Η
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ
ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩι ΠΙΣΤΙ ΚΑΙ ΖΩΗ ΜΑΣ
---------------
Σεβασμιώτατε Δέσποτα,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Θέλω ἐν πρώτοις νά ἐκφράσω τήν εἰλικρινῆ
χαρά καί εὐχαριστίες μου γιά τήν τιμή καί εὐκαιρία πού μοῦ δίδετε, ὥστε
νά εὑρίσκωμαι σήμερα ἐν μέσῳ τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς
τοπικῆς σας ᾿Εκκλησίας, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδας, μεταφέροντας
καί τά σεβάσματα τοῦ ἁγίου Καθηγουμένου καί Γέροντός μου Ἀρχιμ. Χριστοφόρου
ὡς καί τῶν ἀδελφῶν καί Πατέρων τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου ῎Ορους.
Εὐχαριστοῦμε, Σεβασμιώτατε, γιά τήν πηγαία εὐλάβεια καί θεοφιλῆ διακονία καί ἀφιέρωσή Σας στόν Χριστό καί τήν ἀνάληψη ἐκ μέρους Σας τοῦ ὑψηλωτάτου ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀπό ἀγάπη καί ὑπακοή μόνο πρός Αὐτόν καί τήν Ἐκκλησία Του.
Σᾶς εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγάπη τήν ὁποία
ζῆτε καί ἐκφράζετε πρός τόν λαό τοῦ Θεοῦ, γιά τήν πατρική μέριμνα καί εὐγένειά
Σας, νά ἀναπαύετε ἐν Χριστῷ τόν κάθε ἄνθρωπο γιά τήν
σωτηρία του, πρᾶγμα πού γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό σέ κάθε καλοπροαίρετη ψυχή.
Σᾶς εὐχαριστοῦμε τέλος καί διά τήν ἀγάπη
Σας πρός τήν μοναστική πολιτεία καί ζωή, ὡς καί πρός ἡμᾶς αὐτούς τούς μοναχούς,
ἀποδεικνύοντας ἄλλωστε καί μ᾿ αὐτό ὄχι μόνο τήν μοναχική Σας καταγωγή ἀλλά
κυριώτατα καί τό γνήσιο καί ὀρθόδοξο φρόνημά Σας.
Δοξάζουμε
τόν ἅγιο Θεό δι᾿ ὅλα αὐτά ταπεινῶς εὐχόμενοι πρός Αὐτόν ὑπέρ ἐνισχύσεώς Σας, εἰς
ἔτη πολλά καί ὑγιεινά, γιά τήν μεγάλη καί ἱερώτατη Ἀρχιερατική Σας ἀποστολή.
------------
Ἑωρτάσαμε σύν Θεῷ σήμερα, ἀδελφοί
μου, τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων,
τήν περιφανῆ καί πνευματική αὐτή νίκη τῆς Πίστεώς μας ἔναντι τοῦ κοσμικοῦ
φρονήματος καί τοῦ διαβόλου. Καί χαρήκαμε πάλι μέσα ἀπό τήν λαμπρή
ἀκολουθία καί τά ἱερά γράμματα τόν στολισμό τόν ἅγιο καί σεμνό τῆς
Ἐκκλησίας μας, τίς πάνσεπτες μορφές τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῆς Κυρίας
Θεοτόκου, καί πάντων τῶν ἁγίων καί θεωμένων τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Μέ ἀφορμή τόν σημερινό αὐτόν μεγάλο
ἑορτασμό, πλέοντες μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ στό μέγα ἀλλά καί ὡραῖο καί κατανυκτικό
πέλαγος τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δοξάζουμε τόν φιλάνθρωπο
Κύριο γιά τήν μεγάλη Του εὐλογία, νά μᾶς ἀξιώνη νά εἴμαστε τέκνα τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Του, καί νά δεχώμαστε παντοιοτρόπως, μέσα στούς
κόλπους της, τήν ἁγιαστική καί φωτιστική Χάρι Του.
Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Πίστις μας, ἡ μόνη
ἀληθινή Πίστις τοῦ Χριστοῦ, τό καύχημα καί ὁ θησαυρός μας, εἶναι ἡ πρώτη
καί οὐσιαστική προϋπόθεση γιά τήν ἐν γένει κατά Θεόν ζωή μας. Ἐπειδή
μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀγωνίσθηκαν,
ὥστε νά παραμείνη ἀκαινοτόμητη ἡ ἄμωμος Πίστις τοῦ Χριστοῦ, καί μᾶς
τήν παρέδωσαν ἔτσι καθαρά καί τέλεια, ἔχουμε κι ἐμεῖς ἐλπίδα σωτηρίας.
Ἀφοῦ κρατοῦμε ἀνόθευτη καί ἀμόλυντη
ἀπό τίς ποικίλες ἐν μέσῳ τῶν αἰώνων αἱρέσεις καί κακοδοξίες τήν ἁγία
μας Πίστι, μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά ἀγῶνα πνευματικό, γιά δυνατότητα
μετανοίας, καθάρσεως, φωτισμοῦ, θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς τήν ὀρθήν δόξαν περί τοῦ Θεοῦ, χωρίς τά
ἱερά δόγματα καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τά πάντα
μολύνονται, ἀμαυρώνονται, ἀδυνατοῦν.
Μέ αὐτές τίς ἀρχές οἱ Ὀρθόδοξοι ἀγωνιζόμαστε
γιά τήν σωτηρία μας, ἀλλά καί μέ ὑπακοή στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία,
διαλεγόμαστε μέ τόν ὅποιο συνάνθρωπο, ἀλλόδοξο ἤ ἑτερόδοξο, ἀπό
εὐθύνη ἀγάπης γιά τήν δική του σωτηρία καί τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου
σήμερα καί στούς αἰῶνας.
Πάντοτε, ὅταν ἡ ὀρθή Πίστις εἶναι
τό ζητούμενο, ὅλα τά ἄλλα ἕπονται. Ὅλη ἡ κατά Θεόν ἄσκησή μας, ὁ ἐν
Χριστῷ ἀγώνας μας, καί ἡ ὅλη διακονία μας στήν Ἐκκλησία, ἐδῶ ἀποβλέπει: Στό νά γίνουμε καλοί Ὀρθόδοξοι, δηλ. ἄξιοι
τῆς Θεοπαραδότου ἁγιωτάτης ἡμῶν Πίστεως, τῆς Πίστεως τῶν Ἁγίων!
Ἀφοῦ ὅλοι
οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους αὐτό μᾶς παρέδωσαν,
τήν μία, ἀληθῆ κι ἀνόθευτη Πίστι τοῦ Χριστοῦ, τήν Πίστι τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Αὐτή εἶναι ἡ Πίστις πού ἐκφράσθηκε καί διατρανώθηκε μέσα
ἀπό τούς πολλούς κόπους καί θυσίες τῶν θεοφόρων Ἁγίων Πατέρων καί Οἰκουμενικῶν
Διδασκάλων, ἀπό τήν ὁμολογία τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, μέσα στήν ζωή καί
τήν ἄσκηση τῶν Ὁσίων, καί ταπεινά καί σιωπηλά διακηρύσσεται ἀπό τήν
διαχρονική συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού τελικῶς
ἀποτελεῖ καί τό κριτήριο γιά τήν ἀπλανῆ πορεία καί ζωή ὅλων μας.
---------------
Τό θέμα μας σήμερα
εἶναι “Ἡ πνευματική μας ἀσθένεια καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἐν Χριστῷ
Πίστι καί ζωή μας”, ὅπως διαπιστώνεται κυρίως μέσα ἀπό τήν λειτουργική
ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν λειτουργική
ζωή, τήν Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί σέ ὅλη ἄλλωστε τήν ἐν γένει
ζωή καί ἐμπειρία της, δύο κυρίως κεντρικά στοιχεῖα διακρίνονται,
γύρω ἀπό τά ὁποῖα κινεῖται καί περιστρέφεται ὅλος ὁ ἐν Χριστῷ ἀγώνας
γιά τήν σωτηρία μας:
-
Ἡ μεγάλη πνευματική μας ἀσθένεια,
καί
-
Ἡ ἄπειρη ἀγάπη καί φιλανθρωπία τοῦ
ἁγίου Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτά τά δύο κυρίως
σημεῖα θά ἀφιερώσουμε τόν χρόνο τῆς ταπεινῆς ὁμιλίας στήν σημερινή
σύναξη, ἀναλύοντας μερικά ἀπό ὅσα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ πεῖρα τῶν
Ἁγίων μας φωτίζει καί ἐπισημαίνει.
Η ΜΕΓΑΛΗ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
--------------
Α’
. Τό κοσμικό φρόνημα
Ὁ ἄνθρωπος μακρυά
ἀπό τήν ζωή τοῦ Θεοῦ, ζῶντας μέ ἀπατηλές καί μάταιες ἐμπειρίες, ἡδονές
καί μέριμνες τοῦ βίου, ἔχει τέλεια ἄγνοια τῆς πραγματικότητος καί ἀληθείας
σχετικά μέ τόν ἑαυτό του. Ὄχι μόνο τοῦ λείπει ἡ αὐτογνωσία, ἡ γνῶση
δηλ. τῆς μεγάλης ἀδυναμίας του, ἀλλά καί καυχᾶται γιά τήν ὑποτιθέμενη
ψυχική καί νοητική ὑγεία του, αὐτοεπαινεῖται, ἔχοντας πλήρη ἐμπιστοσύνη
κι ἐκτίμηση στόν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι ἀπαράδεκτα γιά τό κοσμικό
φρόνημα, ὅλα ὅσα μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ἁγία Ἐκκλησία, σχετικά μέ τήν
πεπτωκυία κατάστασή μας, δηλ. τήν ζωή τῶν παθῶν, τῆς πτώσεώς μας ἀπό
τό ἀρχαῖο ἀξίωμα, ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
Κι αὐτά μέν πιστεύει ὁ μακράν τοῦ Θεοῦ
κόσμος.
Ὅμως καί σέ πολλούς
ἀπό ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας,
συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Παρασυρμένοι ἀπό τίς ἀπάτες τοῦ διαβόλου
καί τοῦ κόσμου, μάθαμε πολλοί ἀπό ἐμᾶς, ἀντί γιά τόν ἅγιο Θεό καί
τήν Ἐκκλησία, πιό πολύ νά ἐμπιστευώμαστε τόν ἑαυτό μας, τήν κρίση μας.
Ἀγνοοῦμε τίς πνευματικές μας ἀσθένειες καί τίς δουλεῖες πού ἀσυνείδητα
ὑπηρετοῦμε, καί νομίζουμε κι ἐμεῖς πολλές φορές ὅτι εἴμαστε ἐλεύθεροι,
ὑγιεῖς. Καταντήσαμε νά μᾶς ἀρέση ὁ ἐγωιστής ἑαυτός μας, ὅπως εἴμαστε,
μέ τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη του. Καί μάλιστα τά πάθη μας νά ἔχουν ἀποκτήσει
καί κῦρος στήν συνείδησή μας, νά πιστεύουμε δηλ. ὅτι εἴμαστε καλοί, ἄξιοι
ἐγκωμίων. Κάνουμε μάλιστα πολλές φορές ἐπιμελεῖς προσπάθειες νά φαινώμαστε
ἐξωτερικά ταπεινοί, ἐνάρετοι. Ἐνῶ ἀντίθετα ἀπό μέσα μας διακαῶς
προσδοκοῦμε ἀναγνώριση, ἐπαίνους. Γι᾿ αὐτό καί κάποτε αὐτά τά τάχα
πολύ καλά καί θετικά, πού ἐνδόμυχα πιστεύουμε γιά τόν ταλαίπωρο ἑαυτό
μας, μᾶς ξεφεύγουν καί ἀπό τά χείλη μας, προδίδοντας τήν παντελῆ ἔλλειψη
στοιχειώδους μετριοφροσύνης.
