Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, οἱ παπποῦδες μας, ἔλεγαν «ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, πρέπει νὰ δώσουμε ἕναν ὁρισμὸ γιὰ τὶς λέξεις «λοιμὸς» καὶ «λιμός» ποὺ εἶναι ὁμόηχες.
Ἡ λέξη «λοιμὸς» σημαίνει κάθε ἐπιδημία ποὺ προέρχεται ἀπὸ γνωστὴ ἤ ἄγνωστη μολυσματικὴ ἀσθένεια καὶ συνήθως εἶναι θανατηφόρα.
Ἡ ὁμόηχη λέξη «λιμός» σημαίνει τὴν πολὺ μεγάλη πείνα ποὺ ὀφείλεται σὲ ἔλλειψη τροφίμων
σὲ μιὰ περιοχή. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ λέξη παράγεται καὶ ἡ λέξη «λιμοκτονῶ» ποὺ σημαίνει πεινάω πολύ ἤ, ὅπως τὸ λέει ὁ ἁπλὸς λαός, πεθαίνω τῆς πείνας. Ἐμεῖς στὸ ἄρθρο μας αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε μόνο μὲ τὸν λοιμό.
Στὸ Λειτουργικὸ Εὐχολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει ἰδιαίτερη μέριμνα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἰδιαιτέρων κατὰ περίπτωση εὐχῶν, καὶ γιὰ τὶς λοιμικὲς νόσους μὲ μιὰ σειρὰ εὐχῶν.
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ὅτι ἡ παράδοση ὁρίζει ὅτι οἱ εὐχὲς ποὺ ἀναφέρονται σὲ λοιμικὲς νόσους συνοδεύονται μὲ ἐπιτέλεση τῆς ἀκολουθίας τοῦ μικροῦ ἁγιασμοῦ (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 2008, βάσει τῆς ἐν Βενετίᾳ β’ ἐκδ. 1862 ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς Τυπογραφίας τοῦ Φοίνικος, σ. 339-347 καὶ καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, ἐκδ. Α’ Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2012, ἐκ τοῦ μεγάλου σχήματος, σ. 13-34) ποὺ ἐπιτελεῖ πρωτίστως ὁ ἱερέας καὶ κατόπιν, ἀφοῦ γίνει ὁ ραντισμὸς τῶν παρευρισκομένων πιστῶν μὲ τὸν Ἁγιασμὸ, ραντίζει ἐν πομπῇ ὁ ἱερέας παντοῦ.
Σχηματίζεται δὲ καὶ ἱερὰ λιτανεία μὲ τὰ ἐξαπτέρυγα, τὸν Σταυρό, τὰ λάβαρα, τὶς λαμπάδες, τὰ θυμιατὰ καὶ τὰ ἱερὰ εἰκονίσματα, τὰ ὁποία μετ’ εὐλαβείας κρατάει στὰ χέρια του ὁ πιστὸς λαός ἀκολουθώντας τὴν πομπή.
Ὁ ἱερέας μὲ τὸ ἕνα χέρι του βαστᾶ τὸ σταυρὸ εὐλογίας ἐνῶ μὲ τὸ ἄλλο ραντίζει ἀπ’ ὅπου διέρχεται ἡ ἱερὰ πομπὴ καὶ σὲ στάσεις ποὺ γίνονται καθ΄ ὁδὸν ὁ ἱερέας κάνει ἐκτενὴ καὶ διαβάζει ἀπὸ μία σχετικὴ γιὰ τὴν περίσταση τῆς λοιμικῆς ἀσθενείας ἤ πανδημίας εὐχή.
Αὐτὲς οἱ εὐχὲς εἰς λοιμικὴν νόσον στὸ ἔντυπο εὐχολόγιο (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 2008, βάσει τῆς ἐν Βενετίᾳ β’ ἐκδ. 1862 ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς Τυπογραφίας τοῦ Φοίνικος) εἶναι πέντε στὸν ἀριθμόν.
Ἡ πρώτη ἐπιγράφεται ὡς «Εὐχὴ εἰς λοιμικὴν νόσον» (ὅ.π. σ. 548-553) «Παντοκράτορ, Δέσποτα, μακρόθυμε, πολυέλεε, εὐδιάλλακτε, φιλάνθρωπε......». Εἶναι μιὰ μακροσκελὴς εὐχή.
