Πτυχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως
καί ζωῆς τοῦ Ἰ. Καποδίστρια
Ἡ παροῦσα δημοσίευσις ἀποτελεῖ ἀνάπτυξη
ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου, πού ἐξεφώνησε στά πλαίσια Ἐκδηλώσεως πού
ἐπραγματοποιήθη ἀπό τό Τμῆμα Γλυφάδας τῶν ΑΧΕΠΑ ἐπί τῇ συμπληρώσει 217 ἐτῶν ἀπό
τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰ. Καποδίστρια.
Πολλά ἔχουν γραφεῖ γιά τήν προσωπικότητα, τήν ζωή, τό ἔργο
καί τήν προσφορά τοῦ κόμητος
Ἰ. Καποδίστρια, τοῦ πρώτου Κυβερνήτου τοῦ μικροῦ τμήματος τῆς Ἑλλάδος, πού,
μετά ἀπό 400 χρόνια βάρβαρης τουρκικῆς σκλαβιᾶς, ἀνεκηρύχθη ἐλεύθερο κράτος τό
1827.
Ἐδῶ θά περιορισθῶ μόνον σέ μερικές πτυχές τῆς εἰς Χριστόν
πίστεως καί ζωῆς τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀνδρός, πού, ἄν εἶχε παραμείνει γιά μερικά
ἀκόμη χρόνια στό πηδάλιο τοῦ νεοσύστατου κράτους, εἶναι βέβαιο, ὅτι θά εἶχε βάλει
ἄλλες βάσεις γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους “μέσα στά ὅρια τῆς
ἑλληνορθόδοξης παραδόσεώς του”, διότι ἦταν “βαπτισμένος ὁλόκληρος στήν πατερική
Ὀρθοδοξία”1. Γι̉ αὐτό “θά μείνη
στήν ἱστορία σάν μιά εὐκαιρία πού χάθηκε”.
Ὅπως οἱ καλοί καρποί προέρχονται ἀπό καλά δένδρα ἔτσι καί ἀπό
ἀγαθούς ἀνθρώπους συνήθως γεννῶνται ἀγαθά παιδιά. Οἱ γονεῖς του κόντες Ἀντώνιος-Μαρία Καποδίστριας
καί Ἀδαμαντία ἦσαν ἄνθρωποι εὐγενεῖς, ὄχι μόνον λόγῳ τοῦ τίτλου τους, ἀλλά κυρίως
λόγῳ τοῦ πλούτου τῆς ψυχῆς τους, καί γνήσια θεοσεβεῖς, ἰδίως ἡ μητέρα του. Γι̉
αὐτό ἀνέθρεψαν καί τά παιδιά τους “ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου”. Δύο μάλιστα
ἀδελφές τοῦ Ἰωάννη ἔγιναν μοναχές. Καί ὁ ἴδιος ἔγραψε στόν πατέρα του: “Θά εἶχα
προχωρήσει κατά χίλια βήματα στήν σταδιοδρομία μου, ἀλλά ἔξω ἀπό τίς ἀρχές μου,
ἀπό τήν ἀτμόσφαιρά μας. Δέν τό θέλησα καί οὔτε θά τό θελήσω ποτέ... . Ἐλπίζω
στήν θεϊκή προστασία”.
Θρεμμένος, λοιπόν, μέ τίς ἑλληνορθόδοξες παραδόσεις, ἐθεωροῦσε,
ὅτι ἡ πίστη στόν Χριστό καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τά ἀρραγῆ θεμέλια τῆς πνευματικῆς
καί τῆς πολιτικῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους. Στόχος του ἦταν ἡ σύγκραση τῶν συγχρόνων εὐρωπαϊκῶν
πολιτειολογικῶν δεδομένων μέ τήν παράδοση τοῦ Γένους, τήν ἑλληνορθοδοξία2. Αὐτό ὅμως, δέν ἄρεσε καθόλου σέ
κάποιες ἀπό τίς μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί στά ἐγχώρια φερέφωνα
τους, οἱ ὁποῖοι ἀπό κοινοῦ ἐμεθόδευσαν, και
γι̉ αὐτόν τόν λόγο, τήν ἐξόντωσή του.
Ὁ Καποδίστριας ἐγνώριζε, ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Ἔθνους ἦταν
ζυμωμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία. “Ἡ χριστιανική θρησκεία” ἔλεγε χαρακτηριστικά,
“ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἕλληνας καί γλώσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἐνδόξους
ἀναμνήσεις καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὕπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι
στύλος καί ἑδραίωμα”3. Καί ἄλλοτε πάλι
γράφει: “Οἱ Ἕλληνες ... ἠνωμένοι διά τῆς εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἁγίαν του
Ἐκκλησίαν σταθερᾶς πίστεώς των ... ὑποστάντες τήν ὀθωμανικήν δυναστείαν, ὑπό
μόνην τήν σκέπην τῆς Ἐκκλησίας των διεσώθησαν. Ἅμα δέ τῷ ἀνεγερθῆναι εἰς σῶμα
Ἔθνους, οἱ αὐτῶν ἀντιπρόσωποι ἀνεκήρυξαν τήν Ἑλληνικήν θρησκείαν, θρησκείαν τῆς
ἐπικρατείας”4. Καί ἀλλοῦ: “Ἀπό τῆς Ἀλώσεως τῆς
Κωνσταντινουπόλεως δέν ἔπαυσαν ὁμολογοῦντες τήν Ὀρθοδοξον Πίστιν καί τήν
γλώσσαν τῶν Πατέρων αὐτῶν λαλοῦντες... διέμειναν ὑπό τήν πνευματικήν ἤ κοσμικήν
δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας των”5.
Ὁ ἴδιος, σέ ὁλόκληρη τήν ζωή του ἔζησε μέ συνέπεια πρός τίς
ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτό φαίνεται ἔκδηλα καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι μετά τήν
ψήφισή του ὡς πρώτου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος ἀπό τήν Γ’ Ἐθνοσυνέλευση, στίς 2
Ἀπριλίου 1827 καί τήν ἀποδοχή τῆς ἐκλογῆς του, ἔγραψε στόν πιστό του φίλο
Εϋνάρδο: “Εἶμαι ἀποφασισμένος νά ἄρω τόν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντά μοι σταυρόν”6. Σάν διπλωμάτης καριέρας εἶχε
ἀπόλυτη συνείδηση τῶν τεραστίων δυσκολιῶν τῆς ἀποστολῆς πού ἀνέλαβε, ἀλλά τό
ἔργο αὐτό τό δέχεται σάν σταυρό πού τοῦ στέλνει ὁ Θεός. Γράφει ὁ Τερτσέτης στά
“Ἀπόλογα”, ὅτι μόλις ἔφθασε στήν Ἑλλάδα καί εἶδε τήν τραγική κατάσταση στήν
ὁποία εὑρίσκετο, γεγονός πού γι̉ αὐτόν ἦταν ἰδιαιτέρως ὀδυνηρό, ἄν λάβουμε ὑπ̉ ὄψιν
ὅτι γεννήθηκε στήν πολυτελῆ οἰκία τοῦ πατέρα του καί ἔκτοτε ἔζησε σέ παλάτια,
εἶπε: “Εἶδα πολλά εἰς τήν ζωή μου, ἀλλά σάν τό θέαμα, ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τήν
Αἴγινα, δέν εἶδα παρόμοιο ποτέ, καί ἄλλος νά μήν τό ἰδεῖ... Δέν λυποῦμαι, δέν
ἀπελπίζομαι· προτιμῶ αὐτό τό σκῆπτρο τοῦ πόνου καί τῶν δακρύων παρά ἄλλο: Ὁ
Θεός μοῦ τὄδωσε. Τό παίρνω. Θέλει νά μέ δοκιμάσει”7. Θέσις ἀπόλυτα
χριστιανική στά χνάρια τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ ἐμπιστοσύνη πού δείχνει στόν Θεό.
Στήν πρώτη του Προκήρυξη πρός τόν ἑλληνικό λαό ἄρχιζε μέ τήν φράση “Ἐάν ὁ Θεός
μεθ̉ ἡμῶν, οὐδείς καθ̉ ἡμῶν”8.
Τό 1828, πού ξέσπασε ἐπιδημία πανώλης, γράφει πρός τήν
Δημογεροντία τῶν Ψαρῶν: “...εὔχομαι ὅπως ἡ Θειοτάτη Πρόνοια περιφρουρῇ ὑμᾶς καί
προστατεύουσα οἰκτιρμόνως μή διαλείπῃ”9. Ὅταν δέ μετά ἀπό σχεδόν τρεῖς μῆνες εἶχε ἐξαλειφθεῖ ἡ
ἀρρώστια, δοξολογεῖ τόν Θεό γιά τήν καλή αὐτή ἐξέλιξη.
Ἀλλά καί ὅταν τόν παρώτρυναν νά μήν ἐκκλησιασθῆ, διότι
ὑπῆρχαν βάσιμες ὑποψίες γιά τήν δολοφονία του, ἀπάντησε: “Δέν γίνεται νά χάσω
τήν
Θ. Λειτουργία γιά κανένα λόγο!”10.
Μέ αὐτόν τόν ἐσωτερικό πλοῦτο τῆς πίστεως γράφει στήν δεύτερη
ἐπιστολή του πρός τόν Ἀνδρέα Μουστοξύδη, πρίν ἀκόμη ἔλθει στήν Ἑλλάδα, ὅτι ἕνα
ἀπό τά “πρώτιστα καί οὐσιοδέστατα” χρέη τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως εἶναι ἡ
φροντίδα γιά “τήν διδασκαλίαν τῆς πίστεως εἰς τό Ἔθνος”, πού ὑπῆρχε μέν ἔμφυτη,
ἀλλά ἀκαλλιέργητη καί ἀφώτιστη. Ἔπρεπε οἱ Ἕλληνες νά εἶναι “εὐσεβεῖς καί διά
τοῦ λογικοῦ... καί διά συμμέτρου μαθήσεως”, εἰ δ̉ ἄλλως, ἄν δέν ἤξεραν σέ τί
πιστεύουν καί γιατί, τότε οὔτε ὁ κλῆρος θά μποροῦσε νά ἀντιμετωπίση “τούς
νεωτερίζοντας περί τά τῆς πίστεως, οὔτε ἡ νεολαία νά προφυλαχθῇ ἀπό τάς κενάς
των ἀπάτας”11. Καί ὅταν ὀργάνωσε τήν
παιδεία ἔλεγε: “Ἀποτελεῖ θεία τιμή νά ἀναθρέψῃ τίς Ἑλληνόπαιδας, μέ τάς γνώσεις
τῆς ἱερᾶς μας θρησκείας, νά τούς ἐκπαιδεύσῃ εἰς τήν πάτριον γλώσσαν καί νά τούς
προπαρασκευάσῃ δι̉ ἀνωτέρας πανεπιστημιακάς σπουδάς”12. Καί ἄλλοτε: “Ἐφ̉ ὅσον ὁ λαός μορφωθῇ εἰς τάς ἀξίας τοῦ
Εὐαγγελίου, κατόπιν θά ἱδρυθῇ ἡ Ἑλλάς”13.
Γι̉ αὐτό ἐθεώρησε ἀπαραίτητο νά δώση στά χέρια ὅλων τῶν Ἑλλήνων
“τό βιβλίον τῶν προσευχῶν, τό ἐπιγραφόμενον Σύνοψις”, σέ καλαίσθητη ἔκδοση καί μέ
τέτοιο τρόπο, ὥστε ὁ καθένας πού θά παρακαλοῦσε τόν Θεό νά καταλαβαίνη τί λέει.
Στήν ἀριστερή σελίδα τοῦ βιβλίου ἤθελε νά τυπωθῆ τό κείμενο καί στή δεξιά ἡ μετάφραση.
Ἔτσι καθένας, διαβάζοντάς το, θά μαθαίνη νά μιλᾶ σωστά καί τήν γλῶσσά του. Καί
ἤθελε στήν νέα ἔκδοση τῆς Συνόψεως νά προστεθοῦν εἰδικές προσευχές ὑπέρ τοῦ
Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ὑπέρ τῆς κυβερνήσεως καί ἄλλες εἰδικότερες, πού θά
χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀξιωματικοί τῆς ξηρᾶς καί τῆς θαλάσσης, ὁ στρατός καί οἱ
ναῦτες, οἱ δάσκαλοι καί οἱ μαθητές, οἱ “ἐργαστηριάρχαι” καί οἱ ἐργάτες, οἱ
ἀγρονόμοι καί οἱ γεωργοί. Δέν ἤθελε ὅμως νά ἐνεργῆ αὐτόνομα γιά θέματα
ἐκκλησιαστικά. Γι̉ αὐτό, ἐκφράζοντας τόν σεβασμό του πρός τήν πρωτίστως
ὑπεύθυνη γιά θέματα πίστεως ἐκκλησιαστική ἡγεσία, δηλώνει, ὅτι θά προχωροῦσε
στήν ἔκδοση μετά “τήν ἐλευθέραν καί ἀνωτάτην ἔγκρισιν τῆς Ἐκκλησίας”14.
Ὁ Καποδίστριας προέτρεπε ἐπίσης τόν Μουστοξύδη νά φροντίση
γιά τήν “διερεύνηση τῆς ὕλης” γιά τά ἐκκλησιαστικά Μηνολόγια. Ἀλλά τό κείμενό
τους, τό ὁποῖο ἀνέθεσε στόν γνωστό λόγιο Ἱερομόναχο Βαρθολομαῖο
Κουτλουμουσιανό, θά τό ἔθετε ὑπό τήν κρίση “τῶν σοφωτέρων τοῦ κλήρου”15.
Τό ἐκκλησιαστικό φρόνημά του ὑπαγόρευσε σύνολη τήν
πολιτική του, καί ἰδίως τήν ἐκπαιδευτική καί τήν ἐκκλησιαστική. Ἀκολουθῶντας
τήν παράδοση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἐθεωροῦσε καί αὐτός τήν παιδεία
ἀχώριστη ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί ἀπέκρουε τήν μονομερῆ ἀνάπτυξη τοῦ
πνεύματος χωρίς τήν χριστιανική διάπλαση τῆς καρδιᾶς. Χαρακτηριστικά εἶπε στόν
γραμματέα του Νικόλαο Δραγούμη: “Πολλοί λογιώτατοι Ἕλληνες ... ἐνόμιζον ἑαυτούς
σοφωτάτους, διότι ἔμαθον ὀλίγα γράμματα. Ἀλλ̉ ἐάν, ὡς καυχᾶσθε, εἶσθε ἀπόγονοι
τῶν Ἑλλήνων, ἔπρεπε καί νά μή λησμονῆτε, ὅτι σοφίαν ἐκεῖνοι οὔτε ἐνόμιζον οὔτε
ὠνόμασαν μόνην τήν ἄσκησιν τοῦ νοῦ, ἀλλά καί τῆς ψυχῆς τήν καλλιέργειαν. Ὁ
μόνον γράμματα γινώσκων, στερούμενος δέ ψυχικῆς ἀγωγῆς, εἶναι καί τοῦ χειρίστου
κακούργου χείρων, ὡς μαθών νά κακουργῇ ἐπιτηδειότερον”16. Γι̉ αὐτό ἤθελε τά παιδιά νά
σπουδάζουν στήν πατρίδα τους, διότι, ὅπως ἔλεγε: “οὕτως ἐκεῖσε κείμενα ...
κινδυνεύουν ... νά ἐκστραφοῦν τῆς οἰκείας φύσεως, χάνοντα βαθμηδόν καί τήν
αἴσθησιν τῶν θρησκευτικῶν χρεῶν των καί τήν χρήσιν τῆς γλώσσης των”17. Καί ἀλλοῦ: “Χωρίς νά γνωρίζουν
καλά τήν Γερμανικήν καί Ἑλληνικήν, χωρίς νά ἔχουν κάποιαν ἡλικίαν εἰς τήν
ὁποίαν ἠμπορεῖ κανείς νά στερηθῇ τήν Ἐκκλησίαν χωρίς νά χάσῃ τήν θρησκείαν του,
δέν θά συνεβούλευα ποτέ νά τοποθετηθοῦν εἰς ἕν Ἰνστιτοῦτον ὅπου ἀσκεῖται ἡ
θρησκεία τῶν Διαμαρτυρομένων”18.
Στήν σκέψη τοῦ Καποδίστρια ἡ ἐκπαίδευση ἔπρεπε νά
τροφοδοτεῖται ΚΑΙ ἀπό τήν χριστιανική πίστη.
Γι̉ αὐτό, ὅπως ἔγραφε στήν πρώτη του ἐπιστολή πρός τόν Ἀνδ. Μουστοξύδη, ἤθελε
νά ἐκδοθοῦν σχολικά καί ἐκκλησιαστικά βιβλία γιά τήν μόρφωση τῶν παιδιῶν καί
τήν τόνωση τῆς θρησκευτικότητος τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ19. “Ἔχοντας αὐτήν τήν ἄποψη συνέστησε καί Ὑπουργεῖο μέ τήν
ὀνομασία “Γραμματεία των Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Δημοσίου Παιδείας”, στό ὁποῖο,
ὅπως ὁ ἴδιος ἐξηγοῦσε, “συνηνώθησαν δύο ὑπηρεσίαι ἀχώριστοι καί πρός ἕνα
συντρέχουσαι σκοπόν, τήν ἠθικήν τῶν πολιτῶν μόρφωσιν, ἥτις εἶναι ἡ βάσις τῆς
κοινωνικῆς καί πολιτικῆς τοῦ Ἔθνους ἀνορθώσεως. Ὁ Καποδίστριας θεμελιώνει,
ἔτσι, τήν συνύπαρξη ῾Παιδείας καί Ἐκκλησίας᾿ (ὄχι Θρησκευμάτων), σέ ἕνα
Ὑπουργεῖο, γιά τήν παράλληλη πολιτική διακονία δύο περιοχῶν, πού παραδοσιακά
συνδέονται μεταξύ τους ἀδιάρρηκτα στήν ζωή τοῦ Γένους”20. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ὁ Καποδίστριας ὠργάνωσε τά σχολεῖα μοναστηριακά. “Συνεδύαζαν
καθημερινά παιδεία καί λατρεία, προσφέροντας ὡς ἀναγνώσματα στήν τράπεζα Βίους
Ἁγίων!21” Καί αὐτή ἦταν μία ἀπό
τίς βασικές κατηγορίες ἐναντίον του22. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ
ἕνας ἐκ τῶν ἀσπόνδων ἐχθρῶν τοῦ Καποδίστρια, ὁ Korck, ὁ ὁποῖος ἐπί τῆς βαυαρικῆς
ἀντιβασιλείας ἀνέλαβε -δυστυχῶς- τήν διεύθυνση τοῦ ἑλληνικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ
συστήματος, “ὁ Καποδίστριας προέβαλε συχνά ἀντιρρήσεις στήν κυκλοφορία προτεσταντικῶν
φυλλαδίων, πού προσέβαλαν τήν θρησκευτική παράδοση τοῦ λαοῦ. Ἐξ ἄλλου, ὁ
Καποδίστριας ἔγραφε στόν ἀμερικανό μισσιονάριο Rufus Anderson, ὅτι ῾οἱ Ἕλληνες θά ἐδέχοντο εὐχαρίστως σχολεῖα, βιβλία,
εἰκόνες, καί κάθε τι πού δέν θά τούς ἀποσποῦσε ἤ δέν θά ὑπονόμευε τήν πίστη
τους στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἔθνους τους᾿”23. Παρά ταῦτα “ἐπεδίωξε
νά λάβη δάνειο ἀπό τήν μεγάλη ἀμερικανική ἱεραποστολική ἑταιρεία A.B.C.F.M., πού εἶχε καταρτίσει ἐκπαιδευτικό πρόγραμμα γιά τήν
Ἑλλάδα”, προκειμένου ὅμως “νά ὁργανώση τό δικό του σύστημα ἐθνικῆς παιδείας”.
Γι̉ αὐτό καί ἡ ἑταιρεία, “παρά τόν διατυμπανιζόμενο φιλελληνισμό της, ἀπέρριψε
την πρότασή του, διότι σκοπός της ἦταν νά εἰσαγάγη τόν προτεσταντισμό στήν
Ἑλλάδα μέσῳ τῆς παιδείας, ὅπως καί ἔγινε”24 ἀργότερα διά τοῦ Korck.
Παράλληλα μέ τήν παιδεία ἐνδιεφέρθη γιά τήν Ἐκκλησία γενικότερα.
Ἐφρόντισε γιά τήν ἀνακαίνιση τῶν ἐρειπωμένων Ἱ. Ναῶν καί γιά τήν ἀξιοποίηση,
καί ὄχι τήν “δήμευση” καί ἀπαλλοτρίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὅπως
ἔγινε ἀργότερα, ἀρχῆς γενομένης ἐπί τῶν Βαυαρῶν τό 1835. Ἀξιοποίηση ὑπέρ τῆς
ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή γιά τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί τήν συντήρηση τῶν
σχολείων, ὅπως ἐκεῖνος τά εἶχε ὁραματισθῆ.
Πιστεύοντας στήν ἀναγεννητική ἀποστολή καί δύναμη τοῦ
Κλήρου, ἐργάσθηκε γιά τήν πνευματική ἄνοδο καί τήν σχολική κατάρτισή του. Ἵδρυσε
Ἐκκλησιαστική Σχολή στόν Πόρο. Ἐσχεδίαζε δέ καί τήν ἵδρυση Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας,
τό Σχέδιο τῆς ὁποίας εἶχε ἐκπονήσει κατά παράκλησή του ὁ λόγιος κληρικός
Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, πού τότε διέμενε στήν Πετρούπολη. Δέν πρόλαβε
ὅμως νά τήν ἱδρύση λόγῳ οἰκονομικῶν δυσχερειῶν. Περαιτέρω, ὅπως ἀναφέρει ὁ
Νικόλαος Δραγούμης: “Καί ταῦτα μέν ἠξίου πόρρωθεν”, ὅσα δλδ. ἔγραψε στόν
Μουστοξύδη. “Ἐνταῦθα δέ, μετά τρεῖς μόνον ἡμέρας ἀπό τῆς ἐγκαθιδρύσεως αὐτοῦ,
ὠνόμασεν Ἐκκλησιαστικήν Ἐπιτροπήν, καθῆκον ἔχουσαν νά μελετήσῃ τά τῆς καταστάσεως
τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις, ῾πολλά παθοῦσα᾿, ὡς εἶπεν ἐν Ἄργει, ἕνεκα τῶν μακρῶν τοῦ
ἔθνους συμφορῶν, εἶχεν ἀνάγκην… τακτοποιήσεως, βελτιώσεως τοῦ κλήρου, εὐνομίας,
εὐταξίας καί ἐπαρκείας τῶν ἀναγκαίων εἰς τούς λειτουργούς τοῦ Θεοῦ, ἵνα
σχολάζοντες τῶν βιωτικῶν μεριμνῶν ἐνασχολῶνται ἐπιμελέστερον εἰς τήν ὑπηρεσίαν
τῶν Θείων καί τήν τῶν ψυχῶν παιδαγωγίαν καί προστασίαν”. Ἡ Ἐπιτροπή ἔπρεπε νά
μεριμνήση καί γιά τούς γάμους, διότι, ὅπως ἔγραφε, “ἡ περί τά διαζύγια εὐχέρεια
καθυβρίζει τούς Θείους νόμους, καπηλεύει τό μέγα Μυστήριον τοῦ Γάμου καί διαλύουσα
τόν ἰσχυρότερον δεσμόν τῆς κοινωνίας ἀφίνει ἀπροστάτευτα μέλη, ἐπιζήμια
πολλάκις διά τήν ἐκ τῆς κακῆς ἀγωγῆς μοχθηρίαν”25.