Κι αὐτό, διότι δυστυχῶς
δέν γνωρίζουμε τόν ἑαυτό μας, τήν ἐμπάθειά μας. Ἀντί νά πονοῦμε πρός
διόρθωσή μας, καί ἐδῶ νά ἐπικεντρώνουμε τόν κύριο πνευματικό ἀγῶνα
μας, στήν αὐτοεξέταση καί ταπείνωση, ἀσχολούμαστε μέ ἄλλα πολλά,
μέ ἄλλες ἀνώτερες δῆθεν ἀσχολίες. Ζοῦμε στό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας μας,
πάσχουμε μιά γενική αἰχμαλωσία, μιά ψυχική σκλαβιά.
Δέν εἶναι ὄντως ἄξια
πολλῶν θρήνων ἡ κατάστασή μας αὐτή; Δέν θά ἔπρεπε καί μόνο γι᾿αὐτά τά
βαρειά συμπτώματα τῆς πνευματικῆς μας νεκρώσεως, νά ἀρχίσουμε ἕνα
θρῆνο μετανοίας, συνειδητοποιῶντας ὅτι ὁμοιάζουμε μέ κάποιον πού
κατακρίθηκε ἀπό τόν Θεό, ἐπειδή χαιρόταν ἐγωιστικά μέ τόν ἑαυτό
του καί ἔλεγε: «Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου,
πού ἐγώ δέν εἶμαι (κακός) σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους...» (Λουκ.
ιη’, 11)
Πόσο μᾶς λείπει ἡ ἁγία
ἀρετή τῶν Πατέρων μας, ἡ αὐτομεμψία, τό νά ἐλέγχουμε δηλ. καί νά κατηγοροῦμε
τόν ἑαυτό μας!
Πόσο καίριο εἶναι
τό θέμα αὐτό γιά τήν σωτηρία μας!
Πόσο μάταια σχεδόν
περνᾶ ἡ ζωή μας, χωρίς κἄν νά ἐνδιαφερώμαστε νά κάνουμε λίγη ἔστω
πρόοδο σ᾿ αὐτό, πού εἶναι ἡ βάση, τό πρῶτο θεμέλιο γιά τήν ἕνωσή μας
μέ τόν ἅγιο Θεό!
Β’. Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἁγίων μας
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς, ἀναφέρεται στόν βίο του, ὅτι ὅσο ἦταν μοναχός στό Ἅγιον
Ὄρος, προσευχόταν φωνάζοντας θρηνητικά στήν Κυρία Θεοτόκο: “Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος!”
Τό πρῶτο κύριο σημεῖο,
γύρω ἀπό τό ὁποῖο κινεῖται ἡ πεῖρα τῶν Ἁγίων μας, εἶναι: Νά συνειδητοποιήσουμε
τήν μεγάλη ἀσθένειά μας, νά χάσουμε τήν καλή γνώμη κι ἐκτίμηση πού ἔχουμε
γιά τόν ἑαυτό μας, καί νά θρηνήσουμε ἐν μετανοίᾳ γι᾿αὐτά. Ὅλη ἡ ἀσκητική
ζωή στήν Ἐκκλησία ἄλλωστε σ᾿ αὐτό πρώτιστα ἀποσκοπεῖ. Ἔτσι ἀρχίζουμε
νά βάζουμε γερά θεμέλια γιά τήν ἐν Χριστῷ πορεία μας, ξεκινοῦμε τήν
κατά Θεόν μαθητεία. Καί εἶναι ὄντως πολύ ἄσχημη ἡ πνευματική μας κατάστασις,
ἀδελφοί!
Εἶναι ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακό,
τό πόσο πολύ ὑπογραμμίζεται αὐτή ἡ διαπίστωση καί πνευματική αἴσθηση
στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκπλήσσεται κανείς ὅταν μελετᾶ,
ἀναγινώσκοντας ἤ ψάλλοντας, τά λειτουργικά βιβλία (τήν Παρακλητική,
τά Μηναῖα, τό Τριώδιο καί Πεντηκοστάριο, τά Θεοτοκάρια, τίς Παρακλήσεις)
σέ ὅλες τίς ἱερές ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. Παντοῦ ὑπάρχουν ἐκτενεῖς
ἀναφορές γιά τά βαθύτατα πνευματικά τραύματα καί τήν σχεδόν νέκρωση
πού ἔχει ