τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
Ὁ ὁσιομάρτυς Ἰάκωβος
καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Καστοριᾶς. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἁπλοὶ καὶ ἄσημοι ἄνθρωποι,
ἀλλὰ ζοῦσαν μὲ ταπείνωση καὶ σεμνότητα. Τὰ ὀνόματά τους ἦταν Μαρτῖνος καὶ
Παρασκευή. Εἶχαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο, καὶ ἕναν ἀκόμη γιό. Ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσαν
προβλέποντες τὸ τέλος τους, μοίρασαν τὴν περιουσία τους στοὺς δύο γιούς τους καὶ
μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀναπαύθηκαν καὶ οἱ δύο ἐν Κυρίῳ.
Ὁ ἕνας τους γιός, ὁ Ἰάκωβος, ἦταν βοσκὸς προβάτων καὶ σεβόταν
τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μισθαποδότης Κύριος γιὰ τὴν καλή του πολιτεία τὸν εὐλόγησε
καὶ τὸν ἀντάμειψε μὲ πλούσια ὑλικὰ ἀγαθά. Δυστυχῶς ὅμως ἡ εὐημερία του αὐτή,
προκάλεσε τὸν φθόνο τοῦ ἀδερφοῦ του, ὅπως συνέβη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ τὸν Κάϊν
καὶ τὸν Ἄβελ. Ὁ φθόνος τοῦ ἀδελφοῦ του τὸν ἔκανε νὰ συκοφαντήσει τὸν Ἰάκωβο στὸν
κριτὴ τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος ὅμως μετὰ ἀπὸ ἔλεγχο ποὺ διεξήγαγε, τὸν ἔκρινε ἀθῶο
καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο.
Ὁ Ἰάκωβος κατάλαβε τὸ σατανικὸ καὶ ἀπύθμενο μῖσος τοῦ ἀδερφοῦ
του καὶ ἔτσι, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὰ χειρότερα, ἀποφάσισε νὰ ξενιτευθεῖ. Ἀναχώρησε
λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα του μὲ προορισμὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐμπορευόμενος
κρεατικά, ἀπέκτησε καὶ πάλι πολλὰ χρήματα, ὥστε ἔγινε γνωστὸς στὴν εὐρύτερη
περιοχή.
Μία ἡμέρα ἕνας Ἀγαρηνὸς ἄρχοντας τὸν ἐκάλεσε σὲ δεῖπνο στὴν οἰκία
του. Ἐκεῖ ἔγινε ἀντιληπτὸ πὼς ἦταν ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες, ποὺ δὲν ἔτρωγε
ἀπὸ τὰ φαγητά. Ὅταν τὸν ρώτησαν τὸν λόγο, ἀπάντησε: «Ἐπειδὴ βρισκόμαστε σὲ περίοδο
νηστείας, δὲν τρώγω». Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ἀναστενάζοντας εἶπε: «Ὄντως μεγάλη πίστη
ἔχετε ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί». Καὶ ὁ Ἰάκωβος χαρούμενος, ἀλλὰ καὶ γεμᾶτος ἀπορία
τοῦ εἶπε: «Καὶ ποῦ γνωρίζεις ἐσὺ τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν;». Ὁ ἄρχοντας τότε ἀνέφερε
ἕνα περιστατικό, τὸ ὁποῖο σημάδεψε τὴν ζωή του καὶ ἦταν ἡ αἰτία τοῦ σεβασμοῦ
του πρὸς τοὺς Χριστιανούς. Διηγήθηκε πὼς ἡ σύζυγός του συνέβη νὰ δαιμονισθεῖ.
Καὶ ἐνῶ ἐπισκέφθηκε πολλούς, γιὰ νὰ βρεῖ γιατρειά, ἡ κατάσταστή της χειροτέρευε,
ὥσπου ἕνας φίλος ἀληθινὸς πρότεινε στὸν ἄρχοντα νὰ πάει σ’ ἕνα χριστιανὸ ἱερέα,
ποὺ εἶχε φήμη Ἁγίου καὶ εὐλαβοῦς ἀνθρώπου. Ὁ ἄρχοντας ἐπισκέφθηκε τὸν Πατριάρχη,
γιατὶ αὐτός, ἦταν ὁ ἐνάρετος κληρικὸς στόν ὁποῖο τὸν παρέπεμψαν. Ὁ Πατριάρχης,
μέσα στὸ Ἱερὸ τῆς Ἐκκλησίας, τοποθέτησε τὸ Εὐαγγέλιο ἐπάνω στὴν γυναῖκα του καὶ
μέχρι τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ δαιμονισμένη βρῆκε τὴν ποθούμενη
ὑγεία της. Μετὰ τὴ σύντομη αὐτὴ διήγηση ὁ ἄρχοντας ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων: «Ἂν
δὲν ἐφοβούμεθα τοὺς ἐξουσιαστὰς τόσο ἐγώ, ὅσο καὶ οἱ σὺν ἐμοί, θὰ γινόμεθα
Χριστιανοί». Ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὴν προσωπικὴ αὐτὴ ἐμπειρία τοῦ ἄρχοντα πολὺ ὠφελήθηκε.
