον της καταγραφής και στρατολόγησης των ανδρών που ήταν σε θέση να πολεμήσουν, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα- οι πολεμιστές ανέρχονταν στους 4.973, χωρίς τους ξένους, «που ήταν μόλις δύο χιλιάδες». Το κύριο μέσον της προστασίας του λιμανιού ήταν η τεράστια αλυσίδα που απέκλειε το στόμιό του, ώστε να εμποδίζει την επίθεση του εχθρικού στόλου. Πίσω από αυτήν βρίσκονταν τα λιγοστά πλοία: «τρία από τη Λιγουρία, ένα από την Καστίλλη της Ιβηρίας, από την Προβηγκία της Γαλλίας, τρία από την Κρήτη – ένα από την πόλη που ονομάζεται Χάνδακας, και δύο από την Κυδωνία- και όλα ήταν καλά προετοιμασμένα, σε πολεμική παράταξη. Έτυχαν, επίσης, εκεί και τρεις μεγάλες εμπορικές τριήρεις των Ενετών, τις οποίες οι Ιταλοί συνήθιζαν να αποκαλούν «γρόσσες» ή καλύτερα «γαλεάτσες», ενώ υπήρχαν παραταγμένες και άλλες ταχύπλοες τριήρεις, προς φύλαξη και εξυπηρέτηση των εμπορικών» γράφει ο Σφραντζής.
Σημαντικό τμήμα της βυζαντινής άμυνας ήταν το σώμα του Γενοβέζου Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο: 700 εμπειροπόλεμοι στρατιώτες, που κατέφθασαν με δύο γενοβέζικα πλοία. «Όταν ο βασιλιάς τον είδε επιδέξιο στα πάντα, τον διόρισε δήμαρχο και στρατηγό...και του έδωσε την εξουσία να διοικεί και να φροντίζει και για άλλα αναγκαία στη διεξαγωγή του πολέμου, ελπίζοντας πολύ σε αυτόν» αναφέρει ο Σφραντζής.
Όσον αφορά στα θρυλικά τείχη της Πόλης, τα χερσαία – Θεοδοσιανά- τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, και εκτείνονταν από την αποβάθρα των Πηγών στην Ακτής Προποντίδας ως τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο το μήκος τους ήταν διπλά, και η κύρια γραμμή άμυνας ήταν το έσω τείχος, ύψους 12 μέτρων και πλάτους πέντε, με 96 πύργους, ύψους 18-20 μέτρων. Το έξω τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 πλάτος, με 96 πύργους. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες, ενώ η τάφρος, κατά μήκος του έξω τείχους είχε πλάτος 19-21 μέτρα και το βάθος της ήταν περίπου 10 μέτρα. Η ακτογραμμή της πόλης προστατευόταν από τα θαλάσσια τείχη.
Ο Μιγιάτοβιτς γράφει ότι το εξωτερικό τείχος είχε επισκευαστεί από τον Ιωάννη Παλαιολόγο κάποια στιγμή μεταξύ του 1433 και του 1444, ωστόσο το εσωτερικό δεν είχε επισκευαστεί για αιώνες. Η κατάσταση των τειχών γενικότερα θεωρούνταν κακή, στο σημείο που, όπως γράφει, οι υπερασπιστές φοβούνταν να τοποθετήσουν πάνω του βαριά κανόνια.
Όσον αφορά στο βυζαντινό πυροβολικό, ήταν πολύ περιορισμένο σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως τις πρώτες ημέρες της πολιορκίας, και στη συνέχεια σίγησε, λόγω έλλειψης πυρίτιδας, αλλά και διαφωνιών όσον αφορά στη χρήση του.
Συνολικά, γράφει ο Μιγιάτοβιτς, ο Παλαιολόγος, με μια βιαστικά συγκεντρωμένη δύναμη, επτά, το πολύ 9.000 ανδρών, έπρεπε να υπερασπιστεί την Πόλη εναντίον ενός πολλαπλάσιου στρατού, με βαρύ πυροβολικό. «Ο Τετάλντι αναφέρει ότι υπήρχαν 25.000 με 30.000 άνδρες ικανοί να φέρουν όπλα, όμως μόλις 6.000 με 7.000 μαχητές. Η αναφορά του αυτή επιβεβαιώνει με εντυπωσιακό τρόπο τα λεγόμενα του Σφραντζή».
Siege of Constantinople 1453 map-fr
Σύμφωνα με τον Μιγιάτοβιτς, ο Παλαιολόγος είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του στον ναό του Αγίου Ρωμανού, κοντά στην ομώνυμη πύλη, έχοντας υπό τις διαταγές του 3.000 εκ των πλέον εμπειροπόλεμων στρατιωτών. Στα δεξιά της πύλης του Αγίου Ρωμανού ήταν η πύλη Χαρσία, την οποία φύλαγε μικρή δύναμη υπό τη διοίκηση του Θεοδώρου της Καρύστου. Το κομμάτι των τειχών από εκεί μέχρι την πύλη του Ξυλοκέρκου υπερασπίζονταν τρία αδέλφια από τη Γένοβα, ο Πάολο, ο Αντόνιο και ο Τρωίλος Μποκιάρντι, ενώ την άμυνα του τμήματος όπου βρισκόταν το Παλάτι των Βλαχερνών είχε αναλάβει ο Ενετός βαΐλος (πρέσβης/ αντιπρόσωπος) Τζιρόλαμο Μινόττο. Το τμήμα βορειότερα, όπου δεν υπήρχε τάφρος, επονομαζόταν Καλιγαρία, και είχε αναλάβει την υπεράσπισή του ο Γερμανός μηχανικός Γιοχάνες Γκραντ, ενώ το ακρωτήριο της ακρόπολης υπερασπιζόταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος, λεγάτος του Πάπα. Στα αριστερά της θέσης του Αγίου Ρωμανού ήταν η πύλη της Σηλυβρίας, προστατευόμενη από δυνάμεις υπό τον Θεόφιλο Παλαιολόγο, με την ενίσχυση του Μαουρίτσιο Καττανέο και του Νικολό Μοντσενίγο. Στην επόμενη πύλη διοικούσε ο Φαμπρίτσιο Κορνάρο, ενώ ο Φίλιππος Κονταρίνι, με 200 Ιταλούς τοξότες βρισκόταν στο Επταπύργιον και ο Τζιάκομο Κονταρίνι ήταν στην πύλη του Κοντοσκαλίου. Ο διεκδικητής του οθωμανικού θρόνου, Ορχάν, είχε το λιμάνι του Ελευθερίου και ο Καταλανός Δον Περέ Χούλια βρισκόταν στα τείχη κάτω από τον Ιππόδρομο. Ο Λουκάς Νοταράς διοικούσε όλο το τμήμα από την Ακρόπολη μέχρι την πύλη του Κυνηγού, κατά μήκος του Χρυσού Κέρατος και στην είσοδο του λιμανιού βρισκόταν πύργος τον οποίο επάνδρωνε ο Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο με δύναμη πενήντα ανδρών. Εφεδρεία στο κέντρο της πόλης, κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων, ήταν ένα σώμα 700 ανδρών, στρατολογηθέντων από μοναστήρια, υπό τον Δημήτριο Καντακουζηνό και τον Νικηφόρο Παλαιολόγο. Επίσης, μέσα στο λιμάνι υπήρχε ναυτική δύναμη υπό τον Αλβίζο Ντιέντο.
Σημειώνεται ότι στο προάστιο του Γαλατά, στην άλλη πλευρά του Χρυσού Κέρατος, υπήρχε περιτειχισμένη κοινότητα Γενοβέζων, που τήρησε ουδέτερη στάση.
Οι μάχες αρχίζουν
Η πολιορκία άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη πρότασης του Μωάμεθ Β' για παράδοση της Πόλης.
«Ο πόλεμος δεν σταματούσε ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα, οι συμπλοκές, οι συρράξεις, οι ακροβολισμοί, καθώς ο αμηράς έλπιζε ότι εφόσον εμείς ήμασταν λίγοι και πολύ αποκαμωμένοι, εύκολα θα καταλάμβανε την Πόλη, οπότε δεν μας άφησε καθόλου να ξεκουραστούμε» γράφει ο Σφραντζής.
