Σελίδες

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Oμιλία στον Β΄ Κατανυκτικό Εσπερινό του π. Φιλοθέου Γρηγοριάτου "H πνευματική μας ασθένεια και η αγάπη του Θεού" (κείμενο)

 

Η  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ  ΜΑΣ  ΑΣΘΕΝΕΙΑ  ΚΑΙ  Η  ΑΓΑΠΗ  ΤΟΥ  ΘΕΟΥ

ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩι ΠΙΣΤΙ ΚΑΙ ΖΩΗ ΜΑΣ

 

---------------

 


Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Δέ­σπο­τα,

Σε­βα­στοί Πα­τέ­ρες,

Ἀ­γα­πη­τοί μου ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί.

 

Θέ­λω ἐν πρώτοις νά ἐκ­φρά­σω τήν εἰλικρινῆ χα­ρά καί εὐ­χα­ρι­στί­ες μου γι­ά τήν τι­μή καί εὐ­και­ρί­α πού μοῦ δί­δε­τε, ὥ­στε νά εὑ­ρί­σκω­μαι σή­με­ρα ἐν μέ­σῳ τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Κλή­ρου καί τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ τῆς το­πι­κῆς σας ᾿Εκ­κλη­σί­ας, τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Γλυφάδας, με­τα­φέ­ροντας καί τά σε­βά­σμα­τα τοῦ ἁ­γί­ου Κα­θη­γου­μέ­νου καί Γέ­ρον­τός μου Ἀρχιμ. Χρι­στο­φό­ρου ὡς καί τῶν ἀδελφῶν καί Πατέρων τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Μο­νῆς τοῦ Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου Ἁ­γί­ου ῎Ο­ρους.

Εὐχαριστοῦμε, Σεβασμιώτατε, γιά τήν πηγαία εὐλάβεια καί θεοφιλῆ διακονία καί ἀφιέρωσή Σας στόν Χριστό καί τήν ἀνάληψη ἐκ μέρους Σας τοῦ ὑψηλωτάτου ἐπισκοπικοῦ ἀξι­ώματος ἀπό ἀγάπη καί ὑπακοή μόνο πρός Αὐτόν καί τήν Ἐκκλησία Του.

Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγάπη τήν ὁποία ζῆτε καί ἐκφράζετε πρός τόν λαό τοῦ Θεοῦ, γιά τήν πατρική μέριμνα καί εὐγένειά Σας, νά ἀνα­παύετε ἐν Χριστῷ τόν κάθε ἄνθρωπο γιά τήν σωτηρία του, πρᾶγμα πού γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό σέ κάθε καλοπροαίρετη ψυχή.

Σᾶς εὐχαριστοῦμε τέλος καί διά τήν ἀγάπη Σας πρός τήν μοναστική πολιτεία καί ζωή, ὡς καί πρός ἡμᾶς αὐτούς τούς μοναχούς, ἀποδεικνύ­οντας ἄλλωστε καί μ᾿ αὐτό ὄχι μόνο τήν μοναχική Σας καταγωγή ἀλ­λά κυριώτατα καί τό γνήσιο καί ὀρθόδοξο φρόνημά Σας.

Δοξάζουμε τόν ἅγιο Θεό δι᾿ ὅλα αὐτά ταπεινῶς εὐχόμενοι πρός Αὐτόν ὑπέρ ἐν­ισχύσεώς Σας, εἰς ἔτη πολλά καί ὑγιεινά, γιά τήν μεγάλη καί ἱερώτατη Ἀρχιερατική Σας ἀποστολή.

------------

Ἑ­ωρ­τά­σα­με σύν Θε­ῷ σή­με­ρα, ἀδελφοί μου, τήν με­γά­λη ἑ­ορ­τή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τήν ἀ­να­στή­λω­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων, τήν πε­ρι­φα­νῆ καί πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή νί­κη τῆς Πί­στε­ώς μας ἔ­ναν­τι τοῦ κο­σμι­κοῦ φρο­νή­μα­τος καί τοῦ δι­α­βό­λου. Καί χα­ρή­κα­με πά­λι μέ­σα ἀ­πό τήν λαμ­πρή ἀ­κο­λου­θί­α καί τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα τόν στο­λι­σμό τόν ἅ­γι­ο καί σε­μνό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, τίς πάν­σε­πτες μορ­φές τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, τῆς Κυ­ρί­ας Θε­ο­τό­κου, καί πάν­των τῶν ἁ­γί­ων καί θε­ω­μέ­νων τέ­κνων τοῦ Θε­οῦ.

Μέ ἀ­φορ­μή τόν ση­με­ρι­νό αὐ­τόν με­γά­λο ἑ­ορ­τα­σμό, πλέ­ον­τες μέ τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ στό μέ­γα ἀλ­λά καί ὡ­ραῖ­ο καί κα­τα­νυ­κτι­κό πέ­λα­γος τῆς ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, δο­ξά­ζου­με τόν φι­λάν­θρω­πο Κύ­ρι­ο γι­ά τήν με­γά­λη Του εὐ­λο­γί­α, νά μᾶς ἀ­ξι­ώ­νη νά εἴ­μα­στε τέ­κνα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας Του, καί νά δε­χώ­μα­στε παν­τοι­ο­τρό­πως, μέ­σα στούς κόλ­πους της, τήν ἁ­γι­α­στι­κή καί φω­τι­στι­κή Χά­ρι Του.

Ἡ ἁ­γί­α Ὀρ­θό­δο­ξος Πί­στις μας, ἡ μό­νη ἀ­λη­θι­νή Πί­στις τοῦ Χρι­στοῦ, τό καύ­χη­μα καί ὁ θη­σαυ­ρός μας, εἶ­ναι ἡ πρώ­τη καί οὐ­σι­α­στι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ά τήν ἐν γέ­νει κα­τά Θε­όν ζω­ή μας. Ἐ­πει­δή μέ τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ οἱ ἅ­γι­οι Πα­τέ­ρες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­γω­νί­σθη­καν, ὥ­στε νά πα­ρα­μεί­νη ἀ­και­νο­τό­μη­τη ἡ ἄ­μω­μος Πί­στις τοῦ Χρι­στοῦ, καί μᾶς τήν πα­ρέ­δω­σαν ἔτ­σι κα­θα­ρά καί τέ­λει­α, ἔ­χου­με κι ἐ­μεῖς ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας.

Ἀ­φοῦ κρα­τοῦ­με ἀ­νό­θευ­τη καί ἀ­μό­λυν­τη ἀ­πό τίς ποι­κί­λες ἐν μέ­σῳ τῶν αἰ­ώ­νων αἱ­ρέ­σεις καί κα­κο­δο­ξί­ες τήν ἁ­γί­α μας Πί­στι, μπο­ροῦ­με νά ὁ­μι­λοῦ­με γι­ά ἀ­γῶ­να πνευ­μα­τι­κό, γι­ά δυ­να­τό­τη­τα με­τα­νοί­ας, κα­θάρ­σε­ως, φω­τι­σμοῦ, θε­ώ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που. Χω­ρίς τήν ὀρ­θήν δό­ξαν πε­ρί τοῦ Θε­οῦ, χω­ρίς τά ἱ­ε­ρά δόγ­μα­τα καί τούς Ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νες τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας, τά πάν­τα μο­λύ­νον­ται, ἀ­μαυ­ρώ­νον­ται, ἀ­δυ­να­τοῦν.

Μέ αὐ­τές τίς ἀρ­χές οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε γι­ά τήν σω­τη­ρί­α μας, ἀλ­λά καί μέ ὑ­πα­κο­ή στόν Χρι­στό καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δι­α­λε­γό­μα­στε μέ τόν ὅ­ποι­ο συ­νάν­θρω­πο, ἀλ­λό­δο­ξο ἤ ἑ­τε­ρό­δο­ξο, ἀ­πό εὐ­θύ­νη ἀ­γά­πης γιά τήν δι­κή του σω­τη­ρί­α καί τήν σω­τη­ρί­α ὅ­λου τοῦ κό­σμου σή­με­ρα καί στούς αἰ­ῶ­νας.

Πάν­το­τε, ὅ­ταν ἡ ὀρ­θή Πί­στις εἶ­ναι τό ζη­τού­με­νο, ὅ­λα τά ἄλ­λα ἕ­πον­ται. Ὅ­λη ἡ κα­τά Θε­όν ἄ­σκη­σή μας, ὁ ἐν Χρι­στῷ ἀ­γώ­νας μας, καί ἡ ὅ­λη δι­α­κο­νί­α μας στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­δῶ ἀ­πο­βλέ­πει: Στό νά γί­νου­με κα­λοί Ὀρ­θό­δο­ξοι, δηλ. ἄ­ξι­οι τῆς Θε­ο­πα­ρα­δό­του ἁ­γι­ω­τά­της ἡ­μῶν Πί­στε­ως, τῆς Πί­στε­ως τῶν Ἁ­γί­ων!

Ἀ­φοῦ ὅ­λοι οἱ Ἅ­γι­οι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­πό τούς ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους αὐ­τό μᾶς πα­ρέ­δω­σαν, τήν μί­α, ἀ­λη­θῆ κι ἀ­νό­θευ­τη Πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Πί­στι τῶν Ἁ­γί­ων Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ Πί­στις πού ἐκ­φρά­σθη­κε καί δι­α­τρα­νώ­θη­κε μέ­σα ἀ­πό τούς πολ­λούς κό­πους καί θυ­σί­ες τῶν θε­ο­φό­ρων Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων καί Οἰ­κου­με­νι­κῶν Δι­δα­σκά­λων, ἀ­πό τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῶν Ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων, μέ­σα στήν ζω­ή καί τήν ἄ­σκη­ση τῶν Ὁ­σί­ων, καί τα­πει­νά καί σι­ω­πη­λά δι­α­κη­ρύσ­σε­ται ἀ­πό τήν δι­α­χρο­νι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, πού τε­λι­κῶς ἀ­πο­τε­λεῖ καί τό κρι­τή­ρι­ο γι­ά τήν ἀ­πλα­νῆ πο­ρεί­α καί ζω­ή ὅ­λων μας.

---------------

Τό θέ­μα μας σή­με­ρα εἶ­ναι “Ἡ πνευ­μα­τι­κή μας ἀ­σθέ­νει­α καί ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ μέ­σα στήν ἐν Χρι­στῷ Πί­στι καί ζω­ή μας”, ὅ­πως δι­α­πι­στώ­νε­ται κυ­ρί­ως μέ­σα ἀ­πό τήν λει­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Στήν λει­τουρ­γι­κή ζω­ή, τήν Θεί­α Λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως καί σέ ὅ­λη ἄλ­λω­στε τήν ἐν γέ­νει ζω­ή καί ἐμ­πει­ρί­α της, δύ­ο κυ­ρί­ως κεν­τρι­κά στοι­χεῖ­α δι­α­κρί­νον­ται, γύ­ρω ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α κι­νεῖ­ται καί πε­ρι­στρέ­φε­ται ὅ­λος ὁ ἐν Χρι­στῷ ἀ­γώ­νας γι­ά τήν σω­τη­ρί­α μας:

-         Ἡ με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή μας ἀ­σθέ­νει­α, καί

-         Ἡ ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη καί φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ ἁ­γί­ου Θε­οῦ.

 

Γι᾿ αὐ­τά τά δύ­ο κυ­ρί­ως ση­μεῖ­α θά ἀ­φι­ε­ρώ­σου­με τόν χρό­νο τῆς τα­πει­νῆς ὁ­μι­λί­ας στήν ση­με­ρι­νή σύ­να­ξη, ἀ­να­λύ­ον­τας με­ρι­κά ἀ­πό ὅ­σα ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ καί ἡ πεῖ­ρα τῶν Ἁ­γί­ων μας φω­τί­ζει καί ἐ­πι­ση­μαί­νει.