Ἡ δεύτερη εὐχὴ φέρει ὡς τίτλο «Εὐχὴ εἰς πληγὴν θανατικοῦ» (ὅ.π. σ. 553-555) «Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἡ τῶν οἰκτιρμῶν ἀνεξάντλητος πηγή....».
Ἡ τρίτη εὐχή φέρει κι αὐτὴ τίτλο, ὅπως καὶ ἡ προηγουμένη εἰς πληγὴν θανατικοῦ, μιᾶς καὶ εἶναι συνέχεια τῆς δευτέρας εὐχῆς, «Εὐχὴ ἑτέρα» (ὅ.π. σ. 555-556) «Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σου, πανάγαθε Δέσποτα....».
Ἀκολουθοῦν ἄλλες δύο εὐχές ποὺ εἶναι ποιήματα τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κων/πόλεως Καλλίστου μὲ τίτλο «Εὐχὴ ἱκετήριος πρὸς Θεόν, λεγομένη ἐν καιρῷ λοιμοῦ, καὶ λιμοῦ» (ὅ.π. σ. 557) «Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὴν ὁρωμένην ταύτην κτίσιν, δημιουργικῇ σου προστάξει...» καί,
«Εὐχὴ ἑτέρα» (ὅ.π. σ. 558) συνέχεια τῆς προηγουμένης μὲ συγγραφέα τὸν ἴδιο συντάκτη «Ὁ τῶν θαυμασίων Θεός, ὁ καὶ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἐργασάμενος....».
Στὸ Εὐχολόγιον τὸ Μέγα τῶν πέντε παραπάνω εὐχῶν προτάσσεται καὶ ἰδιαίτερος κανόνας μὲ τίτλο «Κανὼν εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ εἰς πάντας τοὺς Ἁγίους εἰς ἀπειλὴν λοιμικῆς ἀσθενείας» εἰς ἦχ. πλ. δ’ (ὅ.π. σ. 543-547) μὲ πρῶτο τροπάριον τῆς α’ ὠδῆς «Ἡ παντουργὸς καὶ συμφυὴς καὶ σύνθρονος».
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἱερέας δύναται ἀντὶ τῆς ἐπιτελέσεως τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ νὰ τελέσει τὸν Κανόνα, ὅπως τελεῖται ἡ ἱερὰ Παράκληση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (μικρὸς καὶ μεγάλος Παρακλητικοὶ κανόνες) καὶ πρὶν τὸ Δι’ εὐχῶν τῆς ἀκολουθίας νὰ ἐπισυνάψει κάποια ἤ ὅλες τὶς σχετικὲς μὲ τὸν λοιμὸ εὐχές.
Ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω πέντε εὐχῶν στὸ Εὐχολόγιον τὸ Μέγα (σ. 572-579) ὑπάρχουν καὶ ἄλλλες πέντε εὐχὲς μὲ τίτλο «Εὐχαὶ ἐπὶ συμφορᾷ λαοῦ τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Καλλίστου».
Σὲ ὑποσημείωση κάτω ἀπὸ τὸν ἀνωτέρω τίτλο γράφεται τὸ ἀκόλουθο: «Ἰστέον, ὅτι αὗται αἱ ἤδη προκείμεναι Εὐχαὶ λέγονται καὶ εἰς Λοιμικὴν ἀσθένειαν». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δύναται ὁ ἱερεὺς νὰ ἀναγνώσει ἐν συνόλῳ δέκα εὐχές.
Αὐτὲς οἱ ἕτερες πέντε εὐχὲς ἔχουν ὡς συντάκτη τους, σύμφωνα μὲ τὸν τίτλο τοῦ ἐκδότου, τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχου Καλλίστου. Αὐτὲς οἱ ἕτερες εὐχὲς εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
Α) «Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ ἐλέους, ὁ πάσης ἀγαθότητος χορηγός, καὶ τῶν θαυμασίων Θεός....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 572-573).
Β) Εὐχὴ ἑτέρα τοῦ αὐτοῦ «Ἄναρχε Βασιλεῦ, ἀόρατε, ἀνεξιχνίαστε, ἀκατάληπτε, καὶ ἀνέκφραστε....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 574).
Γ) Εὐχὴ ἑτέρα τοῦ αὐτοῦ «Ὑπεράγαθε Κύριε, Δημιουργὲ τοῦ παντός, οὗ τὸ ἔλεος ἀμέτρητον....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 574-575).
