Ι’. Παπα–Μεθόδιος Καρυώτης
σε ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ, ΠΑΤΕΡΙΚΑ
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ὁ παπα–Μεθόδιος ἦταν Ρουμᾶνος στήν καταγωγή. Γεννήθηκε στίς 26 Δεκεμβρίου τό ἔτος 1905 στό Σιμπίου τῆς Ρουμανίας ἀπό τόν Ἰωάννη Πόπα καί τήν Εὐδοκία. Στήν βάπτιση ὠνομάσθηκε Βασίλειος. Ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος νά μονάση καί κοινοβίασε στό Κουτλουμουσιανό Κελλί τῶν Ἁγίων Θεοδώρων. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1932 ἔγινε ἡ κουρά του καί πῆρε τό ὄνομα Μεθόδιος. Γιά τήν καθαρότητα καί τήν εὐλάβειά του τόν χειροτόνησαν ἱερέα.
Τόν ἔστειλε κάποτε ὁ Γέροντάς του στοῦ Ἐσφιγμένου νά δώση τό ἐργόχειρο μέ τήν ρητή ἐντολή νά ἐπιστρέψη αὐθημερόν. Ἀφοῦ ἐκτέλεσε τήν ὑπακοή του, ὁ καιρός χάλασε καί ἄρχισε νά βρέχη καταρρακτωδῶς. Οἱ πατέρες προσπάθησαν νά τόν ἐμποδίσουν νά μή φύγη μέ τέτοιο καιρό. Ἐκεῖνος ἔχοντας κατά νοῦν τήν ἐντολή τοῦ Γέροντός του ξεκίνησε, προχώρησε ἀλλά μετά δυσκολευόταν νά συνεχίση. Βρῆκε τότε μία κουφάλα δένδρου, ζάρωσε μέσα καί προσευχόταν. Τόν πῆρε ὁ ὕπνος καί ὅταν ξύπνησε εἶδε ἕνα φῶς κοντά του. Σκέφθηκε: «Θά πάω νά χτυπήσω ἐκεῖ γιά βοήθεια». Πῆγε, χτύπησε καί εἶδε ὅτι θαυματουργικά εἶχε μεταφερθῆ στό κελλί του. Τά ἔχασε ὁ Γέροντάς του πού τόν περίμενε μέ ἀγωνία, καί θαύμασε γιά τήν ὑπακοή του καί τό θαυμαστό ἀποτέλεσμά της. Ἀργότερα μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός του πῆρε τό Ἁγιοπαυλίτικο Κελλί τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στίς Καρυές καί ἀγωνιζόταν μέ φιλότιμο καί αὐταπάρνηση.
Ὁ παπα–Μεθόδιος ἦταν ἐνάρετος καί αὐτό τό ἔδειχνε ἡ ἁπλότητά του, ἡ εἰρήνη του, ἡ ταπεινοφροσύνη του, οἱ πολλές του ἀρετές καί ὁ ἀνεπίληπτος βίος του. Ἦταν φιλακόλουθος καί πολύ ἀγωνιστής. Δέν παρέλειπε τήν ἀκολουθία καί τά πνευματικά του. Τόν θυμοῦνται οἱ πατέρες ὥς τά γηρατειά του, πού φοροῦσε τό ράσο του καί ἔκανε τόν κανόνα του.
Ἦταν ἄνθρωπος ταπεινός μέ πολλή ἀγάπη. Φιλοξενοῦσε κάποιον εὐλαβῆ καί ἐνάρετο λαϊκό ὀνόματι Κώστα. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Κώστας, τό σῶμα του δέν πάγωσε. Εἶχε τήν εὐκαμψία τῶν κεκοιμημένων μοναχῶν. Μερικοί πίστευαν ὅτι ἦταν κρυφός μοναχός.
Ἔμενε στό Κελλί του καί ἕνας Καβιώτης ὁ ὁποῖος ἦταν φιλοχρήματος. Τά χρήματα πού μάζευε τά ἔκανε λίρες καί τά ἔβαλε σ᾿ ἕναν τενεκέ, τόν ὁποῖο ἔθαψε καί πάνω ἔβαλε κοπριές ἀπό τά ζῶα καί κονσερβοκούτια, γιά νά μή δώση ὑποψία. Κάποτε ὁ παπα–Μεθόδιος εἶχε πάει στήν πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ «Φανερωμένου» καί τήν ἴδια νύχτα πῆρε φωτιά τό κελλί του. Ἕνα μέρος τοῦ σπιτιοῦ κάηκε καί τό ἄλλο πρόλαβαν καί τό ἔσβησαν. Ἀλλά δυστυχῶς κάηκε μέσα καί ὁ φιλάργυρος Καβιώτης. Ἔπειτα ὁ παπα–Μεθόδιος ἄρχισε νά καθαρίζη τό καμένο μέρος τοῦ σπιτιοῦ καί πετοῦσε ἔξω τά ἀποκαΐδια. Τελικά βρῆκε καί τόν τενεκέ μέ τίς λίρες. Στενοχωρέθηκε, τοῦ ἔδωσε μία κλωτσιά καί γέμισε ὁ τόπος λίρες. «Πώ, πώ», ἔλεγε, «διάβολος. Γι᾿ αὐτό ἔκαψε τό σπίτι. Ὅποιος θέλει ἄς πάρη. Ἐγώ δέν παίρνω τίποτε». Πῆραν ἀπό αὐτές τίς λίρες δύο πατέρες οἱ ὁποῖοι ἔπειτα ἀρρώστησαν καί ταλαιπωρήθηκαν πολύ.
Κάποτε σέ μία πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Παύλου εἶχε θάλασσα καί εἶχαν τραβήξει τό ξυλοκάϊκο πάνω στόν Ἀρσανᾶ. Μετά τήν πανήγυρη 10–15 ἄτομα προσπαθοῦσαν νά τό ρίξουν στήν θάλασσα καί δέν μποροῦσαν. Τότε τούς εἶπε ὁ παπα–Μεθόδιος νά κάνουν λίγο στήν ἄκρη. Τό τράβηξε μόνος του, ἀλλά ὄχι μέ τήν δύναμή του. Προσευχήθηκε καί ὁ Θεός τόν δυνάμωσε.
Διηγεῖτο καί ἕνα συγκλονιστικό γεγονός πού ἔγινε στήν Ρουμανία: «Ἕνας καλόγερος ἀπό ἕνα γειτονικό χωριό ἔβγαλε τά ράσα καί παντρεύτηκε. Ἔκανε παιδιά, πέρασαν τά χρόνια καί πέθανε. Τόν ἑτοίμασαν καί εἰδοποίησαν τόν Ἱερέα νά ᾿ρθῆ τήν τάδε ὥρα γιά τήν κηδεία. Πῆγε ὁ παπᾶς νά τόν σηκώσουν καί βλέπει τό σπίτι ἄδειο∙ δέν ὑπῆρχε κανείς. Ἀνέβηκε πάνω καί εἶδε μόνο τό λείψανο. Ἀπο-
Παπα–Μεθόδιος Καρυώτης.
ροῦσε καί ἀναρωτιόταν τί συνέβη. Τότε ἄκουσε βαρειά βήματα στήν σκάλα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του μία μεγάλη ἀρκούδα ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: ”Τί ἦρθες ἐδῶ, γιά νά διαβάσης αὐτόν; Αὐτός ἦταν καλόγερος καί ἀπαρνήθηκε τό Σχῆμα του. Ὅσα διαβάσματα θέλεις κάνε, αὐτός εἶναι δικός μου”. Καί ἀμέσως πῆρε τό λείψανο ἡ ἀρκούδα καί ἐξαφανίστηκε. Καί τότε ἄνοιξαν τά μάτια του καί εἶδε τόν κόσμο πού ἔκλαιγαν τόν νεκρό. Σάστισε, ἦταν σάν χαμένος καί ὅταν συνῆλθε κάπως, ζήτησε νά τόν πᾶνε στό σπίτι του. Δέν παρέμεινε νά διαβάση τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἀφοῦ συνῆλθε καί διηγήθηκε ὅσα συνταρακτικά εἶδε στούς δικούς του, ζήτησε ἄδεια ἀπό τήν παπαδιά του καί ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔζησε μέ ἄσκηση καί μετάνοια». Ὁ παπα–Μεθόδιος γνώρισε αὐτόν τόν παπᾶ, ἄκουσε ἀπό τόν ἴδιο τό περιστατικό καί αὐτός τό διηγεῖτο σέ ἄλλους μέ ἔμφαση.
Τόν ρωτοῦσαν γιατί δέν παίρνει ὑποτακτικό καί ἀπαντοῦσε: «Τώρα ἄρχισαν νά ἔρχωνται Ρουμᾶνοι στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά αὐτοί εἶναι παιδιά τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἐμεῖς ἀλλοιῶς μάθαμε».
Οἱ Ἁγιοπαυλίτες πατέρες ἀγαποῦσαν τόν παπα–Μεθόδιο καί ὅταν ἀνέβαιναν στίς Καρυές φιλοξενοῦνταν στό Κελλί του. Ὅταν πιά γήρασε, τόν παρακαλοῦσαν νά τόν πάρουν στό Μοναστήρι νά τόν γηροκομήσουν. Ἤθελε μέν, ἀλλά φοβόταν μήν τόν κάνουν Πνευματικό, ὅπως ἔκαναν τόν παπα–Μακάριο ἀπό τήν Λάκκου Σκήτη, στόν ὁποῖον πήγαιναν πολλοί Ρουμᾶνοι ἀπ᾿ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐξωμολογοῦντο. Ὁ παπα–Μεθόδιος θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο, φοβόταν τίς εὐθύνες καί ἔλεγε: «Ἐγώ δέν εἶμαι γιά τέτοια. Θά ἔχω εὐθύνη μεγάλη. Ποῦ νά βρῶ ἄκρη». Τελικά ἀρρώστησε τήν Σαρακοστή τοῦ ἔτους 1979. Ὅπως ἀναφέρει ὁ γέροντας Παΐσιος[1], τῆς Σταυροπροσκυνήσεως κάλεσε τόν Ρουμᾶνο παπα–Χριστοφόρο καί τόν ἔστειλε νά εἰδοποιήση τόν πατριώτη τους παπα–Ἰωακείμ, πού ἐγηροκομεῖτο στήν Μονή Κουτλουμουσίου, ὅτι τήν ἑπομένη τήν ἴδια ὥρα θά πεθάνουν μαζί. Τοῦ ζήτησε καί συγχώρεση σέ ὅ,τι τοῦ ἔσφαλε. Ὁ παπα–Ἰωακείμ πίστεψε στά λόγια τοῦ παπα–Μεθοδίου, ἑτοιμάστηκε καί περίμενε μέ χαρά τήν ὥρα τοῦ θανάτου προσευχόμενος στήν Παναγία. Τήν ἄλλη μέρα στίς 5 μέ τό Βυζαντινό ἐκοιμήθη εἰρηνικά ὁ παπα–Ἰωακείμ καί τήν ἴδια ὥρα καί ὁ παπα–Μεθόδιος, ὅπως τό προγνώρισε καί τό προεῖπε. Ἦταν 13 Μαρτίου 1979. Ἔφυγαν καί οἱ δύο ἁγιασμένες ψυχές μαζί, γιατί ἦταν παραδελφοί καί εἶχαν πολλή ἀγάπη μεταξύ τους. Τό ζήτησαν αὐτό ἀπό τόν Θεόν γιά νά μήν ἀποχωρισθοῦν οὔτε σ᾿ αὐτήν τήν ζωή οὔτε καί στήν ἄλλη.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.