Ἀπὸ τὸν πατέρα Παναγίωτη Γκέζο
Πρώτη Κυριακή τοῦ
Λουκὰ σήμερα, ἀγαπητοί. Ἀπὸ σήμερα ἀρχίζει καὶ διαβάζεται στὶς ἐκκλησίες μας τὸ
Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκὰ, μέχρι τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου.
Τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο
μᾶς μεταφέρει στὴν παραλία τῆς λίμνης
Γεννησαρέτ. Έκεῖ εὑρισκεται ὁ Χριστός μας, ἀνάμεσα σὲ ἀμέτρητο πλῆθος. Ὕπάρχει
τόσος συνωστισμός, ὅλοι θέλουν νὰ ἔλθουν κοντά Του, νὰ Τὸν ἀκουμπήσουν, νὰ πάρουν
τὴν εὺχή Του, τὴ δύναμή Του, νὰ Τὸν δοῦνε καὶ νὰ εὐφρανθοῦνε. Ὑπῆρχε, ὅμως, κίνδυνος
ἀπ’ τὸν συνωστισμό, νὰ πέσουν στὴ θάλασσα καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ μέρος τοῦ πλήθους.
Γι’ αὐτὸ παρεκάλεσε ἕνα καράβι, ποὺ ἦταν κοντά, νὰ Τὸν παραλάβει. Ανέβηκε στὸ
καράβι, ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνος Πέτρου, καὶ ἀπὸ κεῖ τὸ χρησιμοποίησε ὡς ἄμβωνα καὶ
μίλησε στὰ πλήθη.
Καὶ ὕστερα, θέλοντας
ἀφενὸς νὰ ἀποζημιώσει τὸν Πέτρο, γιὰ τὴν ἐκδούλευση αὐτὴ ποὺ Τοῦ ἔκαμε, καὶ ἀφετέρου
νὰ κάμει τὴν ἀρχὴ τῆς κλήσεως τῶν Μαθητῶν Του, διέταξε τὸν Πέτρο νὰ προχωρήσει
στὸ βάθος τῆς θάλασσας, γιατὶ ὅλη τὴ νύκτα εἶχαν κοπιάσει μαζὶ μὲ τοὺς συνεταίρους
του, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ δὲν εἶχαν πιάσει τίποτε. Καὶ τοῦ λέει:
«Προχώρα στὸ βάθος, καὶ ρίξε τὰ δίκτυα».
Ὁ Πέτρος γλυκὰ ἀρνήθηκε,
καὶ Τοῦ ΄πε πώς «Ὅλη τή νύκτα ἐκοπιάσαμε, καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε. Ἀφοῦ τό λές,
θά τὸ κάμω». Καὶ προχώρησε μὲ τὸ καράβι του στὸ βάθος, ἔχοντας ἐπάνω, ὅμως, καὶ
τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸ εἶναι. Ὅταν στὴν ἐργασία μας καὶ στὴν ζωή μας ἔχομε τὸν
Κύριο, προκύπτουν μεγάλες ευλογιές καὶ μεγάλα καλά. Ἔριξαν, λοιπόν, τὰ δίκτυα
καὶ ἔπιασαν τόσα πολλὰ ψάρια, ποὺ κινδύνευε τὸ δίκτυ νὰ σχιστεῖ. Κάλεσαν καὶ τοὺς
συνεταίρους, τοὺς «κοινωνούς», ὅπως λέει ὡραῖα τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς
βοηθήσουν, κι ἔβγαλαν τὸ δίκτυ ἀπὸ τὴ θάλασσα, καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα, τὰ
ἁλιευτικά τους, τὰ ὁποῖα κινδύνευαν ἀπὸ τὸ βάρος νὰ βυθισθοῦν.
Ὁ Πέτρος εἶδε τὸ
θαῦμα, διαπίστωσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἰησου Χριστοῦ, τοῦ θεανθρώπου, καὶ πέφτει στὰ
γόνατα τοῦ Κυρίου,καὶ Τὸν παρακαλεῖ νὰ φύγει ἀπ’ τὸ καράβι του, γιατὶ ἦταν ἀνάξιος
νὰ Τὸν ἔχει. Ἔτσι εἶναι. Ὅσο πλησιάζομε τὸν Θεάνθρωπο, τόσο βλέπομε τὸ φῶς Του
καὶ συνάμα καὶ τὴ δική μας μικρότητα. Καὶ δὲν ξέρουμε τὶ νὰ κάνουμε. Ἐνῶ θέλουμε
τὸν Κύριο, Τὸν παρακαλοῦμε συνάμα νὰ φύγει, γιατὶ δὲν μποροῦμε νὰ συγκριθοῦμε
μαζί Του. Ἐκεῖνος, ὅμως, δὲν φεύγει, μένει πάντα κοντά μας καὶ μᾶς εὐλογεῖ.
Καὶ στὴ συνέχεια,
ἀφοῦ θαμβώθηκε, ὅπως εἴπαμε, ὁ Πέτρος μὲ τὴ θαυμαστὴ ἁλιεία, τοῦ λέγει, ἀπευθυνόμενος
συνάμα καὶ στοὺς ἄλλους: «Μὴ φοβάσαι ἀπὸ τώρα θὰ γίνεις ψαρᾶς ἀνθρώπων. Δὲν θὰ ἀλλάξεις
ἐπάγγελλμα, ἀλλὰ θὰ ἀλλάξεις ἀντικείμενο, καὶ θὰ φέρνεις τοὺς ἀνθρώπους – μὲ τὸ
δίχτυ τῆς Ἐκκλησίας – στὸν Παράδεισο». Τὸσο ἐνθουσιάστηκαν οἱ τέσσερεις πρῶτοι
Μαθηταί, ποὺ τὰ ἄφησαν ὅλα, ἀκόμα καὶ τὰ ψάρια, καὶ Τὸν ἀκολούθησαν.
Ἔτσι ἔχομε μιὰ ἐπικοινωνία
τοῦ Διδασκάλου μὲ τοὺς Μαθητὲς, τοῦ Χριστοῦ
μὲ τοὺς Χριστιανοὺς. Ὁ στόχος αὐτὴς τῆς ἐπικοινωνίας δὲν εἶναι νὰ ἐξασφαλίσει συμφωνία καὶ συναίνεση ἀλλὰ νὰ βοηθήσει τοὺς
χριστιανοὺς νὰ ἀκούσουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν μεταφράσουν σὲ πράξη στὴν
ζωή τους.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ κοινότητα τοῦ Ἁγίου Πνεῦματος, εἶναι τὸ ὄργανο ποὺ ἐδημιούγργησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μιλήσει καὶ νὰ δράσει γιὰ λογαριασμό Του σὲ κάθε γενιὰ. Ἡ Ἐκκλησία χρειάζεται νὰ ἐργάζεται στὸν κόσμο, καὶ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ βιώνει τὴν δημιουργικὴ ἔνταση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὶς σωστικὲς ἐπιδιώξεις τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἐγωκεντρικοὺς σκοποὺς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἀδελφότητα τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑπάρχει ὄχι μόνο γιὰ νὰ διακηρύττη τὴν ἀλήθεια τοῦ Ἐυαγγελίου ἀλλὰ νὰ τὴ ζεῖ στὸ χῶρο τοῦ προσωπικοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ.
Ἀαφαλῶς καὶ εἶναι ἀναγκαία, ἡ γνώση, ἡ παιδεία καὶ ἡ θεολογία. Ἄν ὅμως αὐτὰ δὲν ἔχουν ἕνα ἵστορικὸ ἀντίκρυσμα στὴν καθημερινὴ πράξη καὶ δὲν ἐπιβοηθοῦν τὸ ἔργο διακονίας στὸ πρόσωπο καὶ τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ, τότε « εἰς μάτην κοπιῶμεν καὶ ἐργαζῶμεθα».
Τὸ συμπέρασμα: Ἄμα μπεῖ στὴ ψυχή μας ἡ ἀγάπη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ, «ο πολύτιμος μαργαρίτης», τὰ ἀφήνουμε ὅλα καὶ Τὸν ἀκολουθοῦμε. Καὶ νομίζω πὼς κάνουμε τὸ καλύτερο.
Πηγή : Ἀρχιμ. Ἀνανίας Κουστένης, 23/9/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου