Την αντίδραση ομάδας χημικών γιατρών και φαρμακοποιών έχει προκαλέσει η είδηση που είχε δημοσιεύσει το Healthview σχετικά με τις ενέργειες που προωθεί το υπουργείο Υγείας προκειμένου να αναγνωριστεί επίσημα από το κράτος η ομοιοπαθητική συστήνοντας μία επιτροπή που αποτελείται μάλιστα επίσης από γιατρούς και φαρμακοποιούς.
Η συγκεκριμένη ομάδα έχει ήδη κινήσει διαδικασία υπογραφής υπογραφών ενάντια στην αναγνώριση της ομοιοπαθητικής και δηλώνοντας την έκπληξή της αναφέρει τις ενστάσεις της, επικαλούμενη ακόμη και θρησκευτικούς λόγους ότι δηλαδή η ομοιπαθητική είναι αντίθετη και με την Ορθοδοξία αφού «σύμφωνα με τους ειδικούς πανορθοδόξως εντάσσεται στις αιρέσεις!».
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Με έκπληξη, χωρίς να οφείλει το κράτος να προβεί σε μία τέτοια ενέργεια, πληροφορηθήκαμε την από 18 Μαΐου 2016 προσπάθεια του Υπουργείου Υγείας να αναγνωριστεί επίσημα η ομοιοπαθητική από το Ελληνικό κράτος. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε ενδεκαμελής επιτροπή, η οποία θα συντάξει την σχετική προς το Υπουργείο πρόταση στην οποία θα καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η απαιτούμενη εκπαίδευση στην ημεδαπή και αλλοδαπή για τη λήψη της ειδικεύσεως στην ομοιοπαθητική. Σημειωτέον ότι τα μέλη της ως άνω επιτροπής αποτελούνται από ιατρούς και ένα φαρμακοποιό, οι οποίοι προέρχονται από τον χώρο της ομοιοπαθητικής[1].
Προκαλεί εντύπωση το πρωτάκουστο αυτό γεγονός, ότι δηλαδή όλα τα μέλη της ορισθείσης εισηγητικής επιτροπής, για την επίσημη αναγνώριση της «Ομοιοπαθητικής», ασχολούνται με την «εναλλακτική» αυτή μέθοδο.
Δεδομένου ότι η «Ομοιοπαθητική» είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη μέθοδος, η κοινή λογική επιβάλει να ορισθούν θεσμικοί φορείς, κυρίως από τις Ιατρικές Σχολές της χώρας, αλλά και από εκπροσώπους του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, προκειμένου η εισήγησή τους να είναι αντικειμενική.
Ως γνωστόν, η ομοιοπαθητική αμφισβητείται διεθνώς ως προς την επιστημονική της υπόσταση, ενώ σύμφωνα με όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διέπεται και από μεταφυσικά μη Ορθόδοξα στοιχεία, γεγονός που την κατατάσσει, σύμφωνα με τους ειδικούς πανορθοδόξως, στο χώρο των αιρέσεων[2].
Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής περιγράφονται από τον Σαμουήλ Χάνεμαν και εφαρμόζονται έως τις ημέρες μας. Η τελευταία έκδοση του σχετικού εγχειριδίου πραγματοποιήθηκε το 1833[3].
Οι κύριες αρχές της είναι ο ονομαζόμενος νόμος των ομοίων «Similia Similibus Curentur», δηλαδή «τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» και ο νόμος της απειροελαχιστότητας ή ελαχίστων δόσεων[4]. Και οι δύο νόμοι αμφισβητούνται από την επιστημονική κοινότητα. Αυτός ο νόμος των ομοίων στηρίχτηκε σημαντικά στην παρατήρηση του Χάνεμαν ότι η λήψη αφεψήματος από τον φλοιό της κιγχόνης προκαλεί πυρετό και τα ευρύτερα συμπτώματα της ελονοσίας. Αυτός ο νόμος αποκαλείται από τον καθηγητή Φαρμακολογίας Ιωακείμογλου ως αυταπάτη του Χάνεμαν, δεδομένου του ότι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν λάβει το ανωτέρω εκχύλισμα καθώς και την βασική ουσία η οποία εμπεριέχεται σε αυτό, δηλαδή την κινίνη, χωρίς να πάθουν πυρετό ή άλλο σύμπτωμα της ελονοσίας[5, 6]. Σύμφωνα με το νόμο της απειροελαχιστότητας, το φάρμακο υπόκειται σε διαδοχικές αραιώσεις με κρούσεις (τεχνική της δυναμοποιήσεως) σε σημείο ώστε πρακτικά να μην είναι χημικά ανιχνεύσιμο. Αυτό σημαίνει ότι πρακτικά δεν υπάρχει η δραστική ουσία του φαρμάκου μέσα στο τελικό σκεύασμα, παρά μόνο το αδρανές έκδοχο, δηλαδή το νερό, ή το υδατοαλκοολικό διάλυμα ή το γαλακτοσάκχαρο, δηλαδή τα υλικά με τα οποία γίνονται κατά κανόνα οι αραιώσεις στην ομοιοπαθητική. Ο νόμος της απειροελαχιστότητας αντιβαίνει στις αρχές της Φαρμακολογίας όπου η δόση είναι κλειδί για την εμφάνιση δράσεως – τοξικότητας μίας φαρμακευτικής ουσίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν μπορεί να δικαιολογήσει σε καμία περίπτωση πραγματική δράση[7, 8, 9, 10].
Ο ισχυρισμός ότι το ομοιοπαθητικό σκεύασμα δρα ενεργειακά δεν ευσταθεί με βάση τις αρχές της Φυσικής επιστήμης. Το ομοιοπαθητικό σκεύασμα, δεδομένου μάλιστα ότι δεν χρησιμοποιείται αμέσως μετά την παρασκευή του αλλά αποθηκεύεται, μεταφέρεται, αφήνεται στο ράφι πριν να καταναλωθεί, δεν είναι απομονωμένο από το περιβάλλον σύστημα και πρέπει, σύμφωνα με τη Φυσική, να αποδώσει στο περιβάλλον το «περίσσευμα» της ενέργειας την οποία έχει προσλάβει με τη δυναμοποίηση. Ο Χάνεμαν υποστηρίζει ότι το ομοιοπαθητικό σκεύασμα μένει σταθερό έως δύο έτη σε σκιερό μέρος.
Πολλά άλλα είναι ακόμη τα επιστημονικώς ανεξήγητα τα οποία προτείνονται από την ομοιοπαθητική, όπως αυτά των ονομαζομένων μιασμάτων ή των άνευ αποδείξεως ασυμβατοτήτων των ομοιοπαθητικών σκευασμάτων με το μαύρο τσάι, το σέλινο, τη μαύρη σοκολάτα, τη μέντα, τον καφέ ή τη χρήση εκκριμάτων στη θεραπεία όπως τα ούρα, το πύον, οι ρινικές βλέννες[3, 11].
Τα έγκυρα στο χώρο της ιατρικής επιστήμης, περιοδικό Lancet και η Mayo Clinic κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δράση της ομοιοπαθητικής είναι αυτή του εικονικού φαρμάκου ενώ λείπουν έγκυρες διπλές τυφλές μελέτες [12, 13, 14, 15]. Το γεγονός ότι λείπουν σχετικές αξιόπιστες μελέτες αποδείξεως δράσεως είναι ότι τόσον η ΕΜΑ (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων) όσο και ο FDA (Αμερικανικός Οργανισμός Φαρμάκων) δεν επιτρέπουν την αναγραφή θεραπευτικών ενδείξεων στα ομοιοπαθητικά σκευάσματα[17].
Η ομοιοπαθητική θεωρεί ότι μπορεί να επεμβαίνει σε πολλές ασθένειες, οξείες και χρόνιες[16]. Ενώ τα φάρμακά της δεν έχουν τοξικότητα, λόγω πρακτικά ελλείψεως δραστικής ουσίας, εν τούτοις, η ομοιοπαθητική είναι δυνατόν να αποδειχθεί επικίνδυνη στις περιπτώσεις όπου συνιστάται με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα. Να σημειωθεί ότι σημαντικό ποσοστό των ομοιοπαθητικών είναι ενάντιοι στον παιδικό εμβολιασμό, γεγονός το οποίο ανάγκασε το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας της Αμερικής να έχει εκδώσει σχετική οδηγία προσοχής στον πληθυσμό[9, 17].