 

Η  ΜΕΓΑΛΗ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ  ΜΑΣ  ΑΣΘΕΝΕΙΑ

--------------

Α’ . Τό κο­σμι­κό φρό­νη­μα

                                  

Ὁ ἄν­θρω­πος μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν ζω­ή τοῦ Θε­οῦ, ζῶν­τας μέ ἀ­πα­τη­λές καί μά­ται­ες ἐμ­πει­ρί­ες, ἡ­δο­νές καί μέ­ρι­μνες τοῦ βί­ου, ἔ­χει τέλεια ἄ­γνοι­α τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τος καί ἀ­λη­θεί­ας σχε­τι­κά μέ τόν ἑ­αυ­τό του. Ὄ­χι μό­νο τοῦ λεί­πει ἡ αὐ­το­γνω­σί­α, ἡ γνῶ­ση δηλ. τῆς με­γά­λης ἀ­δυ­να­μί­ας του, ἀλ­λά καί καυ­χᾶ­ται γι­ά τήν ὑ­πο­τι­θέ­με­νη ψυ­χι­κή καί νο­η­τι­κή ὑ­γεί­α του, αὐ­το­ε­παι­νεῖ­ται, ἔ­χον­τας πλή­ρη ἐμ­πι­στο­σύ­νη κι ἐ­κτί­μη­ση στόν ἑ­αυ­τό του. Γι᾿ αὐ­τό καί εἶ­ναι ἀ­πα­ρά­δε­κτα γι­ά τό κο­σμι­κό φρό­νη­μα, ὅ­λα ὅ­σα μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ἡ ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α, σχε­τι­κά μέ τήν πε­πτω­κυί­α κα­τά­στα­σή μας, δηλ. τήν ζω­ή τῶν πα­θῶν, τῆς πτώ­σε­ώς μας ἀ­πό τό ἀρ­χαῖ­ο ἀ­ξί­ω­μα, ἀ­πό τήν κοι­νω­νί­α τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ.

Κι αὐ­τά μέν πι­στεύ­ει ὁ μα­κράν τοῦ Θε­οῦ κό­σμος.

Ὅ­μως καί σέ πολ­λούς ἀ­πό ἐ­μᾶς, τούς ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας,  συμ­βαί­νει κά­τι πα­ρό­μοι­ο. Πα­ρα­συρ­μέ­νοι ἀ­πό τίς ἀ­πά­τες τοῦ δι­α­βό­λου καί τοῦ κό­σμου, μά­θα­με πολ­λοί ἀ­πό ἐ­μᾶς, ἀν­τί γι­ά τόν ἅ­γι­ο Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πι­ό πο­λύ νά ἐμ­πι­στευ­ώ­μα­στε τόν ἑ­αυ­τό μας, τήν κρί­ση μας. Ἀ­γνο­οῦ­με τίς πνευ­μα­τι­κές μας ἀ­σθέ­νει­ες καί τίς δου­λεῖ­ες πού ἀ­συ­νεί­δη­τα ὑ­πη­ρε­τοῦ­με, καί νο­μί­ζου­με κι ἐ­μεῖς πολ­λές φο­ρές ὅ­τι εἴ­μα­στε ἐ­λεύ­θε­ροι, ὑ­γι­εῖς. Κα­ταν­τή­σα­με νά μᾶς ἀ­ρέ­ση ὁ ἐ­γω­ι­στής ἑ­αυ­τός μας, ὅ­πως εἴ­μα­στε, μέ τίς ἀ­δυ­να­μί­ες καί τά πά­θη του. Καί μά­λι­στα τά πά­θη μας νά ἔ­χουν ἀ­πο­κτή­σει καί κῦ­ρος στήν συ­νεί­δη­σή μας, νά πι­στεύ­ου­με δηλ. ὅ­τι εἴ­μα­στε κα­λοί, ἄ­ξι­οι ἐγ­κω­μί­ων. Κά­νου­με μά­λι­στα πολ­λές φο­ρές ἐ­πι­με­λεῖς προσ­πά­θει­ες νά φαι­νώ­μα­στε ἐ­ξω­τε­ρι­κά τα­πει­νοί, ἐ­νά­ρε­τοι. Ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό μέ­σα μας δι­α­κα­ῶς προσ­δο­κοῦ­με ἀ­να­γνώ­ρι­ση, ἐ­παί­νους. Γι᾿ αὐ­τό καί κά­πο­τε αὐ­τά τά τά­χα πο­λύ κα­λά καί θε­τι­κά, πού ἐν­δό­μυ­χα πι­στεύ­ου­με γι­ά τόν τα­λαί­πω­ρο ἑ­αυ­τό μας, μᾶς ξε­φεύ­γουν καί ἀ­πό τά χεί­λη μας, προ­δί­δον­τας τήν παν­τε­λῆ ἔλ­λει­ψη στοι­χει­ώ­δους με­τρι­ο­φρο­σύ­νης.

Κι αὐ­τό, δι­ό­τι δυστυχῶς δέν γνω­ρί­ζου­με τόν ἑ­αυ­τό μας, τήν ἐμ­πά­θει­ά μας. Ἀν­τί νά πο­νοῦ­με πρός δι­όρ­θω­σή μας, καί ἐ­δῶ νά ἐ­πι­κεν­τρώ­νου­με τόν κύ­ρι­ο πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να μας, στήν αὐ­το­ε­ξέ­τα­ση καί τα­πεί­νω­ση, ἀ­σχο­λού­μα­στε μέ ἄλ­λα πολ­λά, μέ ἄλ­λες ἀ­νώ­τε­ρες δῆ­θεν ἀ­σχο­λί­ες. Ζοῦ­με στό σκο­τά­δι τῆς ἀ­γνω­σί­ας μας, πά­σχου­με μι­ά γε­νι­κή αἰχ­μα­λω­σί­α, μι­ά ψυ­χι­κή σκλα­βιά.

Δέν εἶ­ναι ὄν­τως ἄ­ξι­α πολ­λῶν θρή­νων ἡ κα­τά­στα­σή μας αὐ­τή; Δέν θά ἔ­πρε­πε καί μό­νο γι᾿αὐ­τά τά βα­ρει­ά συμ­πτώ­μα­τα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας νε­κρώ­σε­ως, νά ἀρ­χί­σου­με ἕ­να θρῆ­νο με­τα­νοί­ας, συ­νει­δη­το­ποι­ῶν­τας ὅ­τι ὁ­μοι­ά­ζου­με μέ κά­ποι­ον πού κα­τα­κρί­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό, ἐ­πει­δή χαι­ρό­ταν ἐ­γω­ι­στι­κά μέ τόν ἑ­αυ­τό του καί ἔ­λε­γε: «Σ᾿εὐ­χα­ρι­στῶ, Θε­έ μου, πού ἐ­γώ δέν εἶ­μαι (κακός) σάν τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους...» (Λουκ. ι­η’, 11)

Πό­σο μᾶς λεί­πει ἡ ἁ­γί­α ἀ­ρε­τή τῶν Πα­τέ­ρων μας, ἡ αὐ­το­μεμ­ψί­α, τό νά ἐ­λέγ­χου­με δηλ. καί νά κα­τη­γο­ροῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας!

Πό­σο καί­ρι­ο εἶ­ναι τό θέ­μα αὐ­τό γι­ά τήν σω­τη­ρί­α μας!

Πό­σο μά­ται­α σχε­δόν περ­νᾶ ἡ ζω­ή μας, χω­ρίς κἄν νά ἐν­δι­α­φε­ρώ­μα­στε νά κά­νου­με λί­γη ἔ­στω πρό­ο­δο σ᾿ αὐ­τό, πού εἶ­ναι ἡ βά­ση, τό πρῶ­το θε­μέ­λι­ο γι­ά τήν ἕ­νω­σή μας μέ τόν ἅ­γι­ο Θε­ό!

 

Β’.  Ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῶν Ἁ­γί­ων μας

 

Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς, ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν βί­ο του, ὅ­τι ὅ­σο ἦ­ταν μο­να­χός στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος, προ­σευ­χό­ταν φω­νά­ζον­τας θρη­νη­τι­κά στήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο: “Φώ­τι­σόν μου τό σκό­τος, φώ­τι­σόν μου τό σκό­τος!”

Τό πρῶ­το κύ­ρι­ο ση­μεῖ­ο, γύ­ρω ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο κι­νεῖ­ται ἡ πεῖ­ρα τῶν Ἁ­γί­ων μας, εἶ­ναι: Νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τήν με­γά­λη ἀ­σθέ­νει­ά μας, νά χά­σου­με τήν κα­λή γνώ­μη κι ἐ­κτί­μη­ση πού ἔ­χου­με γι­ά τόν ἑ­αυ­τό μας, καί νά θρη­νή­σου­με ἐν με­τα­νοί­ᾳ γι᾿αὐ­τά. Ὅ­λη ἡ ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἄλ­λω­στε σ᾿ αὐ­τό πρώ­τι­στα ἀ­πο­σκο­πεῖ. Ἔτ­σι ἀρ­χί­ζου­με νά βά­ζου­με γε­ρά θε­μέ­λι­α γι­ά τήν ἐν Χρι­στῷ πο­ρεί­α μας, ξε­κι­νοῦ­με τήν κα­τά Θε­όν μα­θη­τεί­α. Καί εἶ­ναι ὄν­τως πο­λύ ἄ­σχη­μη ἡ πνευ­μα­τι­κή μας κα­τά­στα­σις, ἀ­δελ­φοί!

Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­τυ­πω­σι­α­κό, τό πό­σο πο­λύ ὑ­πο­γραμ­μί­ζε­ται αὐ­τή ἡ δι­α­πί­στω­ση καί πνευ­μα­τι­κή αἴ­σθη­ση στήν λει­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐκ­πλήσ­σε­ται κα­νείς ὅ­ταν με­λε­τᾶ, ἀ­να­γι­νώ­σκον­τας ἤ ψάλ­λον­τας, τά λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α (τήν Πα­ρα­κλη­τι­κή, τά Μη­ναῖ­α, τό Τρι­ώ­δι­ο καί Πεν­τη­κο­στά­ρι­ο, τά Θε­ο­το­κά­ρι­α, τίς Πα­ρα­κλή­σεις) σέ ὅ­λες τίς ἱ­ε­ρές ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ νυ­χθη­μέ­ρου. Παν­τοῦ ὑ­πάρ­χουν ἐ­κτε­νεῖς ἀ­να­φο­ρές γι­ά τά βα­θύ­τα­τα πνευ­μα­τι­κά τραύ­μα­τα καί τήν σχε­δόν νέ­κρω­ση πού ἔ­χει ἐ­πι­φέ­ρει πά­νω μας ὁ ἐ­γω­ι­σμός, ἡ ἁ­μαρ­τί­α καί ἡ ἀ­πρό­σε­κτη ζω­ή τῶν πα­θῶν.

-        Εἶ­ναι τό­σο βα­ρει­ά ἡ ἀ­σθέ­νει­ά μας, σέ ὅ­λη τήν ὕ­παρ­ξή μας, τήν ψυ­χή καί τό σῶ­μα, πού φαί­νε­ται ὁ ὅ­λος ἄν­θρω­πος σάν μί­α με­γά­λη καί σχε­δόν ἀ­νί­α­τη πλη­γή, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τήν πε­ρι­γρά­φει ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας, ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῆς Πα­λαι­ᾶς ἀ­κό­μη Δι­α­θή­κης. Τέ­τοι­α πού, δι­ε­ρω­τᾶ­ται ὁ Προ­φή­της, ἄν μπο­ρῆ κἄν νά ἐ­πι­δέ­ση κά­ποι­ο μέ­λος, νά πε­ρι­ποι­η­θῆ κά­τι ἀ­πό αὐ­τά τά τραύ­μα­τα, νά χρη­σι­μο­ποι­ή­ση κά­ποι­ο φάρ­μα­κο καί ἰ­α­τρι­κό.  «... ἀ­πὸ πο­δῶν ἕ­ως κε­φα­λῆς οὐκ ἔ­στιν ἐν αὐ­τῷ ὁ­λο­κλη­ρί­α, οὔ­τε τραῦ­μα οὔ­τε μώ­λωψ οὔ­τε πλη­γὴ φλεγ­μα­ί­νου­σα, οὐκ ἔ­στιν μά­λαγ­μα ἐ­πι­θῆ­ναι οὔ­τε ἔ­λαι­ον οὔ­τε κα­τα­δέ­σμους...) (Ἡσ. α΄, 6).

-        Ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πτώ­σε­ώς μας ἔ­χου­με χά­σει τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ, καί γι᾿ αὐ­τό πά­σχει ὅ­λη ἡ φύ­ση μας. “Ἀ­πό τῶν πολ­λῶν μου ἁ­μαρ­τι­ῶν ἀ­σθε­νεῖ τό σῶ­μα, ἀ­σθε­νεῖ μου καί ἡ ψυ­χή...” ψάλ­λου­με στήν Πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας.

-        Ἔτ­σι καί ὁ Ν’ ψαλ­μός τοῦ Προ­φή­του καί Βα­σι­λέ­ως Δαυ­ίδ, γί­νε­ται ἀ­γα­πη­τός ψαλ­μός τοῦ κάθε πιστοῦ πού ἀγωνίζεται. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τόν ἀ­παγ­γέλ­λει σέ ὅ­λες σχε­δόν τίς ἱ­ε­ρές συ­νά­ξεις της. Τό “ἐ­λέ­η­σόν με ὁ Θε­ός”, τό ἁ­πλό “Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον” ἤ ὁ πλη­ρέ­στε­ρος τῦ­πος τῆς εὐ­χῆς τοῦ Ἰ­η­σοῦ, τό “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ ἐ­λέ­η­σόν με τόν ἁ­μαρ­τω­λόν”, γί­νε­ται σω­τή­ρι­α καί γλυ­κύ­τα­τη προ­σευ­χή κά­θε ψυ­χῆς, πού κα­τανοῶν­τας κά­τι ἀ­πό τήν με­γά­λη καί βα­ρύ­τα­τη ἀ­σθέ­νει­ά της κα­τα­φεύ­γει στόν μό­νο ἰ­α­τρό τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σω­μά­των, τόν σω­τῆ­ρα Κύ­ρι­ο.

“Ὅ­τι τήν ἀ­νο­μί­αν μου ἐ­γώ γι­νώ­σκω, καί ἡ ἁ­μαρ­τί­α μου ἐ­νώ­πι­όν μου ἐ­στί δι­ά παν­τός”. Εἶ­ναι ἡ ἐν με­τα­νοί­ᾳ αὐ­το­γνω­σί­α τῶν τα­πει­νῶν, ἁ­γί­ων ψυ­χῶν. Ἡ ἀ­λη­θι­νή γνῶ­ση, πού δέν λεί­πει πο­τέ ἀ­πό τήν συ­νεί­δη­σή τους ἀ­κό­μη καί με­τά τήν συγ­χώ­ρη­ση καί τήν κά­θαρ­σή τους.

-        Κα­τά τήν ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή ἐ­πί­σης, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κρά­ζει πρός τόν Θε­ό ἱ­κε­τευ­τι­κά μέ τίς γνω­στές ἐκ­φρά­σεις με­τα­νοί­ας: “Ἐ­λέ­η­σόν με ὁ Θε­ός, ἐ­λέ­η­σόν με”, “Μή ἀ­πο­στρέ­ψῃς τό πρό­σω­πόν σου ἀ­πό τοῦ παι­δός σου...”

Ὅ,τι κα­λό καί ἄν κά­νου­με, ὅ­σο κι ἄν ἀ­γω­νι­σθοῦ­με φι­λό­τι­μα, ὅ­λα εἶ­ναι ἀ­να­με­μιγ­μέ­να μέ τήν ἁ­μαρ­τά­δα φύ­ση μας, παν­τοῦ εἶ­ναι ἐν­δε­χό­με­νο νά πα­ρεμ­βάλ­λε­ται ὁ ἐ­γω­ι­σμός μας. Ζοῦ­με ὑ­πό τό κρά­τος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Πολ­λές φο­ρές καί ἀ­κου­σί­ως, «αὐ­τό τό κα­κό πού δέν θέ­λω, αὐ­τό κά­νω» ”ὅ οὐ θέ­λω κα­κόν, τοῦ­το πράσ­σω”, (Ρωμ. ζ’, 19).

Ἔτ­σι οἱ Ἅ­γι­οι αἰ­σθά­νον­ται ἀ­νά­ξι­οι τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, πι­στεύ­ουν ἀ­κρά­δαν­τα ὅ­τι, ὅ­λα τά δι­κά μας, τά ἀν­θρώ­πι­να, χω­ρίς τα­πεί­νω­ση καί με­τά­νοι­α εἶ­ναι μο­λυ­σμέ­να καί δέν ἀ­ρέ­σουν στόν ἀ­πα­θῆ καί τέ­λει­ο Θε­ό. Μό­νο ἡ ζω­ή καί τά ἔρ­γα τῆς με­τα­νοί­ας μας ἀ­να­παύ­ουν τόν Θε­ό.

-        Ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­πι­ση­μαί­νον­ται ὅ­λα τά ἀ­νω­τέ­ρω, στόν ὡ­ραι­ό­τα­το καί κα­τα­νυ­κτι­κό­τα­το Με­γά­λο Κα­νό­να, ποί­η­μα τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κρή­της. Αὐ­τός δέ ὁ Μέ­γας Κα­νών ψάλ­λε­ται κα­τά τμή­μα­τα τήν α΄ Ἑ­βδο­μά­δα, καί ὁ­λό­κλη­ρος τήν Πέμ­πτη τῆς ε΄ Ἑ­βδο­μά­δος τῶν Ἱ­ε­ρῶν Νη­στει­ῶν. Καί τί εἶ­ναι ὁ Μέ­γας Κα­νό­νας; Εἶ­ναι ἕ­να ᾆ­σμα με­τα­νοί­ας, ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ με­λῳ­δί­α μιᾶς ψυχῆς πού κα­τα­γλυ­κάθηκε μέ τόν θεῖ­ο ἔ­ρω­τα τοῦ Χριστοῦ καί ζῆ τήν χα­ρά τῆς κοι­νω­νί­ας Του, πεν­θῶν­τας ταυ­τό­χρο­να γι­ά τήν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α της.

Δι­α­πι­στώ­νε­ται ἐ­δῶ πε­ρί­τρα­να τό βά­θος τῆς με­τα­νοί­ας τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού φθά­νει σέ δυ­σθε­ώ­ρη­τα ὕ­ψη αὐ­το­μεμ­ψί­ας, αὐ­το­ε­λέγ­χου. Ἀρ­χί­ζει ὡς ἑ­ξῆς ὁ Μέ­γας αὐ­τός Κα­νό­νας, σέ ἦ­χο πλ. β΄, μέ πεν­θη­ρό καί κα­τα­νυ­κτι­κό μέ­λος:

“Ἀ­πό ποῦ νά ἀρ­χί­σω, Χρι­στέ μου, νά κλαί­ω γι­ά ὅ­λες κα­τα­λε­πτῶς τίς πρά­ξεις καί τά ἔρ­γα τῆς ἀ­θλί­ας ζω­ῆς μου, τί ἀρ­χή νά βά­λω, κι ἀ­πό ποῦ νά ξε­κι­νή­σω αὐ­τήν τήν θρη­νῳ­δί­α, αὐ­τό τό κλά­μα...”!

Πό­σοι ἄ­ρα­γε ἀ­πό ἐ­μᾶς πο­νέ­σα­με ἔ­στω καί λί­γο, πνευ­μα­τι­κά κι ὄ­χι ἐ­γω­ι­στι­κά, γι­ά τίς πολ­λές καί με­γά­λες ἁ­μαρ­τί­ες μας; Πό­σοι κλά­ψα­με ἔ­στω καί γι­ά λί­γο, ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀ­πό τύ­ψεις, ἀλ­λά ἀ­πό συ­ναί­σθη­ση τῆς ἀ­γνω­μο­σύ­νης μας καί ἀ­πό πνευ­μα­τι­κό φι­λό­τι­μο γι­ά τόν γλυ­κύ­τα­το Κύ­ρι­ο, τόν Ὁ­ποῖ­ο λυ­ποῦ­με μέ τήν ἐ­γω­ι­στι­κή καί ἐμ­πα­θῆ ζω­ή μας !

Πό­σοι πο­νῶν­τας καί με­τα­νο­ῶν­τας ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Θε­οῦ καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔ­χου­με συ­νε­χῆ καί βα­θει­ά τήν αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­πο­τυ­χί­ας μας μέ­χρι τώ­ρα στήν ζω­ή μας, καί πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ἡ ζω­ή μας εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἄ­θλι­α, κι ὅ­τι δέν εὐ­α­ρε­στοῦ­με στόν Θε­ό;

Νά πῶς δι­α­φο­ρο­ποι­ού­μα­στε ἀ­πό τό ἦ­θος τῶν Ἁ­γί­ων καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας! Νά πό­σο ἀ­πέ­χου­με ἀ­πό τήν θε­ά­ρε­στη ζω­ή τους!

Ὅ­μως ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας πού εἶ­ναι ὅ­λος μέ­σα στό πέ­λα­γος τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης με­τα­νοί­ας καί τῆς τα­πει­νώ­σε­ως, βλέ­πει τόν ἑ­αυ­τό του ὑ­πό­λο­γο γι­ά κά­θε εἴ­δους ἁ­μαρ­τί­α, ψυ­χῆς καί σώ­μα­τος, μι­κρή καί με­γά­λη, συ­νει­δη­τή ἤ ἀ­συ­νεί­δη­τη. Καί ξε­σπᾶ σέ ἕ­να θρη­νη­τι­κό μέ­λος, ἐκ­χέ­ον­τας ὅ­λη τήν ψυ­χή του ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κά στόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πα­ρα­κα­λῶν­τας γι­ά ἔ­λε­ος καί συγ­χώ­ρη­ση, ὁ κα­θα­ρώ­τα­τος καί λαμ­πρός αὐ­τός Ἱ­ε­ράρ­χης καί ἀ­πλα­νής ποι­μήν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἀ­φή­νον­τάς μας ἕ­να ἀ­νε­πα­νά­λη­πτο πα­ρά­δειγ­μα ἐ­ξου­δε­νώ­σε­ως καί ἐ­λε­ει­νο­λο­γή­σε­ως τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας.

-        Οἱ κα­τα­νυ­κτι­κές Εὐ­αγ­γε­λι­κές πα­ρα­βο­λές, ὅ­πως τοῦ Ἀ­σώ­του υἱ­οῦ, τοῦ Τε­λώ­νου καί Φα­ρι­σαί­ου, τοῦ Πε­ρι­πε­σόν­τος εἰς τούς λη­στάς, τῆς κα­τα­ρα­σθεί­σης συ­κῆς, τῶν δέ­κα Παρ­θέ­νων, κα­θώς καί ἄλ­λα ὑ­πέ­ρο­χα ἐ­πί­σης πα­ρα­δείγ­μα­τα συν­τρι­πτι­κῆς με­τα­νοί­ας πρώ­ην ἁ­μαρ­τω­λῶν, (σάν τόν Ζακ­χαῖ­ο, τόν ἐκ δε­ξι­ῶν τοῦ Χρι­στοῦ Λη­στή ἐ­πί τοῦ Σταυ­ροῦ, τήν με­τα­νο­οῦ­σα Πόρ­νη κλπ.) ἀ­πό τίς ἱ­στο­ρι­κές δι­η­γή­σεις τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀ­πο­τε­λοῦν θαυ­μά­σι­α ὑ­πο­δείγ­μα­τα με­τα­νοί­ας καί αὐ­το­γνω­σί­ας γι­ά ὅ­λους μας. Γι᾿ αὐ­τό καί σ᾿ ὅ­λη σχε­δόν τήν λει­τουρ­γι­κή της ζω­ή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει πάμ­πολ­λες ἀ­να­φο­ρές σ᾿ αὐ­τά, πα­ρο­μοι­ά­ζον­τάς μας μέ αὐ­τά τά κεν­τρι­κά πρόσωπα τῶν πα­ρα­βο­λῶν καί δι­η­γή­σε­ων.

-        Στήν Α’ πρός Τι­μό­θε­ον ἐ­πι­στο­λή του αὐ­τός ὁ ἴ­δι­ος ὁ μέ­γας ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν Παῦ­λος, τα­πει­νώ­νει πο­λύ τόν ἑ­αυ­τό του λέ­γον­τας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: “ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἦλ­θε στόν κό­σμο γι­ά νά σώ­ση τούς ἁ­μαρ­τω­λούς, ἀπ΄ τούς ὁ­ποί­ους πρῶ­τος εἶ­μαι ἐ­γώ“ (Α’ Τιμ. α’, 15).

Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ σο­φί­α τῶν Ἁ­γί­ων, πού ἀ­πο­κτή­θη­κε με­τά ἀ­πό πολ­λούς ἀ­γῶ­νες καί ἀ­σκή­σεις. Μ᾿ αὐ­τήν τήν συ­νε­χῆ γνῶ­ση ζοῦν, ἀ­γω­νί­ζον­ται, προ­σεύ­χον­ται. Δέν χρει­ά­ζον­ται κά­ποι­ον ἄλ­λον νά τούς πῆ, ἄν εἶ­ναι θε­ά­ρε­στη ἤ ὄ­χι ἡ ζω­ή τους. Μό­νοι τους βα­θι­ά καί κα­λά τό γνω­ρί­ζουν. Πι­στεύ­ουν ἔν­το­να, ὅ­τι ἡ ζω­ή τους δέν ἀ­να­παύ­ει τόν ἅ­γι­ο Θε­ό. Δέν εἶ­ναι τέ­τοι­α πού θά ἤ­θε­λε ὁ Κύ­ρι­ός τους. Καί κά­νουν ὅ,τι περ­νᾶ ἀ­πό τό χέ­ρι τους, θε­ο­φι­λεῖς ἀ­σκή­σεις καί κό­πους πολ­λούς, γι­ά νά Τοῦ δεί­ξουν τήν δι­ά­θε­σή τους, νά ἀλ­λά­ξουν, νά Τόν ἀ­να­παύ­σουν. Καί μα­ζί μ᾿ ὅλ᾿ αὐ­τά αὐ­ξά­νει μέ­σα τους ἕ­νας φλο­γε­ρός πό­θος γι᾿ Αὐ­τόν, ὁ θεῖ­ος ἔ­ρω­τας. Ὅ­σο με­γα­λώ­νει αὐ­τός ὁ πό­θος τους νά Τόν ἀ­να­παύ­σουν, τό­σο αὐ­ξά­νουν τούς κό­πους καί τίς κα­κο­πά­θει­ες γι­ά τήν ἀ­γά­πη Του. Κι ὅ­σο σφο­δρό­τε­ρα ἐ­πι­θυ­μοῦν τήν τέ­λει­α ζω­ή καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἑ­νώ­νον­ται μα­ζί Του, τό­σο καί πι­ό πο­λύ βλέ­πουν ἀ­νά­ξι­ο τόν ἑ­αυ­τό τους γι­ά τόν πα­νά­γι­ο Θε­ό.

Γι᾿ αὐ­τό καί εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κά τα­πει­νοί. Δέν ἐμ­πι­στεύ­ον­ται τόν ἑ­αυ­τό τους, τήν δι­κή τους κρί­ση, ἀλ­λά ζη­τοῦν τήν κρί­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῶν Ἁ­γί­ων μας, γι­ά ὅ­λα στήν ζω­ή τους, στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή δι­α­κο­νί­α τους, στήν ποι­μαν­τι­κή, στήν θε­ο­λο­γί­α, κι ἔτ­σι μέ ὑ­πα­κο­ή πάν­το­τε ἐ­νερ­γοῦν.

Μέ λε­πτο­με­ρῆ κι αὐ­στη­ρό ἔ­λεγ­χο τῆς συ­νει­δή­σε­ώς τους, συγ­κρί­νουν τόν ἑ­αυ­τό τους μέ τούς πα­λαι­ο­τέ­ρους Ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τούς ἁ­γί­ους Ἀγ­γέ­λους, τήν Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κο, ἤ ἀ­κό­μη καί μέ Αὐ­τόν τόν τέ­λει­ο Θε­ό, δι­α­πι­στώ­νον­τας μέ τα­πεί­νω­ση πό­σο ἀ­τε­λεῖς κι ἐμ­πα­θεῖς εἶ­ναι. Ταυ­τό­χρο­να καί ἀ­πό τήν ἔν­θε­ο ἀ­γά­πη καί ἐ­πι­εί­κει­ά τους πρός τούς συ­ναν­θρώ­πους τους, αἰ­σθά­νον­ται ὅ­τι εἶ­ναι χει­ρό­τε­ροι ἀπ᾿ ὅ­λους, δι­καί­ους καί ἀ­δί­κους, γιά ὅ­λους εὑ­ρί­σκουν πολ­λές δι­και­ο­λο­γί­ες τάσ­σον­τάς τους σέ καλ­λί­τε­ρη μοῖ­ρα ἀ­πό τούς ἴ­δι­ους τούς ἑ­αυ­τούς τους, πού σκλη­ρά καί χω­ρίς οἶ­κτο κα­τα­κρί­νουν.

Πό­σο δύ­σκο­λα σή­με­ρα συ­ναν­τᾶ κα­νείς τέ­τοι­ες ὑ­ψη­λές ἐμ­πει­ρί­ες, τέ­τοι­α ἀ­ρε­τή! Γι᾿ αὐ­τό καί χω­ρίς τέ­τοι­ο ἦ­θος καί ζω­ή ἁ­μαρ­τά­νου­με, ἀ­στο­χοῦ­με, κά­νου­με με­γά­λα λά­θη, τα­λαι­πω­ρού­με­νοι καί τα­λαι­πω­ροῦν­τες...

Τολ­μῶ δέ νά πῶ, ἐ­γώ ὁ ἐ­λά­χι­στος, - πα­ρα­φρο­νῶν ἴ­σως λα­λῶ (βλ. Β’ Κορ. ι­α’, 23) - ὅ­τι, ἄν καί ἐ­μεῖς εἴ­χα­με αὐ­τήν τήν βα­θύ­τα­τη αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­να­ξι­ό­τη­τός μας, ἄν γνω­ρί­ζα­με βα­θι­ά μέ­σα μας (κι ὄ­χι ἁ­πλῶς νά τό λέ­με κά­πο­τε μέ τά χεί­λη μας), ὅ­τι εἴ­μα­στε ἀ­νά­ξι­οι οὐ­ρα­νοῦ καί γῆς, τό­τε ἴ­σως νά λαμ­βά­να­με κι ἐ­μεῖς πολ­λές Χά­ρι­τες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως οἱ Ἅ­γι­οί μας! Ἴ­σως νά ἄ­νοι­γαν καί σέ μᾶς οἱ κρου­νοί τῶν ἀ­πεί­ρων οὐ­ρα­νί­ων δω­ρε­ῶν τοῦ Θε­οῦ, αὐ­τοί πού τώ­ρα κρα­τοῦν­ται κλει­στοί λό­γῳ τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας, τῆς σκλη­ρο­καρ­δί­ας καί τῆς ἀ­με­τα­νο­η­σί­ας μας.

-        Ἀ­πό τήν με­γά­λη με­τά­νοι­α καί ἐ­ξου­δέ­νω­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ τους, πολ­λές φο­ρές οἱ Ἅ­γι­οι δέν δι­στά­ζουν νά ὁ­μι­λοῦν μέ ἐ­ξευ­τε­λι­στι­κά λό­γι­α γι­ά τόν ἑ­αυ­τό τους, φθά­νον­τας πολ­λές φο­ρές σέ ἅ­γι­ες ὑ­περ­βο­λές.

Τό χρυ­σό στό­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ πα­νά­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ὁ κή­ρυ­κας τῆς με­τα­νοί­ας, σέ μί­α ὡ­ραι­ό­τα­τη καί κα­τα­νυ­κτι­κό­τα­τη εὐ­χή του πρός τόν Δε­σπό­τη Χρι­στό λέ­γει:

“Πολ­λά θαυ­μα­στά καί ἔν­δο­ξα ἔρ­γα ἔ­κα­νες μέ­χρι τώ­ρα Κύ­ρι­ε! Ἀλ­λά ἄν καί ἐ­μέ­να τόν ἄ­σω­το καί ἀ­νά­ξι­ο δι­ορ­θώ­σης καί σώ­σης, τό­τε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο θά φα­νῆ καί θά θαυ­μα­σθῆ ἡ με­γα­λω­σύ­νη σου καί ἁ­γι­ό­τη­τά σου! Ἀ­φοῦ τό­τε θά ἀ­πο­δει­χθῆ ἡ ἄ­πει­ρη δύ­να­μη τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας σου, ὥ­στε νά μπο­ρῆς κά­ποι­ον πού εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βοῦρ­κος καί βρώ­μι­κη λά­σπη, ἄ­ξι­ος μό­νο γι­ά τήν αἰ­ώ­νι­ο κό­λα­ση, ὅ­πως ἐ­γώ, νά τόν με­τα­μορ­φώ­σης σέ πο­λύ­τι­μο μαρ­γα­ρι­τά­ρι τῆς βα­σι­λεί­ας σου!”

-        Ἀλ­λά καί ὁ ὁ­μό­τρο­πος τοῦ ἱ­ε­ροῦ Χρυ­σο­στό­μου Ἱ­ε­ράρ­χης, ὁ οὐ­ρα­νο­φάν­τωρ μέ­γας Βα­σί­λει­ος, στό ἴ­δι­ο πνεῦ­μα καί στό ἴ­δι­ο βά­θος τα­πει­νώ­σε­ως κι­νεῖ­ται προ­σφέ­ρον­τας τήν θεί­α λει­τουρ­γί­α. Λέ­γει, λοι­πόν, στήν εὐ­χή τῆς ἁ­γί­ας ἀ­να­φο­ρᾶς:

Δι­ὰ τοῦ­το, Δέ­σπο­τα Πα­νά­γι­ε, κα ἡ­μεῖς ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ κα ἀ­νά­ξι­οι δοῦ­λοί σου, πού ἀ­ξι­ω­θή­κα­με νά λει­τουρ­γοῦ­με στό ἅ­γι­ό σου θυ­σι­α­στή­ρι­ο, ο δι­ὰ τς δι­και­ο­σύ­νας ἡ­μῶν, ὄ­χι ἐξ αί­τί­ας τῆς ἀ­ρε­τῆς μας (ο γρ ἐ­ποι­ή­σα­μέν τι ἀ­γα­θὸν ἐ­πὶ τς γς)...(ἀ­φοῦ ἄλ­λω­στε δέν ἐκά­να­με κα­νέ­να κα­λό ὅ­σο ζοῦ­με πά­νω σ᾿ αὐ­τήν ἐ­δῶ τήν  γῆ)“...

Τί πλοῦ­τος θεί­ας τα­πει­νώ­σε­ως, τί βά­θος αὐ­το­μεμ­ψί­ας καί αὐ­το­γνω­σί­ας, τί δυ­σθε­ώ­ρη­το μέ­γε­θος με­τα­νοί­ας! Αὐ­τός ὁ ἥ­λι­ος ὁ πνευ­μα­τι­κός, πού ἁ­γι­ά­ζει καί φω­τί­ζει τήν οἰ­κου­μέ­νη μέ τίς οὐ­ρά­νι­ες ἐμ­πει­ρί­ες καί δι­δα­χές του, ὁ αἰ­ώ­νι­ος ποι­μήν καί δι­δά­σκα­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ἀ­νέ­βα­σε ὅ­λη τήν γῆ στόν οὐ­ρα­νό μέ τήν ἱ­ε­ρή ζω­ή του, τήν ὅ­λη στά­ση καί τό ἦ­θος του, τίς νυ­χθη­με­ρόν ἀ­σκή­σεις του, τίς ἀ­νύ­στα­κτες μέ­ρι­μνές του ὑ­πέρ πα­σῶν τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, τό κα­θα­ρώ­τα­το σκεῦ­ος τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται ἐ­νώ­πι­ον Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων, λέ­γον­τας ὅ­τι, δέν ἔ­χει κά­νει τί­πο­τε κα­λό σ᾿ ὅ­λη του τήν ζω­ή πά­νω στήν γῆ! Νά γι­α­τί λοι­πόν εἶ­ναι μέ­γας ὁ Βα­σί­λει­ος! Δι­ό­τι με­γί­στη εἶ­ναι ἡ τα­πεί­νω­σις καί ἡ με­τά­νοι­ά του.

Ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε κα­νείς ἀ­πό ἐ­μᾶς σή­με­ρα στήν γε­νι­ά μας, πού νά πι­στεύ­ει εἰ­λι­κρι­νῶς βα­θι­ά μέ­σα του καί νά ὁ­μο­λο­γῆ στήν προ­σευ­χή του ὅ­τι, δέν ἔ­χει κά­νει τί­πο­τε κα­λό στήν ζω­ή του; Ἄν ναί, τό­τε αὐ­τό καί μό­νο ἀ­πο­τε­λεῖ ξέ­χω­ρη εὐ­λο­γί­α, Χά­ρις Θε­οῦ γι­ά τόν ἴ­δι­ο, ἀλ­λά καί γι­ά ὅ­λη τήν Ἐκ­κλη­σί­α, γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο!

-        Ἐ­μᾶς πάν­τως μᾶς ἐκ­φρά­ζει ἀ­πό­λυ­τα καί ὁ Συ­να­ξα­ρι­στής τῆς Με­γά­λης Τε­τάρ­της. Αὐ­τός πού λέ­γει ὅ­τι, ἐ­νώ ἁ­μαρ­τή­σα­με πε­ρισ­σό­τε­ρο κι ἀ­πό τήν γνω­στή πόρ­νη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, δυ­στυ­χῶς δέν χύ­σα­με κα­θό­λου δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας ὅ­πως ἐ­κεί­νη. Καί γι᾿ αὐ­τό πο­νοῦ­με. Με­τα­νο­οῦ­με δη­λα­δή, πού δέν ἔ­χου­με με­τά­νοι­α. Καί τά λό­γι­α τῆς πρώ­ην πόρ­νης γί­νον­ται ἡ δι­αρ­κής καί παν­το­τι­νή μας ἐ­ξο­μο­λό­γη­σις στόν Χρι­στό: Φι­λάν­θρω­πε καὶ Οἰ­κτίρ­μον, ἐκ τοῦ βορ­βό­ρου τῶν ἔρ­γων μου ῥῦ­σαί με.

-        Κα­τά τήν στ’ ἑ­βδο­μά­δα τῶν Ἱ­ε­ρῶν Νη­στει­ῶν, πρό τῆς με­γά­λης ἑ­ορ­τῆς τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Λα­ζά­ρου, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς ἑ­τοι­μά­ζει, ὥ­στε νά βι­ώ­νου­με προ­σω­πι­κά καί σέ σχέ­ση πάν­τα μέ τήν σω­τη­ρί­α μας τά με­γά­λα γε­γο­νό­τα τῆς Πί­στε­ως. Ἔτ­σι σέ ἕ­να προ­σό­μοι­ο τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ τῆς Τε­τάρ­της, μᾶς συγ­κλο­νί­ζει πα­ρο­τρύ­νον­τάς μας, νά μι­μη­θοῦ­με τίς ἅ­γι­ες ἀ­δελ­φές τοῦ δι­καί­ου Λα­ζά­ρου, τήν Μάρ­θα καί τήν Μα­ρί­α. Καί ὅ­πως αὐ­τές ἔ­στει­λαν καί πα­ρε­κά­λε­σαν τόν Χρι­στό γι­ά τόν ἀ­δελ­φό τους, ἔτ­σι κι ἐ­μεῖς νά Τόν πα­ρα­κα­λέ­σου­με μέ τήν ζω­ή μας γε­μά­τη ἀ­πό καρ­πούς με­τα­νοί­ας, ὥ­στε νά ἔλ­θη καί νά ἀ­να­στή­ση τόν νοῦ μας, πού δυ­στυ­χῶς εἶ­ναι νε­κρός, τε­λεί­ως ἀ­ναί­σθη­τος. Καί μέ ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις μας νά ἱ­κε­τεύ­σου­με τόν Χρι­στό λέ­γον­τάς Του: “Νά, δές Κύ­ρι­ε, σέ τί ἀ­θλι­ό­τη­τα κα­ταν­τή­σα­με! Πό­σο κα­κή εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­σίς μας! Ὅ­μως, Ἐ­σύ ξα­να­δῶ­σε σέ ὅ­λους μας ζω­ή καί πνο­ή πνευ­μα­τι­κή, μέ τήν θε­ϊ­κή σου παν­το­δυ­να­μί­α, ὅ­πως πα­λι­ά ἀ­νέ­στη­σες τόν φί­λο Σου Λά­ζα­ρο, κα­θι­στῶν­τας μας πά­λι με­τό­χους τῆς κοι­νω­νί­ας Σου, τοῦ με­γά­λου ἐ­λέ­ους Σου.”

Ὅ­λη ἡ ὑ­μνο­λο­γί­α γε­νι­κῶς, οἱ ἱ­ε­ρές ἀ­κο­λου­θί­ες, τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα, οἱ  Πα­τε­ρι­κές ἀ­να­γνώ­σεις, τά ἅ­γι­α τυ­πι­κά καί δι­α­τά­ξεις στήν Λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πε­ρι­έ­χουν, ἐκ­φρά­ζουν καί ὑ­πο­γραμ­μί­ζουν αὐ­τήν τήν ὀρ­θό­δο­ξο ἀν­θρω­πο­λο­γί­α, τήν ἐν με­τα­νοί­ᾳ δι­α­πί­στω­σι τῆς κα­κῆς μας πνευ­μα­τι­κῆς κα­τα­στά­σε­ως, πού ἀ­πο­τε­λεῖ βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση γι­ά τήν ἐν Χρι­στῷ πρό­ο­δό μας. Αὐ­τό εἶ­ναι τό θε­μέ­λι­ο γι­ά τήν σω­στή, ὀρ­θό­δο­ξη το­πο­θέ­τη­σί μας ἐ­νώ­πι­ον τοῦ ἁ­γί­ου Θε­οῦ καί ὅ­λης τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας Του. Εἶ­ναι δέ στά­σις εὐ­θύ­νης, εἰ­λι­κρί­νει­ας, συ­νέ­πει­ας πνευ­μα­τι­κῆς.

 

Η  ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΗ,  ΑΠΕΙΡΗ  ΑΓΑΠΗ  ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ  ΘΕΟΥ

-----------

         

Ἄν μέ­να­με μό­νο στό ση­μεῖ­ο πού προ­α­να­φέ­ρα­με, ἁ­πλῶς στήν δι­α­πί­στω­ση καί δι­ά­γνω­ση τῆς ἄ­σχη­μης κα­τα­στά­σε­ώς μας, δέν θά ἦ­ταν ἀρ­κε­τό, θά χα­νό­μα­στε. Ὅ­μως, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὑ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α!

Στό ἄλ­λο σω­τή­ρι­ο ση­μεῖ­ο τῆς ζω­ῆς μας, τό ἀ­νώ­τε­ρο καί ἁ­γι­ώ­τε­ρο, αὐ­τό πού κα­τα­ξι­ώ­νει τό πρῶ­το, κα­τα­φεύ­γει καί ἕλ­κε­ται ἡ ψυ­χή μας, ἀ­πο­ζη­τῶν­τας ἀ­πο­κα­τά­στα­ση, ἀ­νόρ­θω­ση, δι­καί­ω­ση. Καί σ᾿ αὐ­τό τό ἅ­γι­ο ση­μεῖ­ο κα­τευ­θύ­νει ἡ μά­να Ἐκ­κλη­σί­α τά πο­νε­μέ­να, τα­λαι­πω­ρη­μέ­να ἀλ­λά καί με­τα­νο­η­μέ­να τέ­κνα της: Εἶ­ναι ἡ ἄ­πει­ρη κι ἀ­νυ­πέρ­βλη­τη ἀ­γά­πη τοῦ ἁ­γί­ου Θε­οῦ. Τό φῶς καί ἡ ἐλ­πί­δα μας, ἡ ἴ­δι­α ἡ ζω­ή μας!

 

Α’.  Ἡ σω­τή­ρι­α ἀν­τί­θε­σις

 

Ὅ­λη ἡ λει­τουρ­γι­κή ἐμ­πει­ρί­α εἶ­ναι ὑ­πέρ­με­τρα καί ὑ­περ­βο­λι­κώ­τα­τα κα­τα­κλυ­σμέ­νη κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἀ­πό ἀ­να­φο­ρές στήν ἀ­γά­πη, τό ἔ­λε­ος, τήν εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ.

Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με, ὅ­πως τό βι­ώ­νουν καί τό ὁ­μο­λο­γοῦν οἱ Ἅ­γι­οί μας. Ἄ­θλι­οι, ἀ­νά­ξι­οι, ἁ­μαρ­τω­λοί, ἄ­σω­τοι, ἡ­μι­θα­νεῖς πνευ­μα­τι­κά. Ἐ­μεῖς αὐ­τοί εἴ­μα­στε! Ἀλ­λά... Ὑ­πάρ­χει κά­τι ἄλ­λο πέ­ραν αὐ­τοῦ. Ἡ πρό­τα­ση, εὐ­τυ­χῶς γι­ά τήν σω­τη­ρί­α μας, γι­ά τήν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς μας, δέν τε­λει­ώ­νει ἐ­δῶ. Ὑ­πάρ­χει ἕ­να σω­τη­ρι­ῶ­δες “Ἀλ­λά”... Κι αὐ­τό τό “ἀλ­λά” ἔ­χει σχέ­ση μέ τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ.

“Ὁ Θε­ός ἀ­γά­πη ἐ­στι” (Α’ Ἰ­ω­άν. δ’, 8, 16). Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ οὐ­σι­α­στι­κώ­τε­ρη ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, σχε­τι­κά μέ τήν σω­τη­ρί­α μας. Ἐ­πει­δή “ὁ Θε­ός ἀ­γά­πη ἐ­στι”, ἔ­χω ἀ­κέ­ραι­η τήν ἐλ­πί­δα μου πα­ρά τήν με­γά­λη ἀ­σθέ­νει­α καί ἀ­να­ξι­ό­τη­τά μου. Αὐ­τός μό­νος μπο­ρεῖ νά μέ σώ­ση, ὅ­ταν ἐν με­τα­νοί­ᾳ κα­τα­φεύ­γω στήν ἀ­γά­πη Του. Τό εἶ­πε ἄλ­λω­στε ὁ Ἴ­δι­ος, ἀπ᾿ Αὐ­τόν τό πρω­το­μά­θα­με:”Τόν ἐρ­χό­με­νον πρός με, οὐ μή ἐκ­βά­λω ἔ­ξω” (Ἰ­ω­άν. στ’, 37).

 

Καί εἶναι ὑπερβολικώτατα παρηγορητικός ὅσο καί ἀπόλυτα ἀληθι­νός ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου μας, ἀδελφοί. Ὁ Χριστός πάντοτε, μετά ἀπό κάθε μικρή ἤ μεγάλη ἁμαρτία μας, μᾶς δέχεται χωρίς καμμία προϋπόθε­ση, ἐντελῶς χωρίς ὅρους! Μόνο περιμένει τήν ἐπιστρο­φή μας, τήν μετάνοιά μας, ὅσο μικρή κι ἄν εἶναι, ἰδίως στήν ἀρχή!

Δηλαδή δέν θά σωθῆ, μόνο αὐτός πού δέν θά γυρίση, αὐτός πού δέν θά ἐπι­στρέψη πίσω στόν Χριστό! Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε δέν χωρεῖ ἀπελπισία στόν νοῦ καί τήν καρδία τοῦ πιστοῦ. Διότι ἡ ἀπελπισία εἶναι κατά τούς ἁγίους Πατέρας, τό “πυρηνικό” ὅπλο τοῦ διαβόλου γιά τήν ἀπώλειά μας, ἡ πλήρης ἀπιστία στόν ἅγιο Θεό, ἀποκορύφωσις τοῦ ἐγωισμοῦ μας!

 

Ἡ λει­τουρ­γι­κή ζω­ή καί ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό αὐ­τά τά νο­ή­μα­τα, ὅ­σο μέ τί­πο­τε ἄλ­λο. Εἶ­ναι ὑ­περ-πλή­ρης ἀ­πό τέ­τοι­α σω­τη­ρι­ώ­δη “ἀλ­λά”. Ἀ­πό τά ἤ­δη ἐ­λά­χι­στα πα­ρα­τι­θέμενα ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα, δι­α­πι­στώ­νου­με τοῦ λό­γου τό ἀ­λη­θές:

-        Στόν Με­γά­λο Κα­νό­να τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου Κρή­της πού ἀ­να­φέ­ρα­με, ἀ­φοῦ εἶ­πε ὁ Ἅ­γι­ος “Ἀ­πό ποῦ νά ἀρ­χί­σω νά θρη­νῶ γι­ά τίς πρά­ξεις καί τά ἔρ­γα τῆς ἀ­θλί­ας ζω­ῆς μου...”, γε­μά­τος ἐλ­πί­δα ἀ­πό τήν εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ ἐ­πι­λέ­γει: ἀλλ´ ὡς εὔ­σπλαγ­χνός μοι δός, πα­ρα­πτω­μά­των ἄ­φε­σιν.”

            Αὐ­τό τό ἅ­γι­ο ἀλ­λά”, σω­τη­ρι­ώ­δης ἀν­τί­θε­ση, ἀλ­λάσ­σει ἐν­τε­λῶς τήν εἰ­κό­να, τήν φύ­ση τν πραγ­μά­των. Δέν εἶ­ναι ἀ­παι­σι­ό­δο­ξα τώ­ρα τά δε­δο­μέ­να, δέν εἶ­ναι ἀ­πέλ­πι­δα. Τό σκο­τά­δι μου μπο­ρεῖ καί φω­τί­ζε­ται ἀ­πό τό φς τς Χά­ρι­τος το Θε­οῦ. Ἡ ὀ­μί­χλη τν πα­ρα­πτω­μά­των μου δι­α­λύ­ε­ται ἀ­πό τήν συγ­χώ­ρη­ση το Χρι­στοῦ. Ἀ­να­τέλ­λει ὁ Ἥ­λι­ος τς δι­και­ο­σύ­νης, καί νύ­κτα τῆς νε­κρώ­σε­ως τν πα­θῶν πα­ρέρ­χε­ται.

“Μη­δείς (πλέ­ον) ὀ­δυ­ρέ­σθω πταί­σμα­τα, συγ­γνώ­μη γάρ κ το τά­φου ἀ­νέ­τει­λε «Κα­νείς ἄς μή ὀ­δύ­ρε­ται μέ ἀ­πελ­πι­σί­α γι­ά τά λά­θη του, ἀ­φοῦ ἀ­πό τόν τά­φο τοῦ ἀ­να­στη­μέ­νου Χρι­στοῦ, ἀ­νέ­τει­λε ἡ συγ­γνώ­μη τῆς ἀ­γά­πης Του (Κα­τη­χη­τι­κός λό­γος εἰς τό ἅγιον Πάσχα το γ. Ι­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου).

-        Μέ τήν βε­βαί­α ἐλ­πί­δα στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἐ­πα­νέρ­χε­ται τό θάρ­ρος τῆς υἱ­κῆς μας παρ­ρη­σί­ας πρός τόν Πα­τέ­ρα. “...τρέ­μω (μέν) τὴν φο­βε­ρὰν ἡ­μέ­ραν τῆς κρί­σε­ως· ἀλ­λὰ θαῤ­ῥῶν εἰς τὸ ἔ­λε­ος τῆς εὐ­σπλαγ­χνί­ας σου... ”

Εἶ­ναι ἡ τα­πει­νή παρ­ρη­σί­α καί τό θάρ­ρος τῶν τέ­κνων πρός τόν Πα­τέ­ρα. Ὄ­χι ἀ­ναί­δει­α, ἀ­σύ­στο­λη τόλ­μη, θρα­σύ­τη­τα, ἀλ­λά τα­πει­νή καί ἀ­γα­πη­τι­κή στά­σις σε­βα­σμοῦ, μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τό ἅ­γι­ο πρό­σω­πό Του, τήν πα­τρι­κή ἀ­γά­πη Του.

-           Μέ προ­ϋ­πό­θε­ση τήν βα­θει­ά γνώ­ση τς ἀ­να­ξι­ό­τη­τός μας τολ­μοῦ­με στήν Θ. Λει­τουρ­γί­α αὐ­τά πού ξε­περ­νοῦν κα­τά πο­λύ τίς δυ­να­τό­τη­τές και ἀν­το­χές μας:

«Κα­νείς ἀπ᾿ ὅ­σους συν­δέ­ον­ται μέ σαρ­κι­κές ἐ­πι­θυ­μί­ες καί ἡ­δο­νές δέν εἶ­ναι ἄ­ξι­ος νά προ­σέρ­χε­ται καί νά πλη­σι­ά­ζη ἤ νά δι­α­κο­νῆ Ἐ­σέ­να τόν Βα­σι­λέ­α τῆς δό­ξης· ἀ­φοῦ τό νά Σέ δι­α­κο­νοῦν εἶ­ναι με­γά­λο καί φο­βε­ρό ἀ­κό­μη καί γιά αὐ­τές τίς ἐ­που­ρά­νι­ες ἀγ­γε­λι­κές Δυ­νά­μεις...»

Τί θά γι­νό­ταν ὅ­μως, ν δέν προ­σερ­χώ­με­θα δέν προ­σεγ­γί­ζα­με δέν λει­τουρ­γού­σα­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α τόν Χρι­στό; ν δέν Τόν τρώ­γα­με καί δέν Τόν πί­να­με; Τήν ἀ­πάν­τη­ση τήν ἔ­δω­σε ὁ ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ος: Ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­ὰν μ φά­γη­τε τν σάρ­κα το υἱ­οῦ το ἀν­θρώ­που κα πί­η­τε αὐ­τοῦ τ αἷ­μα, οκ ἔ­χε­τε ζω­ὴν ν ἑ­αυ­τοῖς.” (Ἰ­ω­άν., στ’ 53)

Γι᾿ αὐ­τό μέ με­τά­νοι­α καί ὑ­πα­κο­ή στήν σω­τή­ρι­α ἐν­το­λή Του, προ­χω­ροῦ­με: λλ᾿ ὅ­μως, δι­ὰ τν ἄ­φα­τον κα ἀ­μέ­τρη­τόν Σου φι­λαν­θρω­πί­αν...”

Πά­λι κι ἐ­δῶ ἡ σω­τή­ρια ἀν­τί­θε­ση, τό σω­τή­ρι­ο “ἀλ­λά” τς Ἐκ­κλη­σί­ας.

-        Μέ τό ἴ­δι­ο ἱ­ε­ρό θάρ­ρος καί ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἀ­πο­τολ­μᾶ καί τε­λει­ώ­νει τήν ἁ­γί­α ἀ­να­φο­ρά, ἀ­φοῦ, ὅ­πως εἴ­πα­με, ὁ­μο­λό­γη­σε μέ συ­ναί­σθη­ση προ­η­γου­μέ­νως, πώς δέν ἔ­χου­με κά­νει ἐν­τε­λῶς τί­πο­τε στήν ζω­ή μας πού νά ἀ­ξί­ζη πραγ­μα­τι­κά. Καί συ­νε­χί­ζει τήν εὐ­χή του:

“ (ο γρ ἐ­ποι­ή­σα­μέν τι ἀ­γα­θὸν ἐ­πὶ τς γς)... ἀλ­λά δι­ὰ τ ἐ­λέ­η σου κα τος οἰ­κτιρ­μοὺς σου...” ”ἀλ­λά παίρ­νον­τας θάρ­ρος ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη σου καί τήν εὐ­σπλαγ­χνί­α σου, μέ τήν ὁ­ποί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά μᾶς κα­τέ­κλυ­σες, τολ­μοῦ­με καί πλη­σι­ά­ζου­με στό ἅ­γι­ο θυ­σι­α­στή­ρι­ό σου...” “Καί πα­ρα­κα­λοῦ­με καί δε­ό­με­θα καί ἱ­κε­τεύ­ου­με” ἀ­πό ἀ­νά­ξι­οι, νά γί­νου­με ἄ­ξι­οι, νά δι­α­κο­νή­σου­με τόν Χρι­στό, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πρός σω­τη­ρί­α μας, προ­σφέ­ρον­τας τά τα­πει­νά δῶ­ρα μας σ᾿ Αὐ­τόν: τήν με­τά­νοι­ά μας πρώ­τι­στα, τήν πτω­χή ἀ­γά­πη μας, τήν ὑ­πα­κο­ή μας, ὅ­λη μας τήν ζω­ή, πού ἄλ­λω­στε ὑ­πο­νο­εῖ­ται προ­σφε­ρό­με­νη μέ τήν μορ­φή τοῦ ἄρ­του καί τοῦ οἴ­νου στήν Θ. Λει­τουρ­γί­α.

 -       Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ἰ­δι­αί­τε­ρα φαί­νε­ται στήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, αὐ­τή ἡ ἀ­να­φερ­θεῖ­σα ἀν­τί­θε­ση, μέ τό σω­τή­ρι­ο “ἀλ­λά” τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι οἱ εὐ­χές τῆς Θ. Με­τα­λή­ψε­ως, μέ τίς ὁ­ποῖ­ες ἑ­τοι­μά­ζον­ται οἱ πι­στοί γι­ά τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α.

Ἔ­χον­τας ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ στόν Χρι­στό τήν ἀ­πο­τυ­χί­α καί ἀ­να­ξι­ό­τη­τά μας γι᾿ αὐ­τήν τήν ἁ­γί­α ὥ­ρα, μέ πο­λύ αὐ­στη­ρή καί σφο­δρή αὐ­το­μεμ­ψί­α ἀ­πο­γυ­μνώ­νου­με ὅ­λη μας τήν ζω­ή φα­νε­ρώ­νον­τας ὅ­λα τά ἀ­το­πή­μα­τα καί ἀ­νο­μή­μα­τά μας. Καί ἀ­φοῦ βγά­λου­με ἐ­μεῖς ο ἴ­δι­οι κα­τα­δι­κα­στι­κή ἀ­πό­φα­ση γι­ά τόν ἑ­αυ­τό μας, (ὅ­τι λό­γῳ τν πολ­λῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας δέν εἴ­μα­στε ἄ­ξι­οι γι­ά τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α τοῦ ἁ­γί­ου σώ­μα­τος καί αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου) τό­τε (στό τέ­λος-τέ­λος) πα­ρου­σι­ά­ζου­με αὐ­τό τό εὐ­λο­γη­μέ­νο “ἀλ­λά”. Το ἀ­να­φέ­ρου­με, ὅ­σα ἔ­χει πρά­ξει καί πράτ­τει γι­ά τήν σω­τη­ρί­α μας. Το θυ­μί­ζου­με π᾿ αὐ­τά πού τά ἄ­χραν­τα χεί­λη Του πρό­φε­ραν, γι­ά νά μς προ­φυ­λά­ξη ἀ­πό τήν ἀ­πό­γνω­ση καί τήν δαι­μο­νι­κή ἀ­πελ­πι­σί­α. Το λέ­γο­με μέ κα­τά­νυ­ξη ὅ­τι, Αὐ­τός ἴ­δι­ος πο­λύ ἐ­πι­θυ­μεῖ τόν ἀ­να­και­νι­σμό τς ψυ­χῆς μας καί τήν σω­τη­ρί­α της:

Ναί μέν, “Οκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νός, Δέ­σπο­τα Κύ­ρι­ε,...””Δέν εἶ­μαι ἄ­ξι­ος... γι­ά νά εἰ­σέλ­θης κά­τω ἀ­πό τήν στέ­γη τῆς ψυ­χῆς μου, ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἐ­σύ, ὡς φι­λάν­θρω­πος, θέ­λεις νά κα­τοι­κή­σης μέ­σα μου, παίρ­νω θάρ­ρος καί πλη­σι­ά­ζω”.

Μέ τήν με­τά­νοι­α τήν ἀ­λη­θι­νή, ἀ­να­τέλ­λει καί βε­βαι­ό­τη­τα γι­ά τήν εὐ­σπλαγ­χνί­α το Θε­οῦ, πού, ὅ­πως κι ν εἶ­μαι, μέ σώ­ζει. Ὄ­χι γι­α­τί τό ἀ­ξί­ζω, ἀλ­λά γι­α­τί Αὐ­τός εἶ­ναι ἀ­γά­πη, φι­λάν­θρω­πος, ἐ­πι­ει­κής, ἅ­γι­ος.

Ὅ­πως ὅ­λοι οἱ ἅ­γι­οι Συγ­γρα­φεῖς αὐ­τῶν τῶν εὐ­χῶν, ἔτ­σι κι ὁ ἅ­γι­ος Συ­με­ών ὁ νέ­ος Θε­ο­λό­γος, δέν ἐλ­πί­ζει στήν ζω­ή του, στά ἔρ­γα του. Τά εὑ­ρί­σκει κι αὐ­τός ὅ­λα σα­θρά, ἄ­θλι­α. Συγ­κρί­νει τόν ἑ­αυ­τό του μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, καί τόν βρί­σκει π᾿ ὅ­λους χει­ρό­τε­ρο. Γι᾿ αὐ­τό καί μό­νο μπο­ρεῖ νά ἐλ­πί­ση μέ βε­βαι­ό­τη­τα στό ἔ­λε­ος το ἁ­γί­ου Θε­οῦ, πού ὑ­περ­βαί­νει κά­θε δι­κή μας ἀ­νο­μί­α:

“Ἀλ­λὰ τοῦ­το πά­λιν οἶ­δα, ς ο μέ­γε­θος πται­σμά­των, οχ ἁ­μαρ­τη­μά­των πλῆ­θος, ὑ­περ­βαί­νει το Θε­οῦ μου τν πολ­λὴν μα­κρο­θυ­μί­αν, κα φι­λαν­θρω­πί­αν ἄ­κραν”.

 

Β’.  Ἡ με­γά­λη χα­ρά, ἡ ἐλ­πί­δα μας

         

Οἱ Ἅ­γι­οι, ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­ταν ὁ­μι­λοῦν γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, κα­τα­νύσ­σον­ται, κλαῖ­νε!

Ἦλ­θε κά­πο­τε, πρίν 40 πε­ρί­που χρό­νι­α στό Μο­να­στή­ρι μας, ἕ­νας σε­βα­στός Γέ­ρον­τας, ἀ­πό τήν γει­το­νι­κή Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου, ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρων Θε­ό­κλη­τος. Ὁ μακαριστός Κα­θη­γού­με­νος καί Γέ­ρον­τας τῆς Μο­νῆς μας, τόν πα­ρε­κά­λε­σε νά ὁ­μι­λή­ση, στήν σύ­να­ξη τῶν Πα­τέ­ρων, γι­ά νά μᾶς εἰ­πῆ λό­γο ὠ­φέ­λι­μο πρός στη­ριγ­μό μας. Δέ­χθη­κε ὁ π. Θε­ό­κλη­τος καί ἄρ­χι­σε νά μᾶς ὁ­μι­λῆ. Εἶ­πε πολ­λά ὡ­ραῖ­α καί δι­δα­κτι­κά. Ὅ­ταν ὅ­μως μέ­σα στόν λό­γο του ἀ­να­φέρ­θη­κε στήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ κι ἄρ­χι­σε νά ἐμ­βα­θύ­νη σχε­τι­κῶς, τό­τε ξαφ­νι­κά στα­μά­τη­σε νά ὁ­μι­λῆ καί ἀ­να­λύ­θη­κε σέ δά­κρυ­α μέ λυγ­μούς. Κι ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γο συ­νῆλ­θε καί ἐ­σκού­πι­σε τά μά­τι­α του, δι­και­ο­λο­γή­θη­κε στήν ἔκ­πλη­ξή μας λέ­γον­τας: ”Συγ­χω­ρέ­στε με, Πα­τέ­ρες μου! Ὅ­ταν συμ­βαί­νει καί ὁ­μι­λῶ γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, δέν μπο­ρῶ νά μή κλαί­ω”!

Μᾶς εἶ­πε δέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὅ­τι, οἱ Ἅ­γι­οι μᾶς ἔ­κρυ­ψαν πολ­λά γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πει­δή ἔ­κρι­ναν ὅ­τι, δέν μᾶς συμ­φέ­ρει νά τά γνω­ρί­ζου­με. Θά μα­θαί­να­με δηλ. πι­θα­νό­τα­τα ὅ­τι, ὁ Θε­ός δέν θέ­λει πα­ρά ἐ­λά­χι­στη προ­σπά­θει­α ἐκ μέ­ρους μας, μέ λί­γο φι­λό­τι­μο πνευ­μα­τι­κό, γι­ά νά μᾶς σώ­ση. Πρᾶγ­μα πού μᾶλ­λον θά τό ἐ­κμε­τα­λευ­ό­ταν ἡ ἀ­μέ­λει­α καί νω­θρό­τη­τά μας, καί δέν θά κά­να­με ἐν­τε­λῶς τί­πο­τε.

Λί­γες φο­ρές, ἀ­λή­θει­α, κι ἐ­μεῖς οἱ τα­πει­νοί με­τά ἀ­πό πτώ­σεις μας, μέ­σα στόν πό­νο καί τήν με­τά­νοι­ά μας, ξα­να­ζοῦ­με πά­λι κά­τι ἀ­πό τήν ἀ­πέ­ραν­τη κι ἀ­με­τά­πτω­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, πού πάν­τα μᾶς δέ­χε­ται μέ ἀ­νοι­κτή τήν πα­τρι­κή Του ἀγ­κα­λι­ά! K­αί μέ κα­τά­νυ­ξη καί μέ μι­ά γλυ­κι­ά ἀ­πο­ρί­α, νοι­ώ­θου­με σάν νά Τόν ἐ­ρω­τοῦ­με:”Κύ­ρι­ε, ἀ­κό­μη μέ ἀ­γα­πᾶς;

 

Κι ὄν­τως δέν ἀ­ξί­ζου­με ἐ­μεῖς, ἀ­δελ­φοί, τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ μας. Δέν εἴ­μα­στε ἄ­ξι­οι γι­ά μι­ά τέ­τοι­α ἀ­γά­πη. Ὁ Κύ­ρι­ος ὅ­μως μᾶς ἀ­γα­πᾶ, κι ἄς μή τό ἀ­ξί­ζου­με ἐ­μεῖς!

Ὡστόσο τό ἀ­ξί­ζει ἡ Κυ­ρί­α μας Θε­ο­τό­κος, ἡ Τι­μι­ω­τέ­ρα τῶν Χε­ρου­βείμ, ἡ Πα­νά­μω­μος Νύμ­φη καί Πα­νά­χραν­τος Μη­τέ­ρα Του καί Μη­τέ­ρα μας, τό αἰ­ώ­νι­ο καύ­χη­μα τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους μας, πού δι­καί­ως εἵλ­κυ­σε τόν Θε­ό μέ τήν ὡ­ραι­ό­τη­τα καί πλη­ρό­τη­τα τῆς ἀ­ρε­τῆς της, τήν τέ­λει­α ζω­ή της. Αὐ­τή πού οὐ­δέ­πο­τε Τόν ἐ­λύ­πη­σε οὔ­τε μέ τόν πα­ρα­μι­κρό λο­γι­σμό, ἀλ­λά καί πο­νῶν­τας ὑ­πέρ­με­τρα γι­ά τήν ἀ­σέ­βει­α καί ἀ­γνω­μο­σύ­νη ὅ­λων μας συ­νε­χῶς πρε­σβεύ­ει στόν Υἱ­όν καί Θε­όν της ὑ­πέρ τῆς σω­τη­ρί­ας μας.

Τό ἀ­ξί­ζουν ὅ­λοι οἱ Ἅ­γι­οί μας, οἱ φί­λοι τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοί πού ἐ­πρό­σφε­ραν τά πάν­τα, καί τήν ἴ­δι­α τήν ζω­ή τους γι­ά τήν ἀ­γά­πη Του, καί ἔ­γι­ναν φῶ­τα δεύ­τε­ρα, ἑ­τε­ρό­φω­τα, δί­πλα στό Πρῶ­το Φῶς, τό ἄ­κτι­στο, γι­ά νά φω­τί­ζουν τά σκό­τη καί τήν ἀ­γνω­σί­α μας.

Τό ἀ­ξί­ζουν κι ὅ­λοι οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι πι­στοί ἄν­θρω­ποι, οἱ τα­πει­νές καί ὑ­πά­κου­ες στόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α ψυ­χές, πού ὑ­πο­μέ­νουν πολ­λά γι­ά τήν ἀ­γά­πη Του καί γι­ά τήν ἀ­γά­πη τῶν συ­ναν­θρώ­πων μας. Αὐ­τοί οἱ πο­λύ πο­νε­μέ­νοι κι ἀ­δι­κη­μέ­νοι ἀ­πό τόν κό­σμο ἄν­θρω­ποι, πού σ᾿ Αὐ­τόν προσ­βλέ­πον­τας, ἀ­γόγ­γι­στα, σχε­δόν σι­ω­πη­λά, ση­κώ­νουν δυ­σβά­στα­κτους σταυ­ρούς στήν ζω­ή τους, ἑλ­κύ­ον­τας ἔτ­σι πολ­λή Χά­ρι ἀ­πό τόν παν­το­γνώ­στη Κύ­ρι­ο, πού γνω­ρί­ζει καί χα­ρι­τώ­νει ὅ­σους Τόν ἀ­κο­λου­θοῦν καί συ­σταυ­ρώ­νον­ται μα­ζί Του.

Μᾶς ἀ­γα­πᾶ λοι­πόν πο­λύ ὁ ἅ­γι­ος Θε­ός. Καί ἡ ἀ­γά­πη Του αὐ­τή εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πό ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη με­γά­λη ἀ­γά­πη στόν κό­σμο. Ἀ­σύγ­κρι­τα ἀ­νώ­τε­ρη κι ἀ­πό τήν ἁ­γνή καί ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ ἀ­γά­πη τῆς μά­νας πρός τό παι­δί της. Ἡ μά­να ἀ­πό με­γά­λη ἀ­γά­πη σφίγ­γει τό παι­δί της μέ­σα στήν ἀγ­κα­λι­ά της, τό γλυ­κο­φι­λεῖ, τό πε­ρι­πτύσ­σε­ται, θέ­λει νά χα­ρῆ ὅ­σο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν ἐγ­γύ­τη­τά της μα­ζί του. Ὅ­μως δέν μπο­ρεῖ πι­ό πο­λύ ἀπ᾿ αὐ­τό.

ἀ­νέκ­φρα­στη κι ἐκ­στα­τι­κή ἀ­γά­πη το ἁ­γί­ου Θε­οῦ, ἐ­πι­νό­η­σε τό ἀν­υ­πέρ­βλη­το: Κύ­ρι­ος ἔρ­χε­ται καί γί­νε­ται ἕ­να μα­ζί μας, εἰ­σέρ­χε­ται μέ­σα μας. Θέ­λει νά Τόν τρῶ­με καί νά Τόν πί­νου­με, ὥστε νά ἑ­νω­θοῦ­με τε­λεί­ως μα­ζί Του, ες ἑνός Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου κοι­νω­νί­αν!

Γι᾿ αὐ­τό καί μς δι­δά­σκει Ἐκ­κλη­σί­α: Ἐ­πὶ τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ, ς ἔ­χει τις στορ­γήν, ἐ­πὶ τ Κυ­ρί­ῳ θερ­μό­τε­ρον φίλ­τρον χρε­ω­στοῦ­μεν(Ἀ­να­βαθ­μοί δ’ ἤ­χου).

Αὐ­τή ἡ ἀ­γά­πη τοῦ ἁ­γί­ου Θε­οῦ εἶ­ναι τό πᾶν στήν ζω­ή μας. Ἡ πη­γή καί προ­ϋ­πό­θε­σις τῆς με­τα­νοί­ας μας. Τό μέ­σον, καί ἡ ὁ­δός τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς μας. Ἀλ­λά καί τό πα­νη­γύ­ρι τῆς συμ­με­το­χῆς μας στήν ἐν Χρι­στῷ κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

“Καί ἡ λύ­πη ὑ­μῶν εἰς χα­ράν γε­νή­σε­ται” (Ἰ­ω­άν. ι­στ’, 20).

Ὁ γλυ­κύ­τα­τος Κύ­ρι­ος πλη­ρο­φο­ρεῖ μέ τήν Χά­ρι Του κά­θε ψυ­χή πού ὀρ­θό­δο­ξα, ἐν με­τα­νοί­ᾳ, κα­τα­φεύ­γει σέ Αὐ­τόν. Τήν γε­μί­ζει μέ τήν ἀ­γά­πη Του, τήν πλη­ρο­φο­ρεῖ γι­ά τήν συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν της, τήν δέ­χε­ται ὡς τό ἀ­γα­πη­μέ­νο του παι­δί. Ἔτ­σι ἡ ψυ­χή κα­τα­νύσ­σε­ται, χαί­ρε­ται τήν χα­ρά τοῦ Θε­οῦ, ζῆ τό πα­νη­γύ­ρι τῆς ἀ­γά­πης Του. Ἡ με­τά­νοι­α γί­νε­ται πο­θη­τή στήν ψυ­χή, ἀ­φοῦ μέ­σῳ αὐ­τῆς ἔρ­χε­ται ἡ χα­ρά ἡ ἀ­λη­θι­νή, τοῦ Χρι­στοῦ, πού ὁ κό­σμος “οὐ γι­νώ­σκει”,  καί τήν ὁ­ποί­α χα­ρά “οὐ­δείς αἴ­ρει ἀφ᾿ ἡ­μῶν” (βλ. Ἰ­ω­άν. ι­στ’, 22).

Ἡ χα­ρά καί εἰ­ρή­νη τοῦ Χρι­στοῦ πού βα­σι­λεύ­ει στίς συν­τε­τριμ­μέ­νες ἀ­πό τήν με­τά­νοι­α ψυ­χές, εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πό ὅ­λα τά λυ­πη­ρά τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του. Ἡ κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή μέ τίς πρώ­ην ἄ­γο­νες θλί­ψεις καί ἀ­θυ­μί­ες ὑ­περ­βαί­νε­ται τώ­ρα, καί με­τα­μορ­φώ­νε­ται σέ εἰ­ρη­νι­κή πο­ρεί­α ἀ­γῶ­νος μέ πρό­γευ­ση οὐ­ρά­νι­ας ἀ­να­παύ­σε­ως. Στήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, τόν οὐ­ρά­νι­ο χω­ρο­χρό­νο τοῦ Θε­οῦ ἐ­πί γῆς, οἱ συν­τε­τριμ­μέ­νες ψυ­χές τῶν με­τα­νο­ούν­των Ὀρ­θο­δό­ξων χαί­ρον­ται ὀν­το­λο­γι­κά τήν Ἀ­νά­στα­σι τοῦ Χρι­στοῦ ὡς προ­σω­πι­κή τους ἀ­νά­στα­ση, βι­ώ­νον­τας τήν ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ θα­νά­του, τό ξε­πέ­ρα­σμα τῆς φθο­ρᾶς.

Αὐ­τήν τήν χα­ρά γεύ­ον­ται καί οἱ ψυ­χές τῶν τα­πει­νῶν Μο­να­χῶν, πού ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τά πάν­τα γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Νυμ­φί­ου Χρι­στοῦ. Ἄ­κου­σαν δέ καί τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τόν Σι­να­ΐ­τη, τόν συγ­γρα­φέ­α τῆς Κλί­μα­κος, πού εἶ­πε ὅ­τι, “δέν θά κα­τη­γο­ρη­θοῦ­με τήν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του μας, δι­ό­τι δέν ἐ­θε­ο­λο­γή­σα­με ἤ δι­ό­τι δέν ἐ­θαυ­μα­τουρ­γή­σα­με... Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὅ­μως θά δώ­σου­με λό­γο στόν Θε­ό, δι­ό­τι δέν ἐ­πεν­θή­σα­με”, δέν κλαύ­σα­με τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας (βλ. Λό­γος πε­ρί Χα­ρο­ποι­οῦ Πέν­θους, ἔκδ. Ἱ. Μ. Πα­ρα­κλή­του, 1978, σ. 155-156).

Ἔτ­σι ὁ ὀρ­θό­δο­ξος Μο­να­χι­σμός δέν εἶ­ναι κο­σμι­κά ἀ­κτι­βι­στι­κός, κα­τά τά Δυ­τι­κά αἱ­ρε­τι­κά πρό­τυ­πα, ἀλ­λά ἡ­συ­χα­στι­κός, νη­πτι­κός, ἀ­σκη­τι­κός. Μέ κέν­τρο τήν με­τά­νοι­α, τήν προ­σευ­χή, τήν νή­ψη, καί μέ σκο­πό τήν κά­θαρ­ση τῆς καρ­δί­ας καί τοῦ νοῦ, τήν τέ­λει­α κα­τά τό δυ­να­τόν ἔ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό, τήν κα­τά Χά­ριν θέ­ω­ση.

 

Γ’.  Τό Πά­σχα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας

 

Ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας Κρή­της, πού ἔ­γρα­ψε τόν Με­γά­λο Κα­νό­να ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρα­με, συ­νέ­γρα­ψε καί ἕ­να ἄλ­λο ὡ­ραι­ό­τα­το Κα­νό­να, πού ἔ­χει ὑ­πό­θε­ση τήν ἔ­γερ­σι τοῦ Λα­ζά­ρου. Αὐ­τός ὁ κα­νό­νας ψάλ­λε­ται στίς Ἱ­ε­ρές Μο­νές, κα­τά τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τυ­πι­κό, ἐν τοῖς Ἀ­πο­δεί­πνοις τῆς Πα­ρα­σκευ­ῆς πρό τῶν Βα­ΐ­ων. Εἶ­ναι δο­ξο­λο­γι­κός καί πα­νη­γυ­ρι­κός, σέ ἦ­χο α΄ μά­λι­στα τώ­ρα μέ πο­λύ χαρ­μό­συ­νο καί λαμ­πρό­τα­το μέ­λος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στήν παν­το­δυ­να­μί­α τοῦ Δε­σπό­του Χρι­στοῦ, ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Ὁ­ποί­ου νι­κι­έ­ται ὁ θά­να­τος, ἡ φθο­ρά, ἡ ἁ­μαρ­τί­α.

Με­τά τόν ἀ­νη­λε­ῆ θρῆ­νο τῆς με­τα­νοί­ας, ὁ ἅ­γι­ος Ἀν­δρέ­ας, ἀ­γάλ­λε­ται καί σκιρ­τᾶ ψάλ­λον­τας μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους Ἀγ­γέ­λους καί ὅ­λη τήν Ἐκ­κλη­σί­α τήν χαρ­μό­συ­νη ᾠ­δή, τό ᾆ­σμα τό ἅ­γι­ο τῶν λε­λυ­τρω­μέ­νων τέ­κνων τοῦ Θε­οῦ, τό ἐ­ναρ­μό­νι­ο μέ­λος τῆς χο­ρεί­ας τῶν Ἁ­γί­ων, δο­ξά­ζον­τας καί ἐ­πευ­φη­μῶν­τας τόν φι­λάν­θρω­πο καί παν­το­δύ­να­μο Κύ­ρι­ο, πού ἀ­νι­στᾶ καί ἀ­να­πλά­θει μέ τήν Χά­ρι Του τήν πε­σοῦ­σα καί ἀ­χρει­ω­μέ­νη ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μας:

“Ὠ­δὴν ἐ­πι­νί­κι­ον, ᾄ­σω­μεν πάν­τες, Θε­ῷ τῷ ποι­ή­σαν­τι, θαυ­μα­στὰ τέ­ρα­τα, βρα­χί­ο­νι ὑ­ψη­λῷ, καὶ σώ­σαν­τι τὸν Ἰσ­ρα­ήλ, ὅ­τι δε­δό­ξα­σται”.

Εἶ­ναι ὁ ἀ­να­στά­σι­μος λαμ­πρός τό­νος, τό χρῶ­μα τό πα­νη­γυ­ρι­κό τοῦ Σαβ­βά­του τοῦ Λα­ζά­ρου, πού κυ­ρι­αρ­χεῖ στήν ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό προ­α­νά­κρου­σμα τῆς με­γά­λης χα­ρᾶς πού ἔρ­χε­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

“Ἡ πάν­των χα­ρά, Χρι­στὸς, ἡ ἀ­λή­θει­α, τὸ φῶς, ἡ ζω­ή, τοῦ κό­σμου ἡ ἀ­νά­στα­σις...” (κον­τά­κι­ο τῆς ἑ­ορ­τῆς), σώ­ζει τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του, πού κά­νει Πά­σχα Κυ­ρί­ου, δι­α­βαί­νει καί δι­α­περ­νᾶ δηλ. στήν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη τῆς ἀ­πα­θεί­ας καί ἀ­φθαρ­σί­ας, στήν βα­σι­λεί­α Του.

Αὐ­τήν, ἀ­δελ­φοί, τήν κα­λή ἔκ­βα­ση καί τό τέ­λος τό εὐ­λο­γη­μέ­νο καί χαρ­μό­συ­νο, με­τά ἀ­πό ὅ­λους τούς πό­νους, θλί­ψεις καί κό­πους τῆς ζω­ῆς σας, πρῶ­τα μέ τήν εὐ­χή τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του, εὔ­χο­μαι σέ ὅ­λους σας κι ἐ­γώ ὁ ἐ­λά­χι­στος ἀ­δελ­φός σας, μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρας καί ἀ­δελ­φούς μου στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος, τό Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας μας.

Νά δι­έλ­θου­με μέ με­τά­νοι­α, μέ πέν­θος γι­ά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας, πέν­θος πνευ­μα­τι­κό καί συ­νά­μα χα­ρο­ποι­ό, τήν ἁ­γί­α αὐ­τή πε­ρί­ο­δο τῶν Ἱ­ε­ρῶν Νη­στει­ῶν, ὅ­πως κι ὅ­λον τόν χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας. Καί μέ τήν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ νά κα­τα­φθά­σου­με στόν εὔ­δι­ο λι­μέ­να τῆς λαμ­προ­φό­ρου νύχ­τας τῆς Ἐ­γέρ­σε­ως, κά­νον­τας Πά­σχα Κυ­ρί­ου, προ­σκυ­νῶν­τας καί δο­ξά­ζον­τας τόν ἀ­να­στάν­τα Σω­τῆ­ρα Χρι­στόν. Ἀ­μήν!

Ἱ­ε­ρομ. Φι­λό­θε­ος

Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου

῞Α­γι­ον ῎Ο­ρος, Ἁγία Τεσσαρακοστή 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.