Τό 1828 συνεκρότησε ἄλλη εἰδική Ἐκκλησιαστική Ἐπιτροπή,
ἀποτελουμένη ἀπό πέντε Ἀρχιερεῖς, μέ σκοπό τήν μελέτη τῆς θρησκευτικῆς
καταστάσεως στήν Ἑλλάδα. Μέσῳ αὐτῆς ἀπεπειράθη νά καταπολεμήση τήν ἀταξία τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ βίου καί τίς καταχρήσεις ὀλίγων Κληρικῶν καί νά ἐπιβάλη τόν
περιορισμό τοῦ Κλήρου στά ἐκκλησιαστικά ἔργα του, ἀλλά καί τήν τήρηση
ἐκκλησιαστικῶν λογιστικῶν βιβλίων, χωρίς ὅμως, στό τελευταῖο αὐτό, ἐπιτυχία26. Εἶναι ἀξιοσημείωτα τά ἀκόλουθα πού
γράφει στήν Ἐπιτροπή, διότι παρουσιάζουν ἔκπαγλα τίς πνευματικές του
πεποιθήσεις: “Λαλήσατε εἰς τάς καρδίας τοῦ λαοῦ τόν νόμον τοῦ Θεοῦ,
ὀρθοτομοῦντες τόν λόγον τῆς ἀληθείας· κηρύξατε τήν εἰρήνην· εὐαγγελίσασθε τήν
ὁμόνοιαν· διδάξατε τήν φιλαδελφίαν, τήν πρός ἀλλήλους ἀγάπην, ἵνα ὧσιν οἱ
πάντες ἕν ἐν Χριστῷ· στηρίξατε τάς καρδίας τῶν πιστῶν εἰς τά θεῖα δόγματα·
ἐμπνεύσατε εἰς αὐτούς τόν φόβον τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπην πρός τόν πλησίον καί τήν
ὑποταγήν πρός τάς Ἀρχάς. Ἐπί πᾶσιν ἡ Κυβέρνησις συνιστᾶ εἰς τήν προσοχήν σας
τήν ἀκριβῆ φυλακήν τῶν ἀποστολικῶν κανόνων καί διατάξεων...27”. Ἐν συνεχείᾳ, καί ἡ ἐπί τῶν
Ἐκκλησιαστικῶν Γραμματεία, βάσει αὐτῶν τῶν ἀπόψεων τοῦ Κυβερνήτου,
ἐκδίδει Ἐγκύκλιο στήν ὁποία ἀναφέρει: “Διδάσκειν, νουθετεῖν, εἰρηνοποιεῖν,
προπάντων τρέφειν τάς ψυχάς τῶν Χριστιανῶν μέ τά ψυχοφελῆ καί σωτήρια δόγματα,
στηρίζειν εἰς τήν ἀληθινήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καί ἐπιστρέφειν τούς πλανωμένους,
εἶναι τά ὑψηλά σας χρέη... Συμπάσχοντες μετά τῶν πασχόντων, ἀσθενοῦντες μετά
τῶν ἀσθενούντων, κατά τόν θεῖον Ἀπόστολον, καί βαστάζοντες τάς ἀσθενείας τοῦ
ποιμνίου σας, ὡς τύπος τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ. Ἡ παραμυθία πρός τούς
πάσχοντας, ἡ φιλανθρωπία πρός τούς δυστυχούντας, εἶναι χρέη τά ὁποῖα σᾶς
διδάσκει ὁ Πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν”28.
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς
του ἦταν ἡ προσπάθειά του νά ἀποκαταστήση τίς σχέσεις τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας
μέ τήν πνευματική της Μητέρα, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἦταν ἀκόμη τό Ἐθναρχικό
Κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μέ τήν ἔκρηξη τῆς Ἐθνεγερσίας, ὅπως ἦταν φυσικό, διεκόπη
ἡ ἐπικοινωνία τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιῶν μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, χωρίς ὅμως
ἡ διακοπή αὐτή νά λάβη τόν χαρακτῆρα ἀνεξαρτητοποιήσεως. Γι̉ αὐτό ἡ Γ΄ Ἐθνική
Συνέλευσις -πού ἐξέλεξε καί τόν Καποδίστρια ὡς Κυβερνήτη- διεκήρυξε: “Ἐπειδή
πάντες ἡμεῖς ... οὐκ ἐγνωρίσαμεν ἄλλην μητέρα, εἰμή τήν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, οὔτε
ἄλλον Κυριάρχην, εἰμή τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, καθ’ ἅ καί ὁ
μεγαλόφρων αὐτῆς Πατριάρχης Γρηγόριος πρό ὀλίγων χρόνων ἐθυσιάσθη ὑπέρ τῆς
Ἱερᾶς ἡμῶν Πίστεως καί ὑπέρ πατρίδος, διά τοῦτο οὐκ ἐφεῖται ἡμῖν ἀποσπασθῆναι
ἀπ’ αὐτῆς καί ἀποσκιρτῆσαι”29. Προκειμένου, λοιπόν,
νά ὑλοποιήση αὐτήν τήν ἀπόφαση, ὁ Κυβερνήτης συνῆψε ἀλληλογραφία μέ τόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη Κωνστάντιο Α’ (1830-1834), μέ σκοπό νά ρυθμισθῆ ἡ σχέσις τῶν ἐν
Ἑλλάδι Ἐκκλησιῶν μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία μέσα στό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου
παραδόσεως καί τῆς ἱστορικοκανονικῆς τάξεως. Ὅπως δέ μᾶς πληροφορεῖ ὁ Κων. Οἰκονόμος,
στενός φίλος τοῦ Ρέοντος καί Πραστοῦ καί μετέπειτα Κυνουρίας Διονυσίου, -ἀπό
τόν ὁποῖο θά ἔλαβε ἀσφαλῶς τίς σχετικές πληροφορίες-, ὁ Καποδίστριας ἀνέθεσε
στόν Διονύσιο εἰδική ἀποστολή στήν Πόλη, γιά νά διευθετηθῆ τό ταχύτερο τό ἐκκλησιαστικό
πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος. Ἐνῶ, ὅμως, ἠτοιμάζετο νά μεταβῆ στήν Κωνσταντινούπολη οἱ
δολοφονικές σφαῖρες ἔκοψαν τήν ζωή τοῦ Κυβερνήτη. Ἔτσι ἡ προσπάθεια ἀπέτυχε30, διότι ἐπί βαυαροκρατίας
ἐπεκράτησαν οἱ διαφωτιστές, μέ πρωτοστάτη τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ, πού ἐπέβαλαν τήν
αὐτονόμηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ αὐτονόμηση, ὅμως, αὐτή εἶχε σάν
ἀποτέλεσμα τήν συρρίκνωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ἔγινε
προανάκρουσμα τῶν ἐθνικιστικῶν καί ἀποσχιστικῶν τάσεων τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς.
Τό τραγικό στήν περίπτωση τοῦ Καποδίστρια εἶναι, ὅτι,
ἐπειδή ἦταν βέβαιος γιά τόν ἐθνωφελῆ χαρακτῆρα τοῦ ἔργου του, δέν ἐπίστευε, ὅτι
θά βρεθοῦν ἀδελφοί του Ἕλληνες, πού θά θελήσουν νά τό καταστρέψουν31. Καί ὅμως! Στίς 27 Σεπτεμβρίου 1831
ἔφυγε ἀπό τό ταπεινό Κυβερνεῖο τοῦ Ναυπλίου γιά νά λειτουργηθῆ, ὅπως ἔκανε σέ
ὅλη τήν ζωή του, σάν πιστός Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Τό γεγονός, ὅτι τά φονικά
βόλια τόν βρῆκαν λίγο μετά τίς 6.30 τό πρωΐ, δέν πρέπει νά μείνη ἀπαρατήρητο.
Δέν πήγαινε στήν Ἐκκλησία γιά νά φανῆ. Πήγαινε γιά νά διαβάση τόν Ἑξάψαλμο. Πήγαινε
ὅπως ὅλος ὁ εὐσεβής Λαός, γιά τό καλό τοῦ ὁποίου ἀνάλωνε τήν ζωή του. Καί γι̉
αὐτό μαζί μέ τόν ἁπλό λαό συμμετεῖχε στήν ἐκκλησιαστική σύναξη ἀπό τόν Ὄρθρο32.
Ἡ δολοφονία του ἀνέκοψε τήν πορεία τοῦ Ἔθνους μέσα στά
ὅρια τῆς Ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς του. Ὁ πιστός φίλος τοῦ Καποδίστρια Εϋνάρδος,
συνειδητοποιῶντας τήν σημασία τῆς δολοφονίας του, γράφει: “Ὁ θάνατος τοῦ
Κυβερνήτου εἶναι συμφορά διά τήν Ἑλλάδα. Eἶναι δυστύχημα δι’ ὅλην τήν Εὐρώπην ... . Τό λέγω μέ διπλῆν
θλίψιν: ὁ κακοῦργος, ὅστις ἐδολοφόνησε τόν κόμητα Καποδίστρια, ἐδολοφόνησε τήν
πατρίδα του”33.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1]. π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ἰωάννης
Καποδίστριας (Ὁ πολιτικός-μάρτυρας τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ),
Περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Αὐγ.-Σεπτ. 2008.
Ἀνεκτήθη ἀπό: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewr
gios_metallhnos/iwannhs_kapodistrias_politikos_martyras.htm
2. Τοῦ αὐτοῦ, Ὁ πολιτικός
Καποδίστριας μάρτυρας τῆς Ρωμυοσύνης, Περιοδ. ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ, τευχ. 110-111.
Ἀνεκτήθη ἀπό: https://www.impantokratoros.gr/metallhnos-kapod
istrias-romiosynh.el.aspx
3. Τοῦ
αὐτοῦ, Ἰωάννης
Καποδίστριας, (Ὁ πολιτικός-μάρτυρας τῆς Ὀρθοδοξίας...), ἔνθ. ἀν.
4. Τά “Πιστεύω” τοῦ
Ἰ. Καποδίστρια.
Ἀνεκτήθη ἀπό: https://www.kapodistrias.info/pisteyo
5. Αὐτόθι
6.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὁ
πολιτικός Καποδίστριας..., ἔνθ. ἀν.
7. Προκόπη Παυλόπουλου, Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας
ὡς θεμελιωτής τοῦ νεότερου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἐν Πρακτικά Συμπόσιου “Ἡμέρες
Ἰωάννη Καποδίστρια”, μέ θέμα “Ὁ Ἰωάνης Καποδίστριας καί οἱ ἱστορικοί δεσμοί τῶν
Ἰονίων νήσων μέ τή Γενεύη“, 23.9.2022, ἔκδ. Περιφερείας Ἰονίων Νήσων.
Ἀνεκτήθη ἀπό: https://www.kathimerini.gr/politics/562058842/pro
kopios-paylopoylos-o-ioannis-kapodistrias-os-themeliotis-toy-neoteroy -ellinikoy-kratoys
8. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὁ πολιτικός Καποδίστριας..., ἔνθ. ἀν.
9. Γεωρ. Ἐξάρχου, Fake news “Ὁ
Καποδίστριας ΔΕΝ ἔκλεισε ποτέ τίς Ἐκκλησίες”.
Ἀνεκτήθη ἀπό: https://www.romfea.gr/diafora/36159-fake-news-o-kapodistrias-den-ekleise-pote-tis-ekklisies
10. Αὐτόθι
11. Ἑλένης Ε. Κούκκου, Ἰωάννης
Α. Καποδίστριας, Ὁ ἄνθρωπος - Ὁ Διπλωμάτης (1800-1828), ἔκδ. δεκάτη, Ἀθήνα
1996, σ. 264
12. Τά “Πιστεύω” τοῦ
Ἰ. Καποδίστρια, ἔνθ. ἀν.
13. Αὐτόθι
14. Ἑλ. Ε. Κούκκου, ἔνθ. ἀν., σ. 264
15. Αὐτόθι., σ. 265
16. Τά “Πιστεύω”
τοῦ Ἰ. Καποδίστρια, ἔνθ. ἀν.
17. Αὐτόθι
18. Αὐτόθι
19.
Ἑλ.
Ε. Κούκκου, ἔνθ. ἀν., σ. 264
20. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὁ
πολιτικός Καποδίστριας..., ἔνθ. ἀν.
21. Τοῦ αὐτοῦ, Ὁ πολιτικός-μάρτυρας τῆς Ὀρθοδοξίας..., ἔνθ. ἀν.
22. Αὐτόθι
23. Αὐτόθι
24. Αὐτόθι
25. Νικ. Καρζῆ, Ἰωάννης Καποδίστριας, Ἐφημ.
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 3.4.2020
Ἀνεκτήθη ἀπό: https://www.kapodistrias.info/component/tags/tag/
ekklisia
26. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὁ
πολιτικός-μάρτυρας τῆς Ὀρθοδοξίας..., ἔνθ. ἀν.
27. Τά σωζόμενα
ἐκκλησιαστικά συγγράμματα Κωνσταντίνου πρεσβυτέρου
καί οἰκονόμου τοῦ ἐξ οἰκονόμων, τομ. Β’, Ἀθήνησι, τύπ. Φ.
Καραμπίνου καί Κ. Βάφα, ,αωξδ’, σ. 61
28.
Αὐτόθι σ. 64
29. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὁ
πολιτικός-μάρτυρας τῆς Ὀρθοδοξίας..., ἔνθ. ἀν.
30. Αὐτόθι
31. Αὐτόθι
32. Αὐτόθι
33. Αὐτόθι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.