Γράφει ο Κώστας Παναγόπουλος, costasp247@gmail.com
Λογομαχούσε ένα ζευγαράκι, επί ώρες έξω από το σπίτι του. Είπε από μέσα του ο παππούς, «κάποια στιγμή θα το διαλύσουν, δεν μπορούν να το κρατήσουν για ώρες».
Πήγε έξι, πήγε εφτά, πήγε οκτώ. Το ζευγαράκι σταθερό. Δεν το διέλυε με τίποτες.
Ήταν δύο νέα παιδιά, καθισμένα χάμω στο πεζοδρόμιο, προσπαθώντας να λύσουν τις δυσχέρειες τους, επί ώρες με φωνές, με γλύκες, με αγκαλιές και ξανά χωρίσματα, με ερωτήματα του μέλλοντος τους: για το αν θα προχωρήσουν, ή όχι, την αγάπη τους.
Ο παππούς, τι να κάνει; Είδε που πέρασαν οι ώρες κι ο πόλεμος ακόμη κρατούσε. Να βοηθήσω, σου λέει. Παίρνει το κομποσκοίνι του, βολεύεται στην καρέκλα του, ξεκινάει να εύχεται:
«Άγιε Ιωάννη Χρυσόστομε, άντε τα παιδάκια εκεί δα… Πάντρεψέ τα, Άγιε μου, να τελειώνουμε…».
Ξανά ο παππούς: «Άγιε Ιωάννη Χρυσόστομε, εσύ που έγραψες τόσα θαυμαστά περί της συζυγίας, άντε τα παιδάκια εκεί δα…. Πάντρεψέ τα, Άγιε μου, να τελειώνουμε…».
Πήγε δέκα, έντεκα, δώδεκα. Ο παππούς στο κομποσκοίνι του για τα άγνωστα παιδιά του πεζοδρομίου και τα παιδιά μαλώματα και πάλι γλύκες και πάλι χωρίσματα.
Πόλεμος!! Νίκησε ο παππούς στις μία παρά τέταρτο…
«Θα έρθω να σε ζητήσω την Κυριακή» είπε ο νεαρός απέξω. Πω πω, τι χαρά το κοριτσάκι!
«Δόξα σοι ο Θεός» είπε από μέσα ο παππούς.
Έκλεισε το παντζούρι του, ετοιμάστηκε για ύπνο μ’ ένα δάκρυ. Θυμήθηκε τα δικά του, που είχε ζητήσει τη δικιά του πριν 43 χρόνια. Μα, τώρα, εκείνη είχε φύγει, τώρα πια στους ουρανούς ελαφριά, και τώρα ο καημένος για τη μνήμη της είχε πολεμήσει - επί ώρες - για το ζευγαράκι.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε την ψυχή της». Έπεσε. Μ' ένα δάκρυ.
Ποτέ δεν ξέρεις, ποιος, που, πότε και γιατί προσευχήθηκε για σένα. Νομίζεις τη νίκη για δική σου, αλλά η νίκη είναι άλλου - αλλουνού, ανθρώπου εμπόλεμου και δυνατού.
Λογομαχούσε ένα ζευγαράκι, επί ώρες έξω από το σπίτι του. Είπε από μέσα του ο παππούς, «κάποια στιγμή θα το διαλύσουν, δεν μπορούν να το κρατήσουν για ώρες».
Πήγε έξι, πήγε εφτά, πήγε οκτώ. Το ζευγαράκι σταθερό. Δεν το διέλυε με τίποτες.
Ήταν δύο νέα παιδιά, καθισμένα χάμω στο πεζοδρόμιο, προσπαθώντας να λύσουν τις δυσχέρειες τους, επί ώρες με φωνές, με γλύκες, με αγκαλιές και ξανά χωρίσματα, με ερωτήματα του μέλλοντος τους: για το αν θα προχωρήσουν, ή όχι, την αγάπη τους.
Ο παππούς, τι να κάνει; Είδε που πέρασαν οι ώρες κι ο πόλεμος ακόμη κρατούσε. Να βοηθήσω, σου λέει. Παίρνει το κομποσκοίνι του, βολεύεται στην καρέκλα του, ξεκινάει να εύχεται:
«Άγιε Ιωάννη Χρυσόστομε, άντε τα παιδάκια εκεί δα… Πάντρεψέ τα, Άγιε μου, να τελειώνουμε…».
Ξανά ο παππούς: «Άγιε Ιωάννη Χρυσόστομε, εσύ που έγραψες τόσα θαυμαστά περί της συζυγίας, άντε τα παιδάκια εκεί δα…. Πάντρεψέ τα, Άγιε μου, να τελειώνουμε…».
Πήγε δέκα, έντεκα, δώδεκα. Ο παππούς στο κομποσκοίνι του για τα άγνωστα παιδιά του πεζοδρομίου και τα παιδιά μαλώματα και πάλι γλύκες και πάλι χωρίσματα.
Πόλεμος!! Νίκησε ο παππούς στις μία παρά τέταρτο…
«Θα έρθω να σε ζητήσω την Κυριακή» είπε ο νεαρός απέξω. Πω πω, τι χαρά το κοριτσάκι!
«Δόξα σοι ο Θεός» είπε από μέσα ο παππούς.
Έκλεισε το παντζούρι του, ετοιμάστηκε για ύπνο μ’ ένα δάκρυ. Θυμήθηκε τα δικά του, που είχε ζητήσει τη δικιά του πριν 43 χρόνια. Μα, τώρα, εκείνη είχε φύγει, τώρα πια στους ουρανούς ελαφριά, και τώρα ο καημένος για τη μνήμη της είχε πολεμήσει - επί ώρες - για το ζευγαράκι.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε την ψυχή της». Έπεσε. Μ' ένα δάκρυ.
Ποτέ δεν ξέρεις, ποιος, που, πότε και γιατί προσευχήθηκε για σένα. Νομίζεις τη νίκη για δική σου, αλλά η νίκη είναι άλλου - αλλουνού, ανθρώπου εμπόλεμου και δυνατού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας απλά με κόσμιο τρόπο.