Όπως αναφέρει ωστόσο, «ήταν αξιοθαύμαστο το ότι, όντας χωρίς πολεμική εμπειρία, νικούσαμε, ενώ καταφέρναμε πράγματα υπεράνω των δυνάμεών μας, εξαιτίας της μεγαλοψυχίας και της γενναιότητάς μας. Εκείνοι γέμιζαν τις τάφρους καθ'όλη την ημέρα, ενώ εμείς ανεβάζαμε από μέσα τους τα υλικά και τα ξύλα καθ'όλη τη νύχτα, οπότε τα ορύγματα των τάφρων παρέμεναν όπως ήταν και πρωτύτερα. Τους πύργους που χαλούσαν τους επισκευάζαμε αμέσως, χρησιμοποιώντας καλάθια και ξύλινα δοχεία οίνου και άλλα ξύλινα αντικείμενα γεμάτα με χώμα».
Παράλληλα, ήταν σε εξέλιξη εργασίες υπονόμευσης των τμημάτων των τειχών στα σημεία όπου το έδαφος προσφερόταν για κάτι τέτοιο, ενώ πραγματοποιήθηκαν και οι πρώτες – ανεπιτυχείς- επιθετικές ενέργειες του οθωμανικού στόλου. Ο κύριος βομβαρδισμός φαίνεται ότι άρχισε κατά τις 11 με 12 Απριλίου, αρχίζοντας με βολή του «τέρατος» του Ουρβανού. Όσον αφορά στις επιχειρήσεις υπονόμευσης των τειχών, ο Σφραντζής αναφέρει ότι «κάποιος Ιωάννης Γερμανός» (μάλλον αναφερόμενος στον Γιοχάνες Γκραντ), έμπειρος στις πολεμικές τεχνικές και στη χρήση του υγρού πυρός, αντιλήφθηκε τις επιχειρήσεις και έσκαψε άλλη τρύπα, αντίθετης φοράς, την οποία γέμισε με υγρό πυρ, κατακαίοντας τους Οθωμανούς σκαπανείς. Παράλληλα, ο Μωάμεθ προέβαινε και σε άλλες ενέργειες, όπως η κατασκευή ενός μεγάλου πολιορκητικού πύργου (ελέπολις) κ.α., ενώ παράλληλα διεξάγονταν επιχειρήσεις περιμετρικά της πόλης, όπως η κατάληψη δύο φρουρίων εκτός της Κωνσταντινούπολης (Θεράπειο και Στουδίου), καθώς και των Πριγκιπονησίων.
walls istanbul
Ο Σφραντζής δίνει μια ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα της μάχης.
«Πρώτα λοιπόν με εκείνο το φοβερό τηλεβόλο χτύπησαν σφοδρά και έριξαν στο έδαφος τον πύργο που βρισκόταν δίπλα στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, κι ευθύς έσυραν το ίδιο τηλεβόλο και το έστησαν επάνω από το όρυγμα, οπότε η μάχη και η συμπλοκή έγινε φοβερή και φρικαλέα. Ξεκίνησε πριν από την ανατολή του ήλιου και κράτησε για ολόκληρη την ημέρα. Πότε λοιπόν αγωνίζονταν δυνατά στη συμπλοκή και στη σύρραξη, πότε έριχναν στην τάφρο τα ξύλα, τα άλλα υλικά και τα χώματα που υπήρχαν μέσα στην ελέπολη...οι δικοί μας τους παρεμπόδιζαν γενναία και πολλές φορές τους κατακρήμνιζαν από τις κλίμακες και κατέκοψαν μερικές ξύλινες κλίμακες και καρτερικά οι εχθροί αποκρούστηκαν πολλές φορές μέσα σ'εκείνη την ημέρα».
Άξιον αναφοράς ήταν το ότι, ενώ το οθωμανικό πυροβολικό σφυροκοπούσε τα τείχη, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τα δικά τους κανόνια- ούτως ή άλλως κατά πολύ μικρότερα των οθωμανικών, καθώς διαπιστώθηκε ότι προκαλούνταν ζημιές στα ίδια τα τείχη (Νίκος Νικολούδης, «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης»).
Στις 12 Απριλίου κατέφθασε ο οθωμανικός στόλος από την Καλλίπολη, αγκυροβολώντας στο Διπλοκιόνιο. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, ανάμεσα στις 12 και τις 18 του μήνα δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο, αν και ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ασταμάτητος (σημειώνεται πως σοβαρές ζημιές υπέστη και το κανόνι του Ουρβανού). Ωστόσο, είχε μειωθεί η αποτελεσματικότητά του, λόγω ελλιπούς στόχευσης.
