1) ΠΩΣ ΣΩΘΗΚΕ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΡΩΔΗ!
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής ήταν τότε περίπου δύο ετών, αλλά σώθηκε εκ θαύματος.
Η μητέρα του Ελισάβετ τον πήρε στην αγκαλιά της και έτρεξε να κρυφτεί. Ανέβηκε στο βουνό. Πάνω στην μεγάλη της αγωνία έβγαλε κραυγή και είπε: «Όρος Θεού! Δέξου τη μάνα και το παιδί». Ευθύς το βουνό κόπηκε στην μέση. Μάνα και παιδί πέρασαν απέναντι!
«Η δε Ελισάβετ λαβούσα τον Ιωάννη πέτρα παρεκάλει. Δέξαι μητέρα μετά τέκνον, Λίθος μητέραν συν τέκνον δέχεται» (Όρθρος ΚΘ Δεκεμβρίου).
Εν τω μεταξύ ο Ηρώδης έψαχνε για τον Ιωάννη. Έστειλε στρατιώτες στον Ζαχαρία, τον πατέρα του Ιωάννη.
-Πού έκρυψες το παιδί σου; του είπαν.
-Εγώ είμαι λειτουργός του Υψίστου, δεν γνωρίζω πού είναι τώρα ο υιός μου, απάντησε.
Οι στρατιώτες μετέφεραν τα νέα στον Ηρώδη. Ο Ηρώδης θύμωσε. Έδωσε εντολή να σφάξουν τον πατέρα του Προδρόμου. Και τον έσφαξαν μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου (Μτ.23:35).
2) ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ:Ο ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
Το 1939 ήμουν ένα διάστημα Τραπεζάρης. Πλησίαζε του Τ. Προδρόμου, κατά την οποία συνήθως μικροπανηγυρίζουμε. Εγώ από την προπαραμονή μέτρησα το ψωμί και ήταν όλα 250 ψωμιά. Μ’ αυτό έπρεπε να κάμω 4 τράπεζες, γνωρίζοντας ότι για κάθε τράπεζα ξοδεύονται 70-80 ψωμιά.Εξαιτίας δε της εορτής του Τιμίου Προδρόμου έπρεπε να δώσω στους ξένους προσκυνητές και ευλογία ψωμί ένα ή δύο στον καθένα. Λογαριάζω καλά το ψωμί και βλέπω ότι δεν θα με φθάσει να περάσω. Πηγαίνω στον ηγούμενο. Του λέω ότι το ψωμί δεν θα μας φθάσει και πρέπει αύριο (ήταν παραμονή της εορτής) να ζυμώσουμε. Ο ηγούμενος, δεν ξέρω τί συλλογίσθηκε, και μου λέει: «Όχι, όχι δεν θα ζυμώσουμε». «Μα Γέροντα, δεν θα μας φθάσει το ψωμί, θα ντροπιαστούμε και στους ξένους, να μην έχουμε ψωμί στην γιορτή του Τιμίου Προδρόμου». Αυτός πάλι το χαβά του!
«Όχι, λέει, θα περάσουμε». Τί να κάνω λοιπόν; Για να μη φιλονικώ, έφυγα πολύ λυπημένος και στενοχωρημένος. Πήγα στη τράπεζα, μοίρασα το ψωμί μέσα σε δύο κοφίνια. Έβαλα στο ένα 150 ψωμιά και στο άλλο 100. Αυτά έγιναν την Παρασκευή το πρωί. Σκέφθηκα, εν τω μεταξύ, για την τράπεζα του Σαββάτου το βράδυ να μουσκέψω παξιμάδι για να τραπεζώσω να εξοικονομήσω την ανάγκη. Την Παρασκευή λοιπόν και το Σάββατο το πρωί, για δύο τράπεζες που έγιναν, ξοδεύθηκαν τα 150 ψωμιά που υπήρχαν στο ένα κοφίνι. Αφού τελείωσε η τράπεζα του Σαββάτου το πρωί, το αδειανό κοφίνι το πήγα μέσα στο «παρακελλαρίκι», όπου έχουμε το παξιμάδι και τη ρακί. Μου έμειναν μόνον 100 ψωμιά και τα φύλαγα για το αυριανό τραπέζι στη γιορτή του Αγίου. Το απόγευμα του Σαββάτου πήγα στο «παρακελλαρίκι» να πάρω παξιμάδι και να το μουσκέψω, καθώς είχα προαποφασίσει και, ω, των θαυμασίων σου, Τίμιε Πρόδρομε! Βλέπω το αδειανό κοφίνι, που είχα βάλει το πρωί εκεί, και ήταν γεμάτο ψωμί φρέσκο. Τρίβω τα μάτια μου. Μήπως είναι πλάνη του πονηρού; Μήπως δε βλέπω καλά; Σ’ αυτό το κοφίνι εγώ είχα τα 150 ψωμιά και τα ξόδεψα τις δύο ημέρες! Τί είναι τούτο; Τί είναι το άλλο; Τούτο είναι θαύμα του Τιμίου Προδρόμου. Τρέχω λοιπόν στο Γέροντα χαρούμενος, του λέω όλη την ιστορία και τον προσκαλώ να έλθει μόνος του να δει το θαύμα. Πράγματι ήλθε, πιστοποίησε το θαύμα και δώσαμε και οι δύο την οφειλόμενη τιμή και δόξα στον Τίμιο Πρόδρομο. Και έβλεπες την άλλη μέρα παρακαλούσα τους ασκητές και ξένους προσκυνητές να πάρουν όχι από ένα, αλλά από πέντε και έξι ψωμιά ο καθένας, κηρύττοντας συνάμα σ’ όλους το θαύμα του Τιμίου Προδρόμου.
«Όχι, λέει, θα περάσουμε». Τί να κάνω λοιπόν; Για να μη φιλονικώ, έφυγα πολύ λυπημένος και στενοχωρημένος. Πήγα στη τράπεζα, μοίρασα το ψωμί μέσα σε δύο κοφίνια. Έβαλα στο ένα 150 ψωμιά και στο άλλο 100. Αυτά έγιναν την Παρασκευή το πρωί. Σκέφθηκα, εν τω μεταξύ, για την τράπεζα του Σαββάτου το βράδυ να μουσκέψω παξιμάδι για να τραπεζώσω να εξοικονομήσω την ανάγκη. Την Παρασκευή λοιπόν και το Σάββατο το πρωί, για δύο τράπεζες που έγιναν, ξοδεύθηκαν τα 150 ψωμιά που υπήρχαν στο ένα κοφίνι. Αφού τελείωσε η τράπεζα του Σαββάτου το πρωί, το αδειανό κοφίνι το πήγα μέσα στο «παρακελλαρίκι», όπου έχουμε το παξιμάδι και τη ρακί. Μου έμειναν μόνον 100 ψωμιά και τα φύλαγα για το αυριανό τραπέζι στη γιορτή του Αγίου. Το απόγευμα του Σαββάτου πήγα στο «παρακελλαρίκι» να πάρω παξιμάδι και να το μουσκέψω, καθώς είχα προαποφασίσει και, ω, των θαυμασίων σου, Τίμιε Πρόδρομε! Βλέπω το αδειανό κοφίνι, που είχα βάλει το πρωί εκεί, και ήταν γεμάτο ψωμί φρέσκο. Τρίβω τα μάτια μου. Μήπως είναι πλάνη του πονηρού; Μήπως δε βλέπω καλά; Σ’ αυτό το κοφίνι εγώ είχα τα 150 ψωμιά και τα ξόδεψα τις δύο ημέρες! Τί είναι τούτο; Τί είναι το άλλο; Τούτο είναι θαύμα του Τιμίου Προδρόμου. Τρέχω λοιπόν στο Γέροντα χαρούμενος, του λέω όλη την ιστορία και τον προσκαλώ να έλθει μόνος του να δει το θαύμα. Πράγματι ήλθε, πιστοποίησε το θαύμα και δώσαμε και οι δύο την οφειλόμενη τιμή και δόξα στον Τίμιο Πρόδρομο. Και έβλεπες την άλλη μέρα παρακαλούσα τους ασκητές και ξένους προσκυνητές να πάρουν όχι από ένα, αλλά από πέντε και έξι ψωμιά ο καθένας, κηρύττοντας συνάμα σ’ όλους το θαύμα του Τιμίου Προδρόμου.
πηγή: «Διονυσιάτικες διηγήσεις»
3) -Γέρο-Βησσαρίων: Μια ημέρα λοιπόν δύο χωρικοί ήλθαν στο μύλο και στα παζάρια ο ένας αγόρασε τη φοράδα του άλλου.
Εκείνος που την αγόρασε, πήγε στην εκκλησία και προσκύνησε (σ. ο γ. Βησσαρίωνας ήταν τότε οικονόμος στο Μετόχι αγιορείτικης μονής στα Μαριανά Χαλκιδικής). Άφησε, μάλιστα, μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε να ανάψω ένα κερί. Εγώ άναψα το κερί, είδα και τα χρήματα που ήταν αρκετά, δεν τα πήρα, τα άφησα μπροστά στην εικόνα. Κατά το βράδυ πήγα να ανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα. Μα δεν το ξέρεις πόση στενοχώρια μου ήλθε. Ο πειρασμός με σκλήρυνε και εμένα και, όπως κουβεντιάζουμε μαζί, πήγα μπροστά στην εικόνα του αγίου και του λέω:
– Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ; Γιατί αφήνεις και σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την εικόνα σου; Ααααα, δεν σου ανάβω καντήλι. Έτσι γερο-Λάζαρε, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι και έφυγα. Ναι αλλά μέσα μου όμως η καρδιά μου χτυπούσε λιγάκι. Επήγα στον μύλο, ανέβηκα επάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος. Θυμόμουνα ότι το καντήλι του αγίου το είχα σβηστό, αλλά ο κοτσονούρης δεν με άφηνε, πολύ με εσκλήρυνε. Έλεγα μέσα μου: «Αϊ να δούμε τι θα γίνει. Δεν το ανάβω το καντήλι απόψε».
Εκοιμήθηκα, λοιπόν, αδελφέ μου, με τη σύγχυση που είχα, όμως επέμεινα στη γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, το φεγγάρι σαν ήλιος και από το παράθυρο του κελλιού μου έμπαινε μέσα το φως. Καθώς λοιπόν κοιμόμουνα μόνος μου-διότι άλλον συνοδεία τότε δεν είχα- κατά τα μεσάνυχτα αισθάνομαι μια σκουντιά. Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις μπόρεσα να του πω:
-Πως ήλθες εδώ;
Σε απάντησή μου, μου λέει σε ύφος σοβαρό:
– Το πώς ήρθα μη ρωτάς, αλλά πες μου γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;
Και αμέσως με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε, με δάκρυα στα μάτια, λέω:
-Να με σχωρέσεις , άγιε. Έσφαλα.
Τότε του έβαλα τρεις μετάνοιες κλαίγοντας στα ποδάρια του και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει.
Ενώ μου τα διηγούνταν αυτά ο γερο-Βησσαρίων, άρχισε από την κατάνυξη να κλαίει μπροστά μου. Αφού του πέρασε, εξακολούθησε:
-Τότε ακούω, αδελφέ μου, τον Τίμιο Πρόδρομο με γλυκιά και ήρεμη φωνή να μου λέει:
-Παιδί μου Βησσαρίων, λες ότι δεν είμαι εδώ; Και αν εγώ δεν είμαι εδώ, τότε ποιος σε φυλάγει εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτή την ερημιά από τους ληστές και τα άλλα κακοποιά στοιχεία; (Και πάλι άρχισε να κλαίει ο π.Βησσαρίων από τη συγκίνηση και την ευλάβειά του προς τον Τίμιο Πρόδρομο).
-Άγιέ μου, του λέω, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις, δεν το ξανακάμω.
-Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην εικόνα μου, και να το κηρύττεις και στους άλλους ότι κάνουν θαύματα οι εικόνες, διότι πολλοί εδώ άρχισαν να λένε ότι δεν θαυματουργούν οι εικόνες.
Αυτά μου είπε και έγινε άφαντος. Εγώ εκείνη την ώρα πήγα στην εκκλησία κα ω του θαύματος! Βλέπω όλα τα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήταν, μπροστά στην εικόνα του Αγίου! Ποιος να ξέρει τι λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέπτης και τα έφερε αυτήν την ίδια νύχτα τα χρήματα στην Εικόνα.
Τέλος τον ρώτησα:
-Τι ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;
-Να, όπως τον βλέπεις στην εικόνα με την προβειά. Αλλά τέτοιο ψηλό άνθρωπο δεν είδα άλλον στη ζωή μου. Μα τι να σου πω! Άνδρας πελώριος, γίγαντας.
-Σε πιστεύω, του λέω, διότι και ο Χριστός μας λέει στο Ευαγγέλιο «ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού», πρωτίστως αυτό το είπε ο Κύριος για το πλήθος των αρετών του και τη μεγάλη αγιοσύνη του. Όμως αυτό ισχύει και για τη σωματική του διάπλαση, γιατί τα λόγια του Κυρίου και τα δύο περιλαμβάνουν.
«ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ»
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.