Ως προς την επιστημονική της υπόσταση, η θεραπεία υποστηρίζεται από τον Χάνεμαν ότι είναι ενεργειακή και προέρχεται από τη «ζωτική δύναμη». Η φαρμακευτική ουσία με τις δυναμοποιήσεις τις οποίες υφίσταται μεταβάλλεται πλήρως σε «πνευματοειδή φαρμακευτική δύναμη» (dematerialized spiritual force). Η θεραπευτική επίδραση στο άρρωστο σώμα επιτυγχάνεται μέσω της «αόρατης αυτής δύναμης»[3]. Τα ανωτέρω αποδέχονται και διδάσκουν και στην Ελλάδα. Ότι δηλαδή εκτός των γνωστών ενεργειών, όπως ηλεκτρικής, θερμικής και ηλεκτρομαγνητικής, υπάρχουν και άλλοι τύποι λεπτών ενεργειών μη ερευνημένων, οι οποίες σχετίζονται με το διανοητικό, συναισθηματικό επίπεδο του ανθρώπου. Ακόμη, ότι ο τρόπος ανταλλαγής πληροφοριών για την επιτέλεση ζωτικών λειτουργιών σε ενεργειακό επίπεδο παραμένει ακόμη αδιερεύνητος[18]. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά της φιλικά προσκείμενης στην ομοιοπαθητική ομάδας του Benveniste περί «μνήμης του νερού», η οποία εθεώρησε μετά από σχετικό πείραμα ότι οι ουσίες αφήνουν ένα αποτύπωμα στο νερό, έκδοχο ευρύτατα χρησιμοποιούμενο στις αραιώσεις των φαρμάκων στην ομοιοπαθητική. Αυτό απεδείχθη ανακριβές όταν το ίδιο πείραμα πραγματοποιήθηκε με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια τυχαιοποιώντας τα δείγματα[19, 20]. Ένας εκ των ελεγκτών του πειράματος της ομάδας του Benveniste, ο Ράντι, έχει προσφέρει 1.000.000 δολάρια σε όποιον μπορέσει να αποδείξει τυχόν ενέργειες από παραφυσικά φαινόμενα. Όπως είναι φυσικό, η ανωτέρω προσφορά δεν έχει δοθεί έως σήμερα σε κανέναν[21].
Άξιον αναφοράς είναι ότι η ομοιοπαθητική όχι μόνον δεν αποδέχεται την προσφορά της ιατρικής επιστήμης αλλά την θεωρεί ως επικίνδυνη υπερτονίζοντας τις δυνητικές παρενέργειες των χημικών φαρμάκων και αγνοώντας τη μέγιστη θεραπευτική προσφορά αυτών, ιδιαίτερα σε ορισμένες σοβαρές λοιμώξεις[18].
Ήδη από την δεκαετία του 1990, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών διαπιστώνοντας την σημαντική αύξηση καταφυγής του πληθυσμού σε εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας συνέστησε επιτροπή η οποία εξέτασε και την επιστημονική – θεραπευτική βάση της ομοιοπαθητικής. Ο Ιατρικός Σύλλογος, αποδεχόμενος τότε την εισήγηση της επιτροπής των ειδικών την οποία ο ίδιος όρισε, κατέταξε και την ομοιοπαθητική στις ονομασθείσες τότε «Ανορθόδοξες Θεραπευτικές Μεθόδους – ΑΝΘΕΜ». Το πόρισμα της επιτροπής ως προς την ομοιοπαθητική αναφέρει σαφώς ότι η λαμβανόμενη δράση είναι αυτή του εικονικού φαρμάκου (placebo), τονίζει ότι όλες οι ΑΝΘΕΜ έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την επίκληση μυστηριακών, ενεργειακών ή αποκρυφιστικών δυνάμεων και επισημαίνει ότι η επαγγελματική εκμετάλλευση του φαινομένου placebo είναι κοινωνικά μη δεκτή[22].
Συμπερασματικά, η ομοιοπαθητική φαίνεται να κινείται εκτός των ορίων της σύγχρονης επιστήμης, σε άλλες εποχές, κοντά στην εποχή του ιδρυτού της, στηριζόμενη ουσιαστικά στα αναφερόμενα από τον Χάνεμαν το 1820. Εξελίξεις όπως μοριακή, γενετική βιολογία, μοριακή – γενετική φαρμακολογία, επιγενετική ή άλλες πρόοδοι της επιστήμης φαίνονται ούτε να την επηρεάζουν ούτε να της χρησιμεύουν. Οι μελέτες της δεν πληρούν τα διεθνώς επιστημονικά παραδεδεγμένα κριτήρια και την μεθοδολογία. Η ομοιοπαθητική φαίνεται να βασίζεται σε μεταφυσικά μάλλον, παρά σε φυσικά φαινόμενα, ενώ οι ενέργειες τις οποίες επικαλείται δεν μπορούν να προσδιοριστούν – μετρηθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.