Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε το σωστό. Όχι απλώς το σωστό από τη σκοπιά κάποιου που δεν πιστεύει και που, συνεπώς, θα υποκρινόταν αν επικαλούνταν το Ευαγγέλιο. Έκανε το σωστό από κάθε πλευράς, δηλαδή κι απ' αυτήν που θα έπρεπε να είναι και στάση της ίδιας της Εκκλησίας.
Προ μηνών (26 Αυγ) σημείωνα εδώ ότι «η ίδια η διοικούσα εκκλησία πρέπει (έστω και τόσο καθυστερημένα) να ζητήσει τη κατάργηση του λεγόμενου θρησκευτικού όρκου (πρωτίστως για να είναι πιστή στον Κύριό της), αυτό δε που ονομάζουμε όρκο να είναι διαβεβαίωση – υπόσχεση».
Το θεολογικό σκεπτικό για την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου έχει διατυπωθεί εδώ και πολλούς καιρούς. Αλλά, το αντιφατικό για την Εκκλησία (και οδυνηρό, για τα φιλότιμα μέλη της) είναι ότι διευθετήσεις στις οποίες η ίδια θα έπρεπε να προχωρήσει βάσει του «πιστεύω» της (και γι’ αυτό ακριβώς θα ήταν διευθετήσεις ριζοσπαστικές και σεβαστικές της ελευθερίας), γίνονται κάθε τόσο με κρατική πρωτοβουλία. Ο λόγος; Μια αμυντική διάθεση, ένας τρόμος ότι η διοικούσα εκκλησία θα χάσει κοινωνικο-πολιτικά προνόμιά της, τα οποία όμως στην πραγματικότητα αλλοιώνουν την ίδια! Παραθέτω από άρθρο μου, του 2009:
«Η Εκκλησία φέρει στα έγκατά της μια αντινομία: αποτελεί όραμα αλλιώτικης ζωής, όχι όμως μηχανισμό επιβολής του. Η ίδια η υπερβατικότητά της είναι αυτό που την καλεί να μαρτυρεί μέσα στην ιστορία ότι η αγάπη (όσο άβολη ή και ασύμφορη κι αν φαίνεται) είναι ο μόνος τρόπος υπάρξεως που έχει αληθώς μέλλον.
Η αντιδιαστολή της από τον Καίσαρα βρίσκεται στην ίδια της την ταυτότητα. Ως εκ τούτου είναι αδιανόητη η άμεση ή έμμεση μετατροπή της σε κόμμα και η ερωτοτροπία με την άσκηση εξουσίας. Και γι' αυτό, φαινόμενα που χαρακτήρισαν τον νεοελληνικό βίο τον 20ό αιώνα, όπως η νομοθέτηση της ιερολογίας ως μοναδικού συστατικού τύπου του γάμου, η ποινικοποίηση της ετεροδοξίας, η απαίτηση να γνωμοδοτεί ο επίσκοπος για την λειτουργία ευκτηρίου οίκου ετεροδόξων, η πεποίθηση επισκόπων ότι εκπροσωπούν στο σύνολό του τον ελληνικό λαό κ.λπ. αποτελούν παραχαράξεις της εκκλησιαστικής ταυτότητας και κουτοπόνηρη νόσφιση κρατικής πολιτικής. Και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι όσες νομοθετικές ρυθμίσεις εκ των ανωτέρω καταργήθηκαν (λ.χ. για τον γάμο και τους ευκτήριους οίκους), καταργήθηκαν με πρωτοβουλία της πολιτείας, ενώ οι εκκλησιαστικοί ηγέτες δυσανασχετούσαν για την απώλεια κεκτημένων (της κυριαρχίας της, δηλαδή, επί της κοινωνίας), αντί να ζητούν οι ίδιοι την κατάργηση, για λόγους πιστότητά τους στα εκκλησιαστικά κριτήρια (θα έπρεπε, λ.χ., η ίδιοι να είχαν εξ αρχής αξιώσει την νομοθέτηση του πολιτικού γάμου, για να μη σύρονται σε τέλεση μυστηρίου άνθρωποι άθεοι). Προσωπικά δεν γνωρίζω αν υπήρξε επίσημη διαφοροποίηση πάνω σ' αυτό. Θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθεί ακριβώς ετούτο: αν η ίδια η διοικούσα εκκλησία έχει ποτέ ζητήσει κατάργηση προνομίων της τα οποία είναι ασύμβατα προς την ίδια της την ταυτότητα» [Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ποια θρησκεία και ποια πολιτική;», Σύναξη 110 (2009), σσ. 91-92].
Η αντιδιαστολή της από τον Καίσαρα βρίσκεται στην ίδια της την ταυτότητα. Ως εκ τούτου είναι αδιανόητη η άμεση ή έμμεση μετατροπή της σε κόμμα και η ερωτοτροπία με την άσκηση εξουσίας. Και γι' αυτό, φαινόμενα που χαρακτήρισαν τον νεοελληνικό βίο τον 20ό αιώνα, όπως η νομοθέτηση της ιερολογίας ως μοναδικού συστατικού τύπου του γάμου, η ποινικοποίηση της ετεροδοξίας, η απαίτηση να γνωμοδοτεί ο επίσκοπος για την λειτουργία ευκτηρίου οίκου ετεροδόξων, η πεποίθηση επισκόπων ότι εκπροσωπούν στο σύνολό του τον ελληνικό λαό κ.λπ. αποτελούν παραχαράξεις της εκκλησιαστικής ταυτότητας και κουτοπόνηρη νόσφιση κρατικής πολιτικής. Και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι όσες νομοθετικές ρυθμίσεις εκ των ανωτέρω καταργήθηκαν (λ.χ. για τον γάμο και τους ευκτήριους οίκους), καταργήθηκαν με πρωτοβουλία της πολιτείας, ενώ οι εκκλησιαστικοί ηγέτες δυσανασχετούσαν για την απώλεια κεκτημένων (της κυριαρχίας της, δηλαδή, επί της κοινωνίας), αντί να ζητούν οι ίδιοι την κατάργηση, για λόγους πιστότητά τους στα εκκλησιαστικά κριτήρια (θα έπρεπε, λ.χ., η ίδιοι να είχαν εξ αρχής αξιώσει την νομοθέτηση του πολιτικού γάμου, για να μη σύρονται σε τέλεση μυστηρίου άνθρωποι άθεοι). Προσωπικά δεν γνωρίζω αν υπήρξε επίσημη διαφοροποίηση πάνω σ' αυτό. Θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθεί ακριβώς ετούτο: αν η ίδια η διοικούσα εκκλησία έχει ποτέ ζητήσει κατάργηση προνομίων της τα οποία είναι ασύμβατα προς την ίδια της την ταυτότητα» [Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ποια θρησκεία και ποια πολιτική;», Σύναξη 110 (2009), σσ. 91-92].
Μια παρένθεση. Προσωπικά, το θολό σκηνικό του όρκου το έζησα στα τέλη του καλοκαιριού, όταν επρόκειτο να ορκιστούν οι νέες Δημοτικές αρχές. Η πλειονότητα των συντρόφων μου στην αριστερή δημοτική κίνηση «Στάση Βύρωνα», με την οποία είχα κατέβει, ορκίστηκε πολιτικά, εγώ θρησκευτικά. Μέσα στη συγκυρία της πόλης μας, η απόφασή μου αυτή ήταν μια δημόσια κατάθεση ότι δεν απεκδύομαι την ψυχή μου και ότι δεν αποδέχομαι την προσπάθεια συγκεκριμένων πολιτικών χώρων να εμφανίζονται ως μονοπωλητές της πίστης. Και ήταν απόφαση που οι συνοδοιπόροι της «Στάσης» δέχτηκαν με σεβασμό κι ελευθερία. Κλείνει η παρένθεση - προσώρας.
Διαφορετικό ζήτημα είναι οι θεσμικές σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Διαφωνώ εντελώς με δεξιούς που θεωρούν υποκριτικό το να παρίσταται άθεος πολιτικός σε εκκλησιαστική εκδήλωση, διαφωνώ εντελώς με αριστερούς που θεωρούν επιβεβλημένο να μην παρίσταται άθεος πολιτικός σε εκκλησιαστική εκδήλωση. Αμφότεροι αδυνατούν να κάνουν μια πολύ βασική διάκριση: Και η πίστη και η απιστία είναι (οφείλουν να είναι) προσωπική επιλογή και βίωμα. Αλλά το γεγονός της θρησκείας (είτε πιστεύεις είτε δεν πιστεύεις) βρίσκεται στον δημόσιο χώρο, στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο άθεος αιρετός που θα παραστεί σε εκκλησιαστική εκδήλωση, θα παραστεί (οφείλει να παραστεί) επειδή υπολήπτεται το κοινωνικό και τιμά τον λαό που την κάνει (και μιλώ αληθινά για τιμή – όχι για μάρκετιν και για υφαρπαγή ψηφαλακίων). Δεν θα κοινωνήσει, αλλά ούτε θα απουσιάσει.
Η ρήξη με τον γεροντοκορισμό των φανατικών και με τις ιδεοληψίες των αδιάβαστων, που ανθούν σε κάθε (μα, σε κάθε!) χώρο, είναι μια από τις ανατροπές που χρειαζόμαστε τρελά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.