Ἡ πίστη του στὸν Χριστὸ στερεώθηκε ἀκόμη περισσότερο. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἄκουσε τὴν
πραγματικὴ αὐτὴ ἱστορία, δὲν ἔβρισκε τὴν στιγμὴ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν εὐλαβῆ
Πατριάρχη. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες συναντήθηκε μαζί του καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα
του λόγον ὠφελείας. Ἡ καρδιά του ἦταν γῆ ἀγαθὴ καὶ ὁ σπόρος τῶν πνευματικῶν λόγων
τοῦ Πατριάρχη καρποφόρησαν πολὺ καρπόν.
Οἱ λόγοι τοῦ Πατριάρχη ἦταν χαραγμένοι στὸ νοῦ τοῦ Ἰακώβου καὶ
ἡ καρδιά του ἄρχιζε νὰ φλέγεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ. Ἄρχιζε νὰ
αἰσθάνεται τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου καὶ νὰ ὀρέγεται τοὺς καρποὺς τῆς
Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἀφοῦ πρῶτα διασκόρπισε ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχούς,
ἀναχώρησε γιὰ τὸ Θεοτοκοβάδιστο Ἅγιον Ὄρος. Ἐπιθυμοῦσε σφοδρῶς τὴν ἐπικοινωνία
μὲ Ἁγίους Ἀσκητὲς ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ διδασκόταν τὰ μυστικὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ἀφοῦ περιηγήθηκε σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια, κατέληξε στὴν μονὴ Δοχειαρίου, ὅπου καὶ ἔλαβε
τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἡ ἄσκηση, τὴν ὁποία ἐπέβαλε στὸν ἑαυτό του, ἦταν αὐστηρότατη.
Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ἔμεινε τρία χρόνια προοδεύοντας τόσο πολὺ
στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν ταπείνωση, ὥστε ὅλοι τὸν θαύμαζαν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν. Ἡ
φλεγομένη καρδιά του ὅμως ποθοῦσε ὅλο καὶ περισσότερο τὸν Νυμφίο Χριστό. Γι’ αὐτὸ
ζήτησε εὐλογία ἀπὸ τὸν ἡγούμενο, νὰ πορευθεῖ σὲ τόπο περισσότερο ἐρημικὸ καὶ ἡσυχαστικό.
Ἔτσι, ὁ Θεὸς κατηύθυνε τὰ βήματά του κάπου ἀλλοῦ στὸ Ἅγιο Ὄρος. Πῆγε σὲ ἕνα
μικρὸ μονύδριο, παλιὸ καὶ ἐρειπωμένο κοντὰ στὴ Μονὴ Ἰβήρων. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὅμως
μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ἀναχώρησε καὶ ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος μὲ τὴν εὐλογία βέβαια
τοῦ ἡγουμένου του. Ἀναχώρησε, γιατὶ πονοῦσε γιὰ τὴν ὑπόδουλη πατρίδα καὶ τὸ
πονεμένο γένος. Πορεύθηκε, λοιπόν, στὴν περιοχὴ τῆς Αἰτωλίας καὶ πιὸ συγκεκριμένα
στὴν Ἱερὰ Μονὴ Προδρόμου (Ἀναλήψεως) Δερβέκιστας. Ἐκεῖ ἐργάσθηκε χειρωνακτικὰ
καὶ ἀρκετὰ κοπιαστικὰ γιὰ τὴν ἀναστύλωσή της. Ὡστόσο, συνέχισε τὴν ἀσκητική του
πολιτεία μὲ ἱερὸ ζῆλο. Ὅμως, ὅσο κι ἂν προοδεύει ὁ πιστός, ἀκόμη καὶ κληρικὸς νὰ
εἶναι, ἔχει ἀνάγκη πνευματικοῦ καθοδηγοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑποτάσσεται στὸν γέροντα
Ἰγνάτιο, ἄνθρωπο ἐνάρετο καὶ πνευματικὰ ἀνυψωμένο.