Δ) Εὐχὴ ἑτέρα τοῦ αὐτοῦ «Εὐδιάλλακτε Κύριε, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε, χορηγὲ πάσης κτίσεως λογικῆς τε καὶ νοερᾶς....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 575-576) καί,
Ε) Εὐχὴ ἑτέρα ὑπὲρ τοῦ Χριστωνύμου λαοῦ, Τοῦ αὐτοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχου Καλλίστου «Σοῦ δεόμεθα, καὶ σὲ παρακαλοῦμεν ἐκτενῶς, τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα τοῦ Κυρίου...» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 577-578).
Ἐκτὸς τούτων στὸ Εὐχολόγιον τὸ Μέγα (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ὅπ. π. σ. 603, ἀλλὰ καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, ἐκδ. Α’ Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2012, ἐκ τοῦ μεγάλου σχήματος, σ. 335) ὑπάρχει καὶ μιὰ ἰδιαίτερη ἀκολουθία μὲ τίτλο «Τροπάρια ὅταν σταυροῖ ὁ Ἱερεὺς πάθος νοσήματος διὰ τῆς ἁγίας Λόγχης», ποὺ δύναται νὰ χρησιμοποιήσει ὁ ἱερέας σὲ προκύπτουσες ἀνίατες καὶ μὴ ἀσθένειες μὲ τὴν ἁγία Λόγχη.
Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία δύναται νὰ γίνει συναπτὰ μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ μικροῦ Ἁγιασμοῦ πρὸ τοῦ Δι’ εὐχῶν, ἤ μετὰ ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἤ τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου, ἤ μετὰ τὴν θεία μετάληψη, τὴν κατ’ οἶκον ἐπὶ κλίνης ἀσθενοῦντος, ἤ μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἤ ἀκόμη μὲ Εὐλογητός, Τρισάγιον, Ἀπολυτίκιον π.χ. ἁγίων Ἀναργύρων, Ἐκτενής, τὰ τρία τροπάρια, σταύρωσις διὰ τῆς λόγχης καὶ ἀπόλυσις.
Ἐπίσης στὸ Εὐχολόγιον τὸ Μέγα (ὅ.π. σ. 231) ὑπάρχει μία εὐχὴ (αὐτὴ συμπεριλαμβάνεται καὶ εἰς τὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 336) μὲ τίτλο εἰς πᾶσαν τὴν ἀσθένειαν, καὶ ἄλλες δύο ἀκόμη στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον (ἐκδ. Α’ Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2012, ἐκ τοῦ μεγάλου σχήματος, σ. 336-338) μὲ ἄλλους τίτλους ἤ «εὐχὴ εἰς ἀσθενοῦντα», ἤ «εὐχὴ ἐπὶ πᾶσαν ἀσθένειαν», ἤ «εὐχὴ εἰς πᾶν εἶδος ἀσθενείας», τὶς ὁποῖες δύναται ὁ κάθε ἱερέας νὰ τὶς ἐπισυνάψει σὲ ἄλλες ἀκολουθίες ποὺ προαναφέραμε στὴν προηγούμενη περίπτωση.
Οἱ εὐχὲς αὐτὲς εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
Α) Εὐχὴ ἐπὶ πᾶσαν ἀσθένειαν «Δέσποτα Παντοκράτορ, ἰατρὲ ψυχῶν καὶ σωμάτων, ὁ ταπεινῶν καὶ ἀνυψῶν» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 231, Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 336).
Β) Εὐχὴ εἰς ἀσθενοῦντα «Δέσποτα Κύριε Σαββαώθ, ὁ Θεὸς ἡμῶν....» (Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 336) καί,
Γ) Εὐχὴ εἰς πᾶν εἶδος ἀσθενείας «Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὰ χρόνια καὶ δεινὰ πάθη λόγῳ θεραπεύσας» (Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 337-338).
Οἱ εὐχὲς τῶν ἐξορκισμῶν.
Ἐπίσης στὴν χειρόγραφη λειτουργική μας παράδοση ὑπάρχουν γιὰ κάθε μορφὴ ἀσθενείας, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν λεγομένων ψυχικῶν νοσημάτων ἀλλὰ καὶ τῶν δαιμονισμῶν, καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία προτείνει, εὐχὲς ἐπονομαζόμενες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (τρεῖς εὐχὲς) καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (τέσσερεις εὐχές).
Καὶ αὐτὲς τὶς εὐχὲς ἀκώλυτα δύναται νὰ τὶς διαβάζει ὁ κάθε ἱερέας. Τελευταίως ἐξ ἀδιακρισίας τῶν ἴδιων τῶν ὑπευθύνων κληρικῶν διαβάζονται κατόπιν ἐντολῆς, πνευματικῆς ἀδείας καὶ εὐλογίας τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου-Μητροπολίτου.
Αὐτὲς οἱ εὐχὲς ποὺ φέρουν ὡς τίτλο: «Εὐχαί, ἤτοι Ἐξορκισμοὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πρὸς τοὺς πάσχοντας ὑπὸ δαιμόνων, καὶ πρὸς ἑκάστην ἀσθένειαν (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 147-152, Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 323-329 καὶ Εὐχαὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, σ. 152-156, Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 329-335)» εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Α) «Ὁ Θεὸς τῶν θεῶν, καὶ Κύριος τῶν κυρίων, ὁ τῶν πυρίνων ταγμάτων δημιουργός....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 147-148 καὶ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 323-324).
Β) Τοῦ αὐτοῦ, «Ἐξορκίζω σε τὸν ἀρχέκακον τῆς βλασφημίας, τὸν ἀρχηγὸν τῆς ἀνταρσίας...» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 148-150 καὶ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 324-327) καί,
Γ) Εὐχὴ ἑτέρα τοῦ αὐτοῦ, «Ὁ Θεὸς τῶν οὐρανῶν, ὁ Θεὸς τῶν φώτων, ὁ Θεὸς τῶν Ἀγγέλων τῶν ὑπὸ τὴν σὴν ἰσχύν...» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 150-152 καὶ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 327-329).
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Α) Εὐχὴ τοῦ Χρυσοστόμου, «Ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος, ὁ λυτρωσάμενος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ διαβόλου....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 152 καὶ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 329-330).
Β) Εὐχὴ ἑτέρα τοῦ αὐτοῦ, «Ὁ πᾶσιν ἀκαθάρτοις πνεύμασιν ἐπιτιμήσας, καὶ δυνάμει ρήματος ἐκδιώξας....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 152-153 καὶ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 330).
Γ) Εὐχὴ ἑτέρα τοῦ αὐτοῦ, «Ἐπικαλούμεθά σε, Δέσποτα, Θεὲ Παντοκράτορ, ὕψιστε, ἀπείραστε....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 153 καὶ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 330-331).
Δ) Εὐχὴ ἑτέρα τοῦ αὐτοῦ, «Τὴν θείαν τε καὶ ἁγίαν, καὶ μεγάλην, καὶ φρικτήν, καὶ ἄστεκτον ὀνομασίαν....» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 153-156 καὶ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 331-335).
Τὸ Ἱερὸν Μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου
Μιὰ ἄλλη καλὴ λειτουργικὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πανδημιῶν, ἀσθενειῶν γενικότερα, εἶναι καὶ τὸ ἱερὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου.
Αὐτὸ τὸ μυστήριο τελεῖται κάθε Μεγάλη Τετάρτη στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅποια ἄλλη χρονικὴ στιγμὴ ἀποφασίσει ὁ ἑκασταχοῦ ἐπίσκοπος καὶ οἱ ἱερεῖς. Δύναται νὰ ἐπιτελεῖται καὶ σὲ σπίτια ἀσθενῶν.
Σὲ δύσκολες περιστάσεις τοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων καὶ κωλυομένων αὐτῶν νὰ συμμετάσχουν προσευχητικῶς καὶ αὐτοπροσώπως εἰς τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου δύναται νὰ τὸ ἐπιτελεῖ ὁ ἱερέας καὶ νὰ τὸ διανέμει κατὰ διάκρισιν.
Τὸ μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου βρίσκεται στὸ Εὐχολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας «Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἐλαίου» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 260-288 καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 161-215) καὶ δύνανται νὰ τὸ ἐπιτελοῦν μόνον οἱ ἔχοντες τὸ χάρισμα τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης κληρικοί μας, ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι.
Εὐχὴ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν
Ἀκόμη στὸ Εὐχολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἐντοπίζεται καὶ μία ἀκόμη εὐχὴ ποὺ φέρει τὸν τίτλο: «Εὐχὴ εἰς ἀσθενῆ, καὶ μὴ ὑπνοῦντα, ἤ ὡς λέγεται τῶν Ἁγίων Ἑπτὰ Παίδων» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 387-388 καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 339-341).
Αὐτὴν τὴν εὐχὴ τὴν διαβάζει ὁ ἱερέας σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀσθενεῖ, δηλαδὴ εἴτε ἐκ φόβου, εἴτε ἐκ ζάλης, εἴτε ἀπὸ δειλία, εἴτε ἀπὸ βαρειὰ ἀσθένεια, εἴτε ἀπὸ ψυχολογικὰ προβλήματα καὶ ἀδυνατεῖ νὰ κοιμηθεῖ.
Σὲ δύσκολες περιστάσεις τοῦ βίου μας, ὅπως πανδημίες, μεταδοτικὲς ἀσθένειες-λοιμοὶ δύναται νὰ τὴν διαβάζει ὁ ἱερέας συναπτὰ μὲ ὅσες ἐκ τῶν παραπάνω ἀκολουθιῶν προαναφέραμε.
Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁποιαδήποτε εὐχὴ κι ἄν ἐντοπίζουμε μέσα στὴ χειρόγραφη λειτουργική μας παράδοση ποτὲ δὲν τὴν διαβάζει κάποιος ἱερέας αὐτονομημένα, ἀλλὰ πάντα στὸ σχῆμα μιᾶς ἀκολουθίας, καὶ συνήθως ἡ εὐχὴ ποὺ ἐπιλέγει γιὰ νὰ διαβάσει κατὰ περίσταση ἕπεται τῆς ὅποιας ἀκολουθίας ἤ μυστηρίου ἐπιτελέσει.
Αὐτὸς θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι ἕνας ἄγραφος λειτουργικὸς κανόνας ποὺ ὀφείλει νὰ τηρεῖ ὁ κάθε ἱερέας. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ καταλάβει καὶ νὰ τὸ ἐμπεδώσει καλύτερα ὀφείλει πρῶτα νὰ μαθητεύσει κοντὰ σὲ πεπειραμένους καὶ εὐλαβεῖς κληρικούς.
Ἡ Ἀκολουθία τῆς ἱερᾶς Παρακλήσεως.
Μιὰ ἰδιαίτερα ἀγαπητὴ ἀκολουθία ποὺ καταφεύγει ὁ πολὺς κόσμος σὲ δύσκολες περιστάσεις τοῦ βίου του, ἰδιαιτέρως σὲ μεγάλα προβλήματα τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ ἱερὰ Παράκληση τῆς Παναγίας μας.
Αὐτὴ στὸ Εὐχολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας φέρει τὸν τίτλο: «Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ψαλλομένου ἐν πάσῃ περιστάσει, καὶ θλίψει ψυχῆς» (Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, σ. 580-587, Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, σ. 484-508).
Αὐτὴ ἐπιτελεῖται μετὰ ἱερέως ἤ χωρὶς ἱερέα, κατὰ μόνας, στὴν ἀτομική μας προσευχή, στὸ σπίτι μας, στὸ δρόμο, στὴν ἐξοχή, στὸ αὐτοκίνητο, στὶς διακοπές μας.
Γενικὰ δύναται νὰ τελεῖται παντοῦ, ἐν πάσῃ τῇ δεσποτείᾳ τοῦ Κυρίου μας. Εἶναι ἡ πιὸ λαοφιλὴς ἀκολουθία. Τὴν ψάλλει ἡ ἐκκλησία μας καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ δεκαπενταυγούστου.
Σὲ μερικὲς μονὲς καὶ ἐνορίες ἀνὰ τὸν κόσμο ψάλλεται τουλάχιστον μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἐνῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ σὲ μερικὰ ἄλλα μοναστήρια ψάλλεται καθ’ ὅλον τὸν μήνα Αὔγουστο.
Τὸ καταφύγιο τῶν πιστῶν ἀνθρώπων ἀναμφισβήτητα εἶναι τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία θὰ πεῖ ἐμφαντικά: «Πολλὰ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου».
Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ δύσκολες περιστάσεις τοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων ψάλλεται προκειμένου νὰ ἐπιφέρει ἡ Παναγία μας μὲ τὶς σωστικὲς πρεσβεῖες της πρὸς τὸν Δεσπότη Χριστό μας, τὸν Υἱό Της τὸν μονογενή, πᾶν τὸ ποθητόν.
1η Ἀναγκαία σημείωση: Αὐτὲς ὅλες οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ περιστατικὲς εὐχὲς ποὺ ἀναφέραμε στὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο μας εὑρίσκονται στὰ δύο ἐν χρήσει Εὐχολόγια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Τὸ Εὐχολόγιον τὸ Μέγα δὲν εἶναι μὲν ἀπὸ τὰ ἐπίσημα λειτουργικὰ βιβλία ποὺ ἐκδίδει ὁ ἐκδοτικὸς ὀργανισμὸς τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡστόσο μὴ γενομένης κυκλοφορίας Μεγάλου Εὐχολογίου (ἄχρι τῆς σήμερον 23-3-2020) ἐπιτρέπεται ἐθιμικῷ δικαίῳ ἡ χρήση αὐτοῦ διὰ τὰς ἐκτάκτους ἀνάγκας τῶν ἱερέων.
Τὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον ἤ Ἁγιασματάριον, τὸ ἐν χρήσει, τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας εἶναι ἀπὸ πολλὰ ἔτη ἐγκεκριμένον ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ ὅλες σχεδὸν τὶς ἑλληνόφωνες ἐπισκοπὲς τοῦ κόσμου. Κατὰ βάσιν χρησιμοποιήσαμε τὶς δύο αὐτὲς ἐκδόσεις, ποὺ εἶναι πιὸ γνωστὲς καὶ πιὸ προσιτὲς σὲ ὅλους τοὺς ἱερεῖς.
Φυσικὰ στὴ χειρόγραφη λειτουργικὴ παράδοσή μας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὑπάρχει μεγαλύτερος εὐχολογικὸς πλοῦτος, τὸν ὁποῖον καὶ δὲν ἀναφέραμε σὲ παραπομπὲς στὸ ἄρθρο μας αὐτό, λόγῳ τῆς ἐπιθυμίας μας νὰ δώσουμε σὲ ἀδελφοὺς καὶ συλλειτουργοὺς ἐν μέσῳ πανδημίας μιὰ εὐκαιρία γιὰ ἱερατικὴ συναντίληψη καὶ περισσότερη προσευχή.
2η Ἀναγκαία σημείωση: Παρόλο ποὺ στὰ ἀρχαῖα λειτουργικὰ Εὐχολόγια, ὡς εἶναι ὁ Βαρβερινὸς κώδικας 336 τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Βατικανοῦ τοῦ 8ου αἰ. καὶ ἄλλα μετὰ ἀπὸ αὐτόν, δὲν ἔχουμε ἀναφορὲς σὲ ὀνόματα συντακτῶν εὐχῶν, ὡστόσο κατὰ τὰ νεώτερα ὑμνογραφήματα ἀπὸ τὸν 10ο καὶ κυρίως κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰ., λίγα χρόνια πρὸ τῆς ἐφευρέσεως τῆς τυπογραφίας 15ος-16ος αἰ., ἀρχίζουν νὰ ἐμφανίζονται στὸ εὐχολόγιον εὐχὲς ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ συντάκτου τους, ὡς εἶναι καὶ τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλως Καλλίστου τοῦ Α’ κ.ἄ.
Ὀλίγα τινὰ γιὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Κων/πόλεως Κάλλιστο τὸν Α’: Γεννήθηκε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. Ἦταν θιασώτης τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ.
Ἐμόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἐκπροσώπους τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπ’ ὅπου καὶ ἔγινε Πατριάρχης στὶς 10 Ἰουνίου 1350 μ.Χ. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων πολλῶν καὶ σπουδαίων συγγραφῶν του ἔγραψε καὶ πολλὲς λειτουργικὲς εὐχὲς σὲ δύσκολους καιροὺς γιὰ τὸ λαὸ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, οἱ ὁποῖες ἀμέσως μὲ τὴν φήμη του καὶ τὴν εὐρυμάθειά του, ἐντάχθηκαν μέσα στὸ Εὐχολόγιον τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐκοιμήθη ἀπὸ λοιμώδη νόσο ποὺ ἐνέσκυψε στὶς Σέρρες ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκε. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 20 Ἰουνίο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου