του π. Διονυσίου Λαζαρίδη
Η απιστία του Θωμά εξάρεται κατά την Κυριακή του
Θωμά, παρόλαυτά ερευνώντας κανείς τα συνοπτικά
Ευαγγέλια εκείνα μαρτυρούν την απιστία ως γενικό
φαινόμενο της στάσεως του συνόλου των μαθητών. Θα
ήταν λοιπόν αδόκιμο και άδικο να απομονώσουμε στο
πρόσωπο του Θωμά το θέμα της απιστίας, καθώς είναι
άξιον να μελετήσουμε τη στάση και τη συγκεκριμένη
νοοτροπία της σκληροκαρδίας και απιστίας καθαρά στη
βάση της, όπως εκείνη αναδύεται μέσα από τα σπλάχνα
του κύκλου των μαθητών. Αξίζει να εξετάσουμε την
απιστία ως φαινόμενο του συνόλου των μαθητών κατά
τη φανέρωση του Αναστημένου Ιησού Χριστού ενώπιον
τους. Δυστηχώς η απιστία του Θωμά έρχεται στην
επιφάνεια ως αποτέλεσμα της επιρροής του συνόλου
καθώς ούτε και οι λοιποί μαθητές υστερούσαν σε
απιστία και σκληροκαρδία εν σχέση με τον συμμαθητή
τους Θωμά. Εξάλλου εκείνος έχει ελαφρυντικά εν
σχέση με τους άλλους μαθητάς για τήν “καλή” απιστία
του,διότι όπως περιγράφεται εκ του Ιωάννου του
Μοναχού, “Ο Θωμάς οικονομικώς ουχ ευρέθη μετʼ
αυτών,” διότι κατʼ οικονομίαν δεν ευρισκόταν κατά τη
φανέρωση του Αναστημένου Ιησού μετά των άλλων
ένδεκα μαθητών, ώστε η απιστία του να μεταβληθεί εις
θεολογίαν πίστεως και να φέρει εις επίγνωσιν των
πιστών τας καρδίας.
Αρχής γενομένης οι ένδεκα μαθηταί έσπευσαν να
δείξουν τα πρώτα δείγματα γραφής της απιστίας των:
1
σκληροκαρδίαν, ότι τοις θεασαμένοις αυτών
εγηγερμένον ουκ επίστευσαν.” (Μαρκ. ΙΣΤ. 14) Είναι
γεγονός ότι οι εμφανίσεις του Ιησού συνετάραξαν τους
μαθητές αλλά και ακόμη και αυτές τις μυροφόρες οι
οποίες παρότι είχαν το σθένος και
στάθηκαν στο
πλευρό Του Εσταυρωμένου Ιησού αψηφώντας τον
φόβο των Ιουδαίων. Παρόλαυτα η Ανάσταση του
Κυρίου ως υπερφυσικό φαινόμενο ήταν δύσκολο να
κατανοηθεί ακόμη και από εκείνες. Θα αντιμετωπισθεί
με δυσπιστία και ικανή δόση άγνοιας πρώτα από τη
μυροφόρα Μαγδαληνή Μαρία που θα πεί βλέποντας
κενόν τον τάφον ότι: “ήραν τον Κύριον από του
μνημείου και ουκ οίδαμεν που έθηκαν αυτόν.” (Ιωαν. Κ.
2). Μόνον ο Ιωάννης που περιγράφει για τον εαυτόν
του ως: “ο άλλος μαθητής ο ελθών πρώτος εις το
μνημείον, και είδεν και επίστευσεν. (Ιωαν. Κ. 8), μόνον
εκείνος θα πιστεύσει αφού πρώτα δεί ιδίοις όμμασι το
κενοτάφιον. Το βασικό πρόβλημα των μυροφόρων, των
μαθητών συμπεριλαμβανομένου και του Θωμά ήταν ότι
“ουδέποτε ήδεισαν την γραφήν.” (Ιωαν.Κ.9), τουτέστιν
δεν έδωσαν πότε καμία βάση στα λεγόμενα των
γραφών οι οποίες εμίλησαν για την Ανάσταση του
Χριστού, είτε διότι αγνοούσαν το αληθές περιεχόμενο
τους, είτε περισσότερο διότι ήταν ανώριμοι πνευματικά
να το κατανοήσουν. Μάλλον το δεύτερον συνέβαινε
καθώς ήταν ανώριμοι πνευματικά να ερμηνεύσουν τον
γεγονός της αναστάσεως και αυτό εξηγείται από την
απάντηση των μαθητών στον Χριστό κατά την κοινή
τους πορεία προς Εμμαούς. Σύμφωνα με τον Λουκά
εκεί ομιλούν “τα περί Ιησού του Ναζωραίου, ος εγένετο
ανήρ προφήτης δυνατός εν έργω και λόγω εναντίον
2
του Θεού και παντός του λαού.” (Λουκ. ΚΔ. 19) Οι
μαθητές όπως φαίνεται εσθιάζουν την προσοχή τους
εσφαλμένως αποκλειστικά στα θαύματα και τη
διδασκαλία του Ιησού, αλλά επουδενί δεν τα συνδέουν
με την απόλυτη κυριαρχία Του επί του θανάτου και της
φθοράς και ως Αρχηγού της ζωής. Κατά αυτόν το
λόγον το πρόβλημα της απιστίας του Θωμά δεν είναι
προσωπικό αλλά λαμβάνει συνολικό χαρακτήρα που
αφορά εξʼολόκληρου το στενό κύκλο των μαθητών και
των μυροφόρων. Δεδομένης στιγμής Θα τους
κατακευρανώσει ο Ιησούς λέγοντας τους: “Ω ανόητοι
και βραδείς της καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις
ελάλησαν οι προφήτες!” (Λουκ. ΚΔ 25) Που οφείλεται
αυτή η ανοησία και βραδύτητα καρδίας εκ μέρους των
μαθητών; Aξίζει να εξερευνήσουμε δια μέσου των
γραφών καθώς την ίδια ανοήσια και βραδύτητα
επέδειξε και ο Θωμάς μη υπολειπόμενος των άλλων
μαθητών.
Η βάση της απιστίας εσθιάζεται στο γεγονός που
θέλει τους μαθητές να βλέπουν τον διδάσκαλο τους ως
επίγειο βασιλέα ο οποίος μέλλει να αποτινάξει τον
τυρανικό Ρωμαϊκό ζυγό απο την Ιερουσαλήμ.
Βλέποντας οι μαθητές το Χριστό να συλλαμβάνεται απο
τους Ρωμαίους χάνεται κάθε προσδοκία που είχαν
χτίσει για την απελευθέρωση του γένους τους. Ήδη
ολίγο πριν από το Θείον Πάθος του Κυρίου κατά τον
Μυστικόν Δείπνον “εγένετο δε και φιλονικία εν αυτοίς,
το τις αυτών δοκεί είναι μείζων.” (Λουκ. ΚΒ. 24).
Εσθιάζουν κατά αυτόν τον τρόπον οι μαθητές την
προσοχήν τους εις τα βασιλικά αξιώματα, ποιός θα
λάβει τι και ποιός θα αναλάβει τα σκήπτρα της
κοσμικής εξουσίας. Φυσικό επόμενο είναι όταν θα
έρθει η ώρα της θλίψεως να τον αφήσουν Μόνο να
3
πορευθεί ως Αμνός άκακος και εκείνοι σαν
σκορπισμένα πρόβατα γεγονός που θα προφητεύσει
ενώπιον τους ο Κύριος να κρυφθούν στο υπερώο. “Ιδού
έρχεται ώρα, και νύν ελύληθεν, ίνα σκορπισθήτε
έκαστος εις τα ίδια και εμέ μόνον αφήτε...” (Ιωαν. ΙΣΤ.
32) Στη θέα του αδύναμου αλυσοδεμένου Διδασκάλου
τους έχουν ξεχάσει ολότελα τα περί των Γραφών περί
του Θείου Πάθους και της Αναστάσεως. Οι μαθητές
είναι ανήμποροι πνευματικά να ενοήσουν τα λόγια του
Κυρίου που τους λέγει ότι θα έχουν θλίψη στον κόσμο
και θα τους ποιήσουν αποσυνάγωγους και ότι ακόμη
κατά το σχέδιον της θείας οικονομίας, συμφέρει
Εκείνος να απέλθει ώστε να έλθει ο Παράκλητος να
τους φωτίσει, να τους ενδυναμώσει και να τους
οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν. Τους ομιλεί με
παροιμίες διότι είναι τεταραγμένοι εις την καρδίαν
τους κυριευμένοι απο φόβο και προσωπικές
ανασφάλειες. Τους επεξηγεί ότι θα μισηθούν από τον
κόσμον διότι ο κόσμος έχει μισήσει πρώτα Εκείνον.
Τους προλέγει ότι η θλίψη τους θα είνα παροδική διότι
μόλις αντικρίσουν το αναστημένο Του σώμα τότε θα
μεταβληθεί εις αναστάσιμη χαρά. “Αλλʼ η λύπη υμών εις
χαράν γενήσεται.”(Ιωαν.ΙΣΤ. 20). Με τη ρήση Του αυτή ο
Κύριος προλέγει την απιστία ως προϊόν λύπης και
απόγνωσης εκ μέρους των μαθητών Του. Εκείνοι δεν
δύνανται να Τον ενοήσουν διότι το μυαλό τους είναι
στην κοσμική εξούσια και την ανάσταση του
Ισραηλητικού γένους. Για το λόγο αυτό θα τους πεί ο
Κύριος ότι: “πολλά έχω λέγει υμίν, αλλʼ ου δύνασθαι
βαστάζειν άρτι.” (Ιωαν. ΙΣΤ .12), δεν μπορούν τη
δεδομένη στιγμή να ανταποκριθούν στην πνευματική
κρισιμότητα των περιστάσεων και να αντέξουν τους
λόγους Του λόγω της πνευματικής ανωριμότητος τους.
4
Για το λόγο αυτό θα τους μιλήσει εν παροιμίες περί της
Αναστάσεως Του προκαταβολικά πριν από το Πάθος
Του, ότι πρέπει να πορευθεί και να τους αφήσει ώστε
δια του Θείου Πάθους και της Αναστάσεως Του να τους
ετοιμάσει τόπον και να έλθει και πάλι να τους
παραλάβει λέγοντας τους χαρακτηριστικά “ίνα όπου
ειμί εγώ και υμείς ήτε.” (Ιωαν. ΙΔ. 3). Με το λόγο Του
αυτό προσπαθεί ο Κύριος προφητικώς να θέσει τα
θεμέλια της Αναστάσεως. Ο Θωμάς τότε θα τον
ερωτήσει με περισσή άγνοια, “Κύριε ουκ οίδαμε που
υπάγεις, και πως δυνάμεθα την οδόν ειδέναι;” (Ιωαν. ΙΔ.
4) Είναι φανερόν ότι η βάση της απιστίας του Θωμά ήδη
έγκειτε στην αδυναμία του να διαχωρίσει το Χριστό ως
την μοναδικήν οδόν εις την Ανάστασιν. Αδυναμία
γενική που βαραίνει το σύνολο των μαθητών και
δημιουργεί κλίμα δυσπιστίας που μετουσιώνεται στις
δύσκολες και μοναχικές στιγμές του Πάθους του Ιησού
σε ολική απιστία.
Ο Θωμάς έχει και ένα ελαφρυντικό εις την απιστίαν
του εν σχέσει με τους υπόλοιπους μαθητάς, καθώς ήτο
απών κατά την φανέρωση του Ιησού ενώπιον των
ένδεκα όπως ελέχθη. Όταν όμως ο Θωμάς θα
αντικρίσει το γεμάτο ουλές και τρυπήματα αλλά απαθές
και αθάνατο σώμα του Ιησού όπως χαρακτηριστικά
περιγράφεται από τον Γρηγόριο Παλαμά, το οποίο
πέρασε μυστηριωδώς διαμέσου των κεκλεισμενων
θυρών, τότε θα αφήσει όπισθεν τα περί της
ψηλαφήσεως και θα αναφωνήσει “ο Κύριος μου και ο
του οποίου αναδυόταν μέσα από της ουλές Του που τον
έκαναν αναγνωρίσιμο στο Θωμά, ο οποίος στη Θέα του
ακτίστου φωτός δεν χρειάστηκε να ψηλαφήσει, διότι
δεν το ήθελε καθώς δεν είχε απλά ανάγκη να το πράξει.
Στα στιχηρά ιδιόμελα αυτό τονίζεται και από τον Ιωάννη
τον Μοναχό ο οποίος παρότι συνεχώς τονίζει το
γεγονός της ψηλάφησεως αφήνει και ένα παραθυράκι
λέγοντας ότι: “Πεισθείς δε και ο Θωμάς τη οράσει των
χειρών και της πλευράς σου, Κύριον και Θεόν σε
ομολόγησε.” Στο συγκεκρίμενο ύμνο περιγράφεται
σαφέστατα όχι “τη ψηλαφήσει των χειρών και της
πλευράς σου” όπως θα περιμέναμε εκ μέρους του
Θωμά αλλά ο ύμνος αναφέρει “τη οράσει των χειρών
και της πλευράς σου”. Σαφώς εδώ σημαίνει ότι ο Θωμάς
δεν χρειάστηκε να ψηλαφήσει ποτέ αλλά καθώς είδε τη
Θέα του ακτίστου φωτός ήταν αρκετή για εκείνον και
μετά φόβου εβόησεν και Θεόν ομολόγησεν.
Ο Θωμάς φωτίσθηκε από την έλαμψη της άκτιστης
ενέργειας και ο πρώη διστάζων εθεολόγησε τελεότατα
κατά τον Παλαμά λέγοντας το διαχρονικό “Ο Κύριος
μου και ο Θεός μου.” Η απιστία του Θωμά μετεβλήθει
εις ευπιστίαν και της ψυχής του το δυσπειθές
οικονομικώς κατηξιώθη όχι μόνο να πιστεύσει αλλά και
δια της ομολογίας του να ανέλκυσει βυθόν θεολογίας
της εγέρσεως του Κυρίου κατά τα προσόμοια του
Ιωάννου του Μοναχού. Ω της καλής απιστίας και θείας
ομολογίας του Θωμά, δόξα σοι Αναστάντα Κύριε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.