Ἡ παραμονὴ τοῦ Θείου Ἰακώβου στὴ μονὴ ἦταν ἑξαετής, περίοδος,
ποὺ διανύθηκε μὲ πνευματικὲς χαρὲς καὶ εὐλογίες. Ἀλλὰ ὁ διάβολος δὲν τὸν ἄφηνε
οὔτε στιγμὴ χωρὶς πειρασμό. Συνεχῶς μὲ ἐνθυμήσεις τοῦ παρελθόντος καὶ μὲ ἀκάθαρτους
λογισμοὺς προσπαθοῦσε νὰ τὸν κάμψει καὶ νὰ τὸν ἀπογοητεύσει. Ὅμως ἡ ἁγία ταπείνωση
καὶ ἡ ἐκτενὴς ἱκεσία του τὸν κράτησαν ὡς στῦλο ἀκλόνητο στὴν κατὰ Θεὸν πορεία
του. Οἱ ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων ἦταν ἀπερίγραπτες, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς χτυποῦσαν τὸ
κελλί του τόσο δυνατά, ποὺ ὁ Ὅσιος αἰσθανόταν ὅτι τὸ κτίριο θὰ γκρεμισθεῖ. Καὶ
πάλι ὅμως σχηματίζοντας τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὁ κίνδυνος ἀπομακρυνόταν.
Ὁ Ἅγιος, σὺν τῷ χρόνῳ, ἀπέκτησε ὡς δῶρα χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεό,
ὅπως τὴ διόραση, τὴν προόραση καὶ τὴ διάκριση. Μύρια θαυμαστὰ γεγονότα συνέβαιναν
στὸ καθημερινὸ του ἡμερολόγιο, ὥστε φαινόταν ὅτι εἶχε καταστεῖ σκεῦος ἁγιασμένο,
κατοικητήριο τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὡστόσο παρ’ ὅλη τὴν πνευματική του πρόοδο
συνεχῶς καταδιώκονταν ἀπὸ τὸν ἀρχέκακο, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε «ἐκ δεξιῶν» καὶ ἄλλοτε
«ἐξ εὐωνύμων» προσπαθοῦσε νὰ παγιδεύσει τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
Μιὰ μέρα ποὺ ὁ Ὅσιος στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του, ἕνας ἀγριόχοιρος,
φοβερὸς καὶ στὴν ὄψη ἀκόμη ἦρθε καταπάνω του. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος μὲ τὸ χέρι του
τύπωσε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀπευθείας τὸ ἄγριο ζῷο ἀπομακρύνθηκε. Ἄλλοτε πάλι,
καθὼς ἔκανε τὸν κανόνα του, ἀργὰ τὴν νύκτα, εἶδε ἕνα φῶς νὰ μπαίνει στὸ κελλί
του καὶ μέσα στὸ φῶς διέκρινε ἕνα ὁμοίωμα ἀγγέλου. Ἀφοῦ φώναξε «Ἐπιτιμῆσαί σοι·
Κύριος ὁ Θεός, διάβολε· γνωρίζω τὰ πολύπλοκα μαγικά σου τεχνάσματα», τὸ φῶς εὐθὺς
ἐξαφανίσθηκε.
Μία ἄλλη φορὰ μάλιστα ἀξιώθηκε τῆς ὁράσεως τοῦ Θείου Φωτός. Ὁ
πιστός, ποὺ ἀγωνίζεται μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ καθαρίζει τὴν ψυχή του ἀπὸ τὰ
ψυχοφθόρα πάθη ἀξιώνεται τῆς ὁράσεως αὐτοῦ τοῦ Φωτός (Ἄκτιστο Φῶς). Ἡ θέα τοῦ
Φωτὸς αὐτοῦ δήλωνε τὴν μεγάλη πνευματική του πρόοδο. Μία ἡμέρα ἔνοιωσε μέσα στὴν
καρδιὰ του μία ζεστασιὰ καὶ ταυτόχρονα μία ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ
γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Λίγο ἀργότερα τὸ φῶς αὐξήθηκε καὶ τελικὰ ἔγινε μία μεγάλη φλόγα,
ποὺ τὸν ἅρπαξε σὲ ὕψος ἀκατάληπτο. Εἶδε λοιπὸν ἀπὸ ψηλὰ ὁ ἅγιός μας τὰ τάγματα
τῶν ἁγίων Ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐνῶ αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τὸν πλημμύρισε ἀπὸ ἀνέκφραστη
χαρά, ἄλλη φορὰ συνέβη νὰ δεῖ καὶ νὰ αἰσθανθεῖ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἡ καρδιά
του πόνεσε πολύ. «Ἁρπάχθηκε» στὰ κάτω μέρη τῆς γῆς, στὸν Ἅδη. Ἐκεῖ συνάντησε
ψυχὲς ἀμετανόητων ἀνθρώπων. Ἡ καρδιά του πόνεσε τόσο πολύ, ποὺ χαρακτήρισε τὴν
κατάσταση στὴν Κόλαση τάρταρο καὶ γέεννα τοῦ πυρός.
Αὐτὲς τὶς μοναδικές του ἐμπειρίες δὲν τὶς κοινολογοῦσε σὲ ὅλους,
ἀλλὰ μόνο ἐκεῖ, ποὺ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τὸν καθοδηγοῦσε. Ἡ πολιτεία τοῦ Ἁγίου
Ἰακώβου ἦταν «ἀρίστη» καὶ αὐτὸ ἔκανε πολλοὺς νέους νὰ τὸν προσεγγίσουν καὶ νὰ τὸν
ἔχουν πνευματικὸ καθοδηγό τους. Δύο νέοι μοναχοί, ποὺ ὀνομάζονταν Διονύσιος καὶ
Ἰάκωβος ἔγιναν πιστὰ πνευματικά του παιδιά. Θὰ εἶναι αὐτοί, ποὺ θὰ τὸν ἀκολουθήσουν
μέχρι τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους, ἀκόμα καὶ στὸ μαρτύριο.
Ὁ διάβολος, ὅπως προείπαμε, μισοῦσε θανάσιμα τὴν ὅλη διακονία
τοῦ Ὁσίου καὶ γι’ αὐτὸ σχεδίασε κάτι φοβερὸ γιὰ τὸν ἀθλητὴ τοῦ Θεοῦ: μία ἐντελῶς
ἀνυπόστατη συκοφαντία. Τὸν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν εἶναι ἐχθρὸς τῆς Πολιτείας καὶ
τῆς Κρατικῆς ἐξουσίας. Ὄργανο στὸ σχέδιο αὐτὸ δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἢ τυχαῖος ἄνθρωπος,
ἀλλὰ ἕνας Μητροπολίτης. Ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης Ἀκάκιος.
Ἀρχικὰ τὸν ἅγιο συνέλαβαν μαζὶ μὲ τοὺς δύο πιστούς του μαθητὲς
τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Διονύσιο καὶ στὴ συνέχεια ἔστειλαν καὶ τοὺς τρεῖς δέσμιους
στὶς φυλακές τῶν Τρικάλων, τῆς Ἀνδριανουπόλεως, καὶ τοῦ Διδυμοτείχου. Ἐνώπιον
τοῦ Σουλτάνου ὁ Ὁσιομάρτυς, ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ αὐτὸ ἔγινε
αἰτία νὰ βασανισθεῖ φρικτὰ γιὰ δεκαεπτὰ ἡμέρες καὶ τελικὰ νὰ μαρτυρήσει μὲ ἀγχόνη
μαζὶ μὲ τοὺς ὑποτακτικούς του. Ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τους ἔχει προδιορισθεῖ
τὴν 1η Νοεμβρίου 1519. Τὰ τίμια λείψανα τῶν τριῶν μαρτύρων ἐξαγοράσθηκαν ἀπὸ εὐλαβεῖς
Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι καὶ μὲ τὶς δέουσες τιμές, τὰ τοποθέτησαν σὲ μέρος ἀσφαλές,
στὸ Ἀρβανιτοχώρι. Μετὰ τὴν παρέλευση τριῶν ἐτῶν τὰ μετέφεραν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας
Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας στὴν περιοχὴ Γαλάτιστα Χαλκιδικῆς.
Γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ πολλοὶ πιστοὶ παρατηροῦσαν ὅτι τὶς νύχτες οἱ
τάφοι τῶν τριῶν μαρτύρων ἀνέπεμπαν ἕνα φῶς οὐράνιο, τὸ ὁποῖο φώτιζε ὅλη τὴ γύρω
περιοχή. Τὸ γεγονός αὐτὸ ἦταν βέβαια σημεῖο τῆς Ἁγιότητος τῶν μαρτύρων καὶ τῆς
παρρησίας ποὺ βρῆκαν οἱ ψυχές τους ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτη Θεοῦ.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Ἰάκωβος ὡς Πνευματικὸς καθοδηγὸς μυριάδων ἀνθρώπων,
μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, καθοδηγεῖ καί σήμερα ὅλους ὅσοι τό ἐπιθυμοῦν
νά φθάσουν στήν θεοκοινωνία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.