«Ήμουν 16 ετών και ζούσα με τους γονείς μου στο Ινστιτούτο που ίδρυσε ο παππούς μου, 18 μίλια έξω από το Durban της Νότιας Αφρικής, στη μέση μιας φυτείας ζάχαρης. Το σπίτι μας βρίσκονταν βαθιά, στο εσωτερικό της χώρας, δεν είχαμε γείτονες και για αυτό κάθε φορά ανυπομονούσα να πάω στην πόλη για να δω τους φίλους μου ή κάποια ταινία στον κινηματογράφο.
Μια μέρα, ο πατέρας μου, μου ζήτησε να πάμε στην πόλη για να παρευρεθεί σε ένα ολοήμερο συνέδριο. Η ιδέα μου άρεσε ιδιαίτερα και για αυτό άδραξα την ευκαιρία. Αφού θα πήγαινα στην πόλη και θα είχα πολύ χρόνο ελεύθερο περιμένοντας να τελειώσει το συνέδριο του πατέρα μου, η μητέρα μου μου έδωσε μια λίστα με ψώνια που ήθελε να της πάρω και ο πατέρας μου μου ζήτησε να πάω το αυτοκίνητο στο συνεργείο για σέρβις.
Όταν εκείνο το πρωί τον άφησα έξω το κτίριο που θα γίνονταν το συνέδριο μου είπε: «Έλα να με πάρεις από αυτό το σημείο στις 5:00 το απόγευμα για να φύγουμε για το σπίτι μαζί.»
Τέλειωσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα τις δουλειές της μητέρας μου, άφησα το αυτοκίνητο στο συνεργείο και αμέσως μετά πήγα στον πλησιέστερο κινηματογράφο. Ήμουν τόσο απορροφημένος με τις ταινίες, που ξέχασα εντελώς την ώρα. Τη θυμήθηκα όταν είχε πάει 5:30.
Έφυγα γρήγορα από τον κινηματογράφο, έτρεξα στο γκαράζ, πήρα το αυτοκίνητο και οδήγησα μέχρι το σημείο όπου είχαμε δώσει ραντεβού με τον πατέρα μου. Όταν έφτασα είχε πάει σχεδόν 6:00.
Μόλις σταμάτησα δίπλα του με ρώτησε με αγωνία: «Γιατί άργησες;»
Εκείνη τη στιγμή ντράπηκα τόσο πολύ! Τι να του πω; Ότι έβλεπα γουέστερν και τον ξέχασα; Για αυτό σκαρφίστηκα μια δικαιολογία.
«Το αυτοκίνητο δεν ήταν έτοιμο και έτσι έπρεπε να περιμένω.»
Που να ξέρω τότε ότι είχε ήδη τηλεφωνήσει στο γκαράζ και γνώριζε ότι το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο πριν από αρκετές ώρες.
Με κοίταξε και μου είπε: «Κάτι έχω κάνει λάθος μαζί σου. Μάλλον δεν κατάφερα να σε διδάξω πως να έχεις το θάρρος να λες πάντα την αλήθεια. Για να μπορέσω να σκεφτώ τι δεν έχω κάνει σωστά με σένα, θα περπατήσω μόνος μου όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι. Φύγε εσύ με το αυτοκίνητο και θα τα πούμε εκεί όταν φτάσω.»
Έτσι, ντυμένος με το κοστούμι και με τα καλά του τα παπούτσια, άρχισε να περπατάει τα 18 μίλια απόσταση μέχρι το σπίτι, στο σκοτάδι και σε δρόμους ως επί το πλείστον μη ασφαλτοστρωμένους και μη φωτιζόμενους. Έφυγα προς το σπίτι με το αυτοκίνητο αλλά 5 λεπτά μετά έστριψα και γύρισα πίσω για να τον πάρω. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να περάσει όλη αυτή την ταλαιπωρία για ένα ηλίθιο ψέμα που του είπα.
Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να μην του πω ποτέ ξανά ψέματα. Και το έκανα. Ακόμη και σήμερα πολύ συχνά σκέφτομαι εκείνη τη μέρα και αναρωτιέμαι: Αν με είχε τιμωρήσει με τον τρόπο που τιμωρούμε εμείς σήμερα τα παιδιά μας, θα είχα μάθει το μάθημα μου; Δε νομίζω. Θα είχα υποστεί την τιμωρία μου, θα άκουγα τις φωνές του και την επόμενη φορά θα του έλεγα ξανά ψέματα για να μην μου φωνάξει ξανά. Αλλά αυτή η μοναδική μη-βίαιη πράξη του, ήταν τόσο ισχυρή που την θυμάμαι ακόμη σαν να συνέβη χθες. Αυτή ακριβώς είναι και η δύναμη της μη-βίας.»
Αυτή είναι παιδαγωγική!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.