«Και τα δύο μέρη εκτόξευαν βέλη και πυροβολούσαν με μακριά και βαριά αρκεβούζια. Αυτά τα αρκεβούζια ήταν σπάνιο είδος και ούτε οι Τούρκοι ούτε οι Έλληνες είχαν αρκετά. Και πάλι όμως, οπως κατηγορηματικά αναφέρει ο Μπάρμπαρο, οι Έλληνες είχαν περισσότερα από τους Τούρκους. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες που τα χειρίζονταν ήταν τοποθετημένοι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου είχαν συγκεντρωθεί επίλεκτοι άνδρες υπό τις διαταγές του Ιουστινιάνη, για να πολεμήσουν κάτω από το βλέμμα του αυτοκράτορα».


Σε γενικές γραμμές, το πρώτο διάστημα η άμυνα διεξαγόταν με επιτυχία. Στις 18 Απριλίου έλαβε χώρα μεγάλη επίθεση στο Μεσοτείχιο- ωστόσο, όπως γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν στο «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453», η αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών δεν μέτρησε καθόλου, καθώς το σημείο ήταν στενό, ενώ οι Βυζαντινοί στρατιώτες διέθεταν ανώτερη θωράκιση και πάνω από όλα τις ηγετικές ικανότητες του Ιουστινιάνη. Η επίθεση αποκρούστηκε επιτυχώς, με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους. Ακόμη, στις 20 Απριλίου έλαβε χώρα ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα επεισόδια της πολιορκίας: Η διάσπαση του κλοιού από μικρή δύναμη πλοίων υπό τον Φλαντανελά.
Ο Σφραντζής περιγράφει: «Ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία πλοία της Λιγουρίας (Γένοβας) φορτώθηκαν στην Χίο, έπεσαν σε βολικό άνεμο και κατέπλευσαν προς εμάς. Καθώς έρχονταν, συνάντησαν καθ'οδόν και ένα άλλο βασιλικό πλοίο, από τη Σικελία, που ερχόταν φορτωμένο με σιτάρι. Κάποια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη. Το πρωί, όταν οι τριήρεις του αμηρά, που φύλαγαν την περιοχή, αντιλήφθηκαν τα πλοία, όρμησαν με χαρά εναντίον τους...αφού πλησίασαν και και άρχισε η ναυμαχία...αρχικά έπλευσαν με αλαζονεία εναντίον του βασιλικού πλοίου, το οποίο τα υποδέχτηκε πολύ άσχημα, προσβάλλοντάς τα εξαρχής με τηλεβόλα και βέλη και πέτρες....ο αμηράς, θεωρώντας ότι ένας τόσο καλά εξοπλισμένος και τόσο μεγάλος στόλος δεν κατάφερνε τίποτα αξιόλογο, αλλά μάλλον υστερούσε, έτριζε τα δόντια του, έβριζε τους δικούς του και τους αποκαλούσε δειλούς στην καρδιά».
Το βράδυ, τα βυζαντινά πλοία μπόρεσαν να μπουν στο λιμάνι, γεγονός ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τους πολιορκημένους.
Ο κλοιός στενεύει
Το περιστατικό εξόργισε ιδιαίτερα τον Μωάμεθ Β' (ο Μπαλτόγλου δέχτηκε 100 ραβδισμούς και έχασε το ένα του μάτι- επρόκειτο για την ποινή που του επιβλήθηκε για την ταπείνωση, αφού ο σουλτάνος ανακάλεσε την αρχική απόφαση θανάτωσής του) η απάντηση του οποίου ήταν άμεση: Μέσω της κατασκευής ξύλινης εξέδρας και της χρήσης τροχών, τα οθωμανικά πλοία προσπέρασαν από την στεριά την αλυσίδα, διεισδύοντας στον Κεράτιο Κόλπο. Ο αριθμός των πλοίων που πέρασαν με αυτόν τον τρόπο κυμαίνεται από 20 μέχρι 80, με τον Μιγιάτοβιτς να καταλήγει στα 30. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα αποκαρδιωτικό γεγονός για τους πολιορκημένους, ειδικά μετά την αναπτέρωση του ηθικού από το κατόρθωμα του Φλαντανελά. «Όμως ο αυτοκράτορας δεν απελπίστηκε. Αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν η ανάγκη να σταλούν κι άλλοι άντρες στο βορειοανατολικό τείχος, για να το υπερασπιστούν σε μια ενδεχόμενη επίθεση σε εκείνο το σημείο».
Kusatma Zonaro


Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες, ενώ στο εσωτερικό της πόλης γινόταν όλο και πιο αισθητή η έλλειψη τροφίμων και οι υπερασπιστές κουράζονταν από την έλλειψη τροφίμων. Ακόμη, διαμάχες σημειώνονταν μεταξύ Ενετών και Γενουατών, καθώς οι πρώτοι κατηγορούσαν τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό, λόγω της στάσης των Γενουατών στον Γαλατά. Πολλοί ήταν αυτοί που συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να διαφύγει, πρόταση που ο Παλαιολόγος απέρριπτε. Ένα σχέδιο για την πυρπόληση των οθωμανικών πλοίων που βρίσκονταν πλέον μέσα στον Κεράτιο απέτυχε, καθώς προδόθηκε στο στρατόπεδο των πολιορκητών, από κάποιον Φαγιούτσο.
Η επόμενη μεγάλη επίθεση έλαβε χώρα, όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, επικαλούμενος Σλάβο χρονικογράφο της πολιορκίας (Σλαβικό Χρονικό), την 1η Μαΐου, μετά από επικέντρωση πυρών πυροβολικού σε συγκεκριμένο σημείο των τειχών, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία εν τέλει αποκρούστηκε μετά από σκληρή μάχη. Οι επόμενες ημέρες χαρακτηρίστηκαν από ανταλλαγές πυρών, χωρίς να λαμβάνει χώρα κάποια γενικευμένη επίθεση. Σημειώνεται ότι, στο μεταξύ, κυκλοφορούσε στο εσωτερικό της Πόλης η φήμη περί ενισχύσεων από τη Δύση, και ειδικότερα από τη Νάπολη και τη Βενετία, που ο αυτοκράτορας φρόντισε να ενισχύσει αποστέλλοντας μικρό πλοίο για να ζητήσει βοήθεια. Τη νύχτα της 4ης προς την 5η Μαΐου έλαβε χώρα μια ακόμα ανεπιτυχής προσπάθεια καταστροφής των οθωμανικών πλοίων στον Κεράτιο και στις 6 Μαΐου έλαβε χώρα σκληρότατο σφυροκόπημα των θέσεων στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία διήρκεσε και τη νύχτα και την επόμενη ημέρα, και ακολουθήθηκε από έφοδο το βράδυ της 7ης Μαΐου. Στην απόκρουση της επίθεσης πρωτοστάτησε ο Ιουστινιάνης, καθώς και ένας φημισμένος στρατιωτικός, ο Ραγκαβής, επικεφαλής ελληνικού σώματος. Ο Ραγκαβής, αναφέρει ο Σλάβος χρονικογράφος τον οποίο επικαλείται ο Μιγιάτοβιτς, απώθησε τους Οθωμανούς από ρήγμαμ και ήρθε αντιμέτωπος με τον Αμίρ Μπέη, τον οποίο και «έκοψε στα δύο», για να σκοτωθεί όμως από τους υπόλοιπους Οθωμανούς στρατιώτες.
Στις 8, 9, 10 και 11 Μαΐου συνεχίστηκαν οι βομβαρδισμοί, ενώ στην Πόλη η απογοήτευση αυξανόταν. Στις 12 του μήνα, τα οθωμανικά κανόνια άνοιξαν ρήγμα στα τείχη της συνοικίας των Βλαχερνών, που ακολουθήθηκε από επίθεση που αποκρούστηκε με δυσκολία. Ακολούθησε πρόταση για έξοδο υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα, με σκοπό την αναπτέρωση του ηθικού αλλά και τη συγκέντρωση προμηθειών. Όσο ήταν υπό συζήτηση η συγκεκριμένη πρόταση, στην οποία αντιτάχθηκαν ο Λουκάς Νοταράς και ο έπαρχος της Πόλης, Νικόλαος Γουδέλης, κατέφθασε αγγελιοφόρος ο οποίος ενημέρωσε το πολεμικό συμβούλιο ότι οι Οθωμανοί βρίσκονταν στα τείχη πίσω από τη συνοικία των Βλαχερνών. Για την απόκρουση της επίθεσης έσπευσε επί σκηνής ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ο οποίος και απέκρουσε τους εισβολείς, οι οποίοι είχαν καταφέρει να μπουν στο εσωτερικό της πόλης. «Αν δεν είχε φτάσει ο αυτοκράτορας με βοήθεια, εκείνη τη νύχτα θα βλέπαμε την τελική καταστροφή μας» σημειώνει ο Σλάβος χρονικογράφος.
Ο βομβαρδισμός συνεχίσηκε και τις επόμενες ημέρες. Στις 18 Μαΐου έλαβε χώρα επίθεση με πολιορκητικό πύργο (ελέπολη) στη Χαρσία Πύλη. Το βράδυ της ημέρας εκείνης, ο αυτοκράτορας και ο Ιουστινιάνης κατάφεραν, με μια παράτολμη επιχείρηση, να πυρπολήσουν τον πύργο, προκαλώντας- σύμφωνα με τον Μιγιάτοβιτς- ακόμα και τον θαυμασμό του ίδιου του Μωάμεθ του Β', ο οποίος στις 21 Μαΐου (ή στις 23) έστειλε πρέσβη στην Πόλη, ζητώντας την παράδοσή της και υποσχόμενος ότι θα επέτρεπε στον αυτοκράτορα να αποχωρήσει με τα υπάρχοντά του, αναγνωρίζοντάς τον ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Εκεί ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδωσε την απάντηση η οποία έμελλε να μείνει στην ιστορία:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο στο οθωμανικό στρατόπεδο και ορίστηκε μεγάλη επίθεση για τη νύχτα της 29ης Μαΐου.
Η τελική επίθεση και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Οι υπερασπιστές της πολιορκημένης Πόλης είχαν αντιληφθεί πως επίκειται μεγάλη επίθεση, ενώ επίσης και στο οθωμανικό στρατόπεδο κυκλοφορούσαν φήμες περί κήρυξης πολέμου από τους Ούγγρους και επίθεσης ισχυρής ουγγρικής δύναμης υπό τον Ιωάννη Ουνιάδη στην Αδριανούπολη, αλλά και επίθεσης λατινικού στόλου στα Δαρδανέλλια. Στις 27 Μαΐου, σε συμβούλιο, ο Χαλίλ Πασάς, Μέγας Βεζίρης- ο οποίος γενικότερα ήταν της άποψης ότι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερα από τα οφέλη του όλου εγχειρήματος της πολιορκίας- επιχειρηματολόγησε υπέρ της επίλυσης της πολιορκίας, έχοντας απέναντί του τον πιο σκληροπυρηνικό Ζαγανό. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, η απόφαση του σουλτάνου ήταν να γίνει η επίθεση και να αποσυρθεί εάν δεν πετύχαινε. Στις 28 Μαΐου έγινε η τελευταία χριστιανική ακολουθία στην Αγία Σοφία, με τον αυτοκράτορα να προτρέπει σε έναν πύρινο λόγο τον λαό να αντισταθεί γενναία.
walls istanbul
«Αφήνω μόνον, το ταπεινωμένο σκήπτρο μου στα χέρια σας, για να το φυλάξετε με καλή διάθεση. Σας παρακαλώ και για κάτι άλλο, και προσεύχομαι στην αγάπη σας, ώστε να δείξετε την πρέπουσα τιμή και υποταγή στους στρατηγούς και τους δημάρχους και στους εκατοντάρχους σας, καθένας κατά την τάξη του και το τάγμα του και την υπηρεσία του. Και να γνωρίζετε και τούτο: εάν με την καρδιά σας τηρήσετε όσα σας πρόσταξα, ελπίζω στον Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Στην συνέχεια, απομένει για εμάς και ο ουράνιος αδαμάντινος στέφανος, καθώς και η εγκόσμια αιώνια και άξια ανάμνηση» κατέληξε ο λόγος, όπως τον μεταφέρει ο Σφραντζής.
Ο αυτοκράτορας επέστρεψε στη θέση του, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, και η επίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ, μεταξύ 01.00 και 02.00. Η επίθεση εκδηλώθηκε από τρεις πλευρές συγχρόνως. Το πρώτο κύμα επίθεσης, που απαρτιζόταν από ατάκτους κυρίως, αποκρούστηκε μετά από σκληρή μάχη που διήρκεσε μία ώρα. Ακολούθησε το δεύτερο, που απαρτιζόταν από μισθοφόρους, επαγγελματίες στρατιώτες και οι υπερασπιστές της πύλης του Αγίου Ρωμανού, οι οποίοι πολεμούσαν πάνω από δύο ώρες, άρχισαν να κλονίζονται- ωστόσο ο αυτοκράτορας κάλεσε ενισχύσεις, και στο σημείο έσπευσαν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, με αποτέλεσμα ξανά την απώθηση των Οθωμανών- με τον αυτοκράτορα να εμψυχώνει τους πολεμιστές του, καθώς έβλεπε τους πολιορκητές να χάνουν τη θέλησή τους για μάχη. «Για τ'όνομα του Θεού, δείξτε γενναιότητα! Βλέπω τον εχθρό να υποχωρεί άτακτα!Αν θέλει ο Θεός, η νίκη θα είναι δική μας!», ήταν η παραίνεσή του, όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς. Το τρίτο κύμα απαρτιζόταν από τις πλέον εμπειροπόλεμες μονάδες του οθωμανικού στρατεύματος: Τους γενίτσαρους και τους σπαχήδες.
Ο Σφραντζής περιγράφει τις τελευταίες δραματικές στιγμές, που έκριναν τη μάχη:
«Όταν η δική μας παράταξη άρχισε να κάμπτεται, ξεπήδησαν μπροστά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, άνδρες άριστοι, και νίκησαν τους Αγαρηνούς, τους έδιωξαν από τα τείχη, κακήν κακώς τους κατακρήμνισαν και τους διασκόρπισαν...εκεί βρέθηκε έφιππος και ο βασιλιάς, δίνοντας θάρρος και εξεγείροντας τους στρατιώτες ώστε να μάχονται με προθυμία...και ενώ αυτά έλεγε ο βασιλιάς, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, που ήταν και στρατηγός, πληγώθηκε στα σκέλια, στο δεξί πόδι, από ένα βέλος τόξου...έφυγε από εκεί όπου βρισκόταν...ο βασιλιάς του είπε πολλά, αλλά εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο πέρασε στον Γαλατά και εκεί πέθανε ντροπιασμένος, μέσα στην πίκρα και στην περιφρόνηση» (σύμφωνα με άλλες αναφορές, ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε από αρκεβούζιο, και υποσχέθηκε στον Παλαιολόγο – ο οποίος παρατήρησε ότι το τραύμα του δεν ήταν τόσο σοβαρό, και έκπληκτος τον ρώτησε τι κάνει: «αδελφέ, γιατί το έκανες αυτό; Γύρισε στη θέση σου, δεν είναι τίποτε αυτή η πληγή!»- ότι θα επέστρεφε στη θέση του μόλις φρόντιζε το τραύμα. Κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν ότι δεν πέθανε στον Γαλατά, αλλά στη Χίο).
Η σύγχυση που επέφερε στους υπερασπιστές της Πόλης ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη έδωσε θάρρος στους Οθωμανούς, οι οποίοι πραγματοποίησαν νέα έφοδο, κερδίζοντας τα τείχη. «Έγινε τόσο μεγάλο το πλήθος των εχθρών που ανέβηκε πάνω, ώστε διασκόρπισε τους δικούς μας...έτσι είχαν τα πράγματα όταν από μέσα και από έξω και από τα μέρη του λιμανιού ακούστηκε κάποια φωνή: “έπεσε το φρούριο και πάνω στους πύργους έστησαν τα εμβλήματα και τις σημαίες τους!” Αυτή η φωνή έτρεψε σε φυγή τους δικούς μας και έδωσε θάρρος στους εχθρούς».
Επρόκειτο για το γνωστό «εάλω η Πόλις» - και κάπου εδώ υπεισέρχεται και η ιστορία της Κερκόπορτας, η οποία φέρεται να είχε χρησιμοποιηθεί για εξόδους/ επιδρομές εναντίον των πολιορκητών και, αν και είχε φρουρούς, είχε ξεχαστεί ανοιχτή. Κατά την επίθεση, φέρεται να βρέθηκε από μια ομάδα Οθωμανών στρατιωτών, οι οποίοι μπήκαν, σκότωσαν τους φρουρούς και κατέλαβαν τον κοντινότερο πύργο, προκαλώντας πανικό, ενώ ταυτόχρονα έμπαιναν και άλλοι εισβολείς μέσα, που προσπάθησε να σταματήσει μάταια ο Λουκάς Νοταράς.
«Όταν τα είδε αυτά ο δυστυχής βασιλιάς και αφέντης μου, με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό και προέτρεπε τους στρατιώτες να δείξουν μεγαλοψυχία. Δεν υπήρχε όμως καμιά ελπίδα συνδρομής ή βοήθειας. Κέντρισε, τότε, τον ίππο του και καλπάζοντας έφτασε στο σημείο από όπου ερχόταν το πλήθος των ασεβών και από την πρώτη συμπλοκή κατακρήμνισε τους ασεβείς από τα τείχη, γεγονός που ήταν παράξενο και θαυμάσιο για όσους έτυχε να βρεθούν εκεί και να το δουν. Βρυχώμενος σαν λιοντάρι και κρατώντας το γυμνό ξίφος στο δεξί χέρι του κατέσφαξε πολλούς από τους εχθρούς, ενώ το αίμα έρρεε σαν ποτάμι από τα πόδια του και τα χέρια του» γράφει ο Σφραντζής, εξιστορώντας τις τελευταίες στιγμές του τελευταίου αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- και μνημονεύοντας παράλληλα τα ανδραγαθήματα και άλλων μαχητών, όπως του δον Φραγκίσκο Τολέδο, του Ιωάννη Δαλμάτη και του Παύλου και του Τρωίλου, των Ιταλών αδελφών.
«Έτσι λοιπόν οι εχθροί κυρίευσαν όλη την Πόλη».
hagia sophia
Το τέλος μιας αυτοκρατορίας
Ακολούθησαν εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές, με τον ιστορικό Κριτόβουλο, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, να αναφέρει ότι δεν υπήρξε οίκτος και η Πόλη ερημώθηκε, καθώς ο Μωάμεθ Β' – ο πλέον Πορθητής- άφησε τα στρατεύματά του για ένα διάστημα να επιδοθούν σε πλιάτσικο ως ανταμοιβή για την κατάκτηση της Πόλης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για την Πόλη η οποία προοριζόταν για πρωτεύουσα μιας νέας αυτοκρατορίας, οπότε μετά την Άλωση, ο ίδιος έλαβε μέτρα για την αναζωογόνησή της. Η Κωνσταντινούπολη- «Ισταμπούλ» πλέον, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα παρέμενε πρωτεύουσα, ενός νέου κράτους, ως το 1922, ενώ η Άλωση θα έμενε χαραγμένη στις μνήμες και τις παραδόσεις του Ελληνισμού, τόσο σε επίπεδο ιστορίας, όσο και πέρα από αυτήν, με τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να αναδεικνύεται σε μια αθάνατη, περιτριγυρισμένη από τις ομίχλες του θρύλου, φιγούρα- αυτήν του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, ο οποίος επέλεξε να μην εγκαταλείψει την αυτοκρατορία του την ύστατη στιγμή της και περιμένει την ώρα και στιγμή που θα φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να την αναστήσει.
Βιβλιογραφία/ Πηγές
  • Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η Τελευταία Νύχτα της Πόλης- Τσέντομιλ Μιγιάτοβιτς, εκδόσεις Διόπτρα, 2007
  • Η Άλωση της Πόλης- Γεώργιος Φραντζής, Εκδοτική Θεσσαλονίκης- Βιβλιοβάρδια, 2008
  • Γιατί το Βυζάντιο- Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2012
  • Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Εκδόσεις Ψυχογιός, 1988
  • Ζωή και Θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου- Φίλιππος Φιλίππου, Ψυχογιός Λογοτεχνία, 2013
  • Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453- Στίβεν Ράνσιμαν εκδ. Παπαδήμα, 2002
  • Η άλωση της Κωνσταντινούπολης- Νίκος Νικολούδης στον συλλογικό τόμο Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Περισκόπιο 2001