Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ όταν ο Θεόφιλος χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού. Με συγχωρείτε κυρία μπορείτε να με βάλετε κάπου απόψε; Σε μια γωνιά για να μην παγώσω στο δρόμο. Η Στέλλα ρώτησε τον άνδρα της τον Κυριάκο και συμφώνησαν να τον φιλοξενήσουν. Από εκείνο το βράδυ ο Θεόφιλος έγινε μέλος του σπιτιού στην αρχή δουλεύοντας στο μύλο, αργότερα όταν έγινε 19 ετών έπιασε δουλειά σε μια τράπεζα και μετά 2 χρόνια έφυγε για την Αμερική.
Όμως τι τραγικό! Ο Κυριάκος πέθανε ξαφνικά και η δύστυχη Στέλλα κλαίγοντας αφοσιώθηκε στην ανατροφή του μοναδικού της παιδιού του Κλείτου. Όμως η ζωή είναι πολύ σκληρή και έτσι σε μια επιδημία πέθανε και ο Κλείτος και η Στέλλα πια είναι ένα πτώμα που μονολογεί:
Θέλω να πεθάνω!
Ένα απόγευμα ξαφνικά είδαν οι γείτονες να σταματά μπροστά στο σπίτι ένα αυτοκίνητο και ένας καλοντυμένος νέος κατέβηκε και άρχισε να φιλεί με ευγνωμοσύνη τα χέρια της Στέλλας. Ποιος είσαι ; τον ρώτησε με κατάπληξη. Είμαι μια ψυχή που ήρθε να ξεπληρώσει ένα χρέος, είμαι ο Θεόφιλος και ήρθα να σε πάρω να πάμε στην Αμερική όπου θα γίνεις η μητέρα μου και γιαγιά των παιδιών μου.
Έτσι σε λίγες μέρες η Στέλλα έφυγε για την Αμερική και εκεί θα περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο σπίτι του νέου της παιδιού.
Θεέ μου πώς πληρώνεις την καλοσύνη!
Ίσως αργείς αλλά δεν λησμονείς.
(Γ.Παυλίδου:΄΄χαμόγελο και δάκρυ’’)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.