Σελίδες

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Γεώργιος Παπαζάχος. Συνέντευξη στὸν Κλεῖτο Ἰωαννίδη (Μέρος Δ΄)


 
 
Σὲ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐπισκέψεις μου στὸ Ἅγιον Ὄρος συνάντησα καὶ τὸν πατέρα Χριστοφόρο, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ συγκλονιστικότατη ἐμπειρία νὰ δεῖ ζωντανὸ μπροστά του τὸν Ἅγιο Γεώργιο καὶ νὰ μιλήσει μαζί του. Καθὼς τὸ ἀφηγούμην, λοιπόν, αὐτὸ στὸ Γέροντα Πορφύριο, ἄρχισε νὰ κλαίει. Τόσο πολὺ εἶχε συγκινηθεῖ, ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ μοῦ λέει: «Σταμάτα, Γιῶργο, δὲν ἀντέχω». Ὕστερα, ὅμως, σκούπισε τὰ δάκρυά του καὶ μοῦ εἶπε: «Ἄντε, μοῦ πέρασε τώρα. Πὲς κάτι ἀκόμη γιὰ τὸν πατέρα Χριστοφόρο».
Αὐτὸς ἦταν ὁ Γέρων Πορφύριος.
Κ. Ι.: Ὁ ἅγιος του εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, ὅπως πολὺ εὔστοχα ἔχει λεχ­θεῖ.
Γ.Π.: Θὰ σᾶς πῶ τώρα κάτι, ποὺ πρόσφατα μοῦ ἀφηγήθηκε ἕνας φίλος μου πολιτικὸς μηχανικός, ὁ ὁποῖος κτίζει πολυκατοικίες μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του, ποὺ εἶναι ἀρχιτέκτονας.
Ἔκανε τὴ γιορτὴ στὸ μοναστήρι τοῦ Καρέα. Ἦταν καθημερινὴ κι ἔτυχε νὰ εἶμαι κι ἐγὼ ἐκεῖ, ἐπειδὴ πηγαίνω συχνά. Τὸν ρώτησα, λοιπόν, τί γιόρταζε τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Μοῦ ἀπάντησε ὅτι γιόρταζε τὴν ἐπέτειο τῆς ἡμέρας, ποὺ σώθηκε κι ἄρχισε νὰ μοῦ ἀφηγεῖται:
«Σὲ μιὰ οἰκοδομή, ποὺ κτίζαμε, μοῦ τηλεφώνησαν οἱ ἐργάτες ὅτι εἶχε χαλάσει ὁ κομπρεσσόρος. Πῆγα – ἐπειδὴ κι ἄλλες φορὲς εἶχε συμβεῖ αὐτὸ κι εἶχα διορθώσει ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸν κομπρεσσόρο – καὶ διαπίστωσα ὅτι ὑπῆρχε κάποια βλάβη στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ποὺ τὸ καλώδιο ἔμπαινε μέσα στὸ μηχάνημα. Ἀνοίγω, λοιπόν, τὸν κομπρεσσόρο κι ἀρχίζω νὰ τὸν ἐπιδιορθώνω. Ἡ πρίζα του ἦταν στὸ ἄλλο δωμάτιο, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν πῆγα νὰ κοιτάξω στὸ ἄλλο δωμάτιο.
Ὅπως, λοιπόν, προσπαθοῦσα ἐκεῖ νὰ φτιάξω τὸ καλώδιο, αἰσθάνθηκα νὰ μουδιάζει τὸ δεξί μου χέρι. Ὕστερα μούδιασε καὶ τὸ ἄλλο μου χέρι. Ὅπως ἤμουν, ὅμως, προσηλωμένος στὸ νὰ διορθώσω τὴ βλάβη, δὲν ἔδωσα σημασία στὸ μούδιασμα. Συνέχισε, ἀλλὰ δὲν ἔπιαναν καλὰ τὰ χέρια μου. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου ἡ πένσα, ἔπεσε χάμω κι ἔσκυψα καὶ τὴν ξαναπίασα. Ἄρχισα τότε νὰ καταλαβαίνω ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλά. Πάω στὸ ἄλλο δωμάτιο, ὅπου ἦταν ἡ πρίζα καὶ βλέπω ὅτι ἦταν μέσα στὸ ρεῦμα κι ἐρχόταν ἐπάνω μου. Στάθηκα ἀποσβολωμένος καὶ διερωτόμουν πῶς σώθηκα.
Τὴν ἄλλη μέρα πῆγα στὸ Γέροντα Πορφύριο, μὲ τὸν ὁποῖο εἶμαι, ὅπως ξέρεις, συνδεδεμένος. Μόλις μὲ εἶδε ἀπὸ μακριά, πρὶν προλάβω νὰ τοῦ μιλήσω, μοῦ φώναξε:
— Ἔλα ἐδῶ, μωρέ, κι εἶσαι κι ἐπιστήμονας. Βρέ, τί μοῦ ’κανες χθές; Ξέρεις τί δυνάμεις ἔβαλα, γιὰ νὰ κρατήσω ὅλο ἐκεῖνο τὸ ρεῦμα μακριὰ ἀπὸ σένα;
Κ. Ι.: Αὐτὸ κι ἂν εἶναι ἐκπληκτικό.
Γ.Π.: Εἴδατε τί πρᾶγμα; Ἀπὸ τότε, λοιπόν, αὐτὸς ὁ φίλος μου γιορτάζει κάθε χρόνο τὴ σωτηρία του χάρη στὸ Γέροντα Πορφύριο.
Κ. Ι.: «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου».
Γ.Π.: Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἔχω σώας τὰς φρένας. Καὶ κατηγορηματικὰ σᾶς δηλώνω ὅτι οὔτε ἕνα ἰῶτα δὲν προσθέτω σ’ αὐτά, ποὺ σᾶς ἀφηγοῦμαι.
Ὅταν ἀκόμη ὁ Γέρων Πορφύριος ἔμενε στὸ καλυβάκι του στὸν Ὠρωπό, προτοῦ ἀνεγείρει ἐκεῖ τὸ Ἡσυχαστήριο «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», πῆγα μία βροχερὴ μέρα νὰ τὸν δῶ. Ἀρκετοὶ ἄνθρωποι κάθονταν μέσα στὰ αὐτο­κίνητά τους καὶ περίμεναν τὴ σειρά τους νὰ δοῦν τὸ Γέροντα. Πῆγα, τὸν ἐξέτασα, τοῦ ἔκανα καρδιογράφημα, κουβεντιάσαμε καί, σὲ κάποια στιγ­μή, μοῦ λέει:
— Μὴ φεύγεις τώρα, νὰ δεῖς κάτι.
— Τί, Γέροντα;
— Ἔρχεται τώρα ἕνας ταξιτζὴς ἀπὸ τὴν Καλαμάτα, νὰ μοῦ πεῖ κάτι.
Παραξενεύτηκα. Ποῦ τὸ ξέρει, σκέφτηκα, ὁ Γέροντας, ἀφοῦ οὔτε τηλέφωνο δὲν ἔχει – τότε δὲν τοῦ εἶχαν βάλει ἀκόμη τηλέφωνο – ὅτι αὐτὴ τὴν ὥρα εἶναι στὸ δρόμο ἕνας ταξιτζὴς ἀπὸ τὴν Καλαμάτα, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἐδῶ στὸν Ὠρωπὸ νὰ τοῦ πεῖ κάτι;
Σὲ λίγο μπῆκε μέσα μία ἀνεψιά του, ποὺ ἔμενε ἐκεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι εἶχε ἔρθει ἕνας ταξιτζὴς ἀπὸ τὴν Καλαμάτα κι ἤθελε νὰ τοῦ μιλήσει. Ἔκανα νὰ φύγω, γιὰ νὰ τοὺς ἀφήσω μόνους, ἀλλὰ ὁ Γέροντας δὲν μὲ ἄφησε:
— Κάθησε. Θέλει νὰ μοῦ πεῖ γιὰ κάποια γυναίκα, ποὺ ἔμεινε ἔγκυος. Δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀπόρρητο. Μπορεῖς νὰ μείνεις.
Μπαίνει, λοιπόν, μέσα ὁ ταξιτζής:
— Γέροντα, τὴν εὐχή σας. Ἡ κυρία τάδε μοῦ εἶπε νὰ ἔρθω νὰ σᾶς πῶ ὅτι πράγματι, μὲ τὴν εὐχή σας, εἶναι ἔγκυος καὶ περιμένει τὸ πρῶτο της παιδάκι.
Ἔμεινα κατάπληκτος. Καὶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, δοξολόγησα τὸ Θεό, ποὺ ἔζησα κοντὰ σ’ αὐτὸ τὸ Γέροντα.
Κ. Ι.: Κι ἐμεῖς μαζί σας εὐγνωμονοῦμε τὸν Ὕψιστο, γιὰ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπει νὰ πληροφορούμαστε γιὰ τὸ μακαριστὸ Γέροντα Πορφύριο καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους μεγάλους Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας. Θὰ θέλατε νὰ μᾶς ἀφηγηθεῖτε ἀκόμη κάτι, κύριε Παπαζάχο;
Γ.Π.: Εἶναι ἀτελείωτα αὐτά, κύριε Ἰωαννίδη.
Κ. Ι.: Εἶναι ὕδωρ ζῶν.
Γ.Π.: Μία φορὰ τοῦ μίλησα γιὰ ἕνα σπίτι στὴν Αἴγινα, ποὺ μᾶς ἄφησε κληρονομιὰ ὁ πεθερός μου καὶ τὸ ὁποῖο ἤθελα νὰ ξανακτίσω, διότι εἶχε ὑποστεῖ μεγάλες ρωγμὲς ἀπὸ τοὺς σεισμούς. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Γέροντα:
— Νὰ μὴ κτίσεις ἐκεῖ. Νὰ ’ρθεῖς νὰ κτίσεις ἐδῶ, ποὺ εἶμαι ἐγώ.
— Ναί, Γέροντα, ἀλλὰ ξέρετε ἡ γυναίκα μου γεννήθηκε σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ τὰ παιδιά μου γεννήθηκαν σ’ αὐτὸ κι εἴμαστε ὅλοι συναισθηματικὰ συνδεδεμένοι μ’ αὐτὸ τὸ σπίτι.
— Ἐντάξει τότε, Γιῶργο. Περίμενε δύο λεπτὰ νὰ πάω νὰ τὸ δῶ.
Σιώπησε γιὰ λίγο κι ὕστερα ἄρχισε νὰ μιλᾶ:
— Εἶμαι τώρα στὴ θάλασσα, κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι σου καὶ βλέπω τὰ πεῦκα, ἐκεῖ ἐπάνω.
— Ὄχι, Γέροντα, δὲν εἶναι πεῦκα αὐτά, φιστικιὲς εἶναι· φιστικιὲς ἔχουμε στὴν Αἴγινα.
— Τί λές, μωρέ; Ἐγὼ πιάνω πευκοβελόνες.
Τότε θυμήθηκα ὅτι στὴ μία μεριὰ τοῦ σπιτιοῦ ἡ πεθερά μου, γιὰ κάθε παιδὶ ποὺ γεννιόταν εἴτε δικό μου εἴτε τοῦ κουνιάδου μου, φύτευε ἕνα πεῦκο. Τὰ εἶδε, λοιπόν, αὐτὰ τὰ πεῦκα ὁ Γέροντας, ἐνῶ ἐγώ, ἀφηρημένος ἐκείνη τὴν ὥρα, τὰ εἶχα ξεχάσει, διότι τὸ κτῆμα ἔχει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον φιστικιές.
Κ. Ι.: Πολὺ ἐντυπωσιακὰ αὐτά, ποὺ μᾶς λέτε.
Γ.Π.: Φανταστεῖτε πῶς ἔνιωθα ἐγώ, ποὺ τὸν ἄκουγα νὰ κάμνει ὅλες αὐτὲς τὶς περιγραφές:
— Πίσω λοιπόν, ἀπὸ τὰ πεῦκα αὐτά, Γιῶργο, ὑπάρχει ἕνας τοῖχος ὕψους ἑνάμισι δύο μέτρων.
— Μήπως εἶναι ἕνα ἐγκαταλελειμμένο κοτέτσι τοῦ γείτονα;
— Μπορεῖ, γιατί ὁ τοῖχος αὐτὸς εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ πλιθάρια. Ἀλλὰ μπροστὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ κοτέτσι ὑπάρχει ἕνα σωρὸς πέτρες.
Ἐγὼ δὲν τοῦ εἶπα τίποτε, διότι ἤξερα ὅτι ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν πέτρες. Πάω, λοιπόν, τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ στὴν Αἴγινα καὶ βρίσκω μπροστὰ ἀπὸ τὸ κο­τέτσι ἕνα σωρὸ πέτρες. Τί εἶχε συμβεῖ; Ὁ κύριος, ποὺ ἔχει τὸ γειτονικὸ κτῆμα, εἶναι ἐργολάβος. Γκρέμισε λοιπὸν ἕνα σπίτι κάπου καὶ τὶς πέτρες τὶς ἔφε­ρε ἐκεῖ στὸ κτῆμα, γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει κάπου ἀλλοῦ. Ἀργότερα τὶς ἀγόρασα ἐγὼ γιὰ ἕνα ἐκκλησάκι, ποὺ ἔκτισα μέσα στὸ κτῆμα μου. Εἶδε, λοιπόν, ὁ Γέρων Πορφύριος καὶ τὸ σωρὸ μὲ τὶς πέτρες. Γιὰ νὰ δεῖτε μὲ πόση ἀκρί­βεια ἔβλεπε, χάρη στὸ διορατικό του χάρισμα.
Ἂς κλείσουμε αὐτὴ τὴ συνομιλία μας μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ Γέροντος Πορφυρίου, πού μου εἶπε κάποια φορά:
— Ὅταν θὰ φύγω, θὰ εἶμαι περισσότερο κοντά σας, διότι ὁ θάνατος καταργεῖ τὶς ἀποστάσεις.
Αὐτὸ προσωπικὰ τὸ νιώθω. Νιώθω τὴν παρουσία του μόνιμα κοντά μας.
 
Συνομιλητής: Γεώργιος Παπαζάχος,
Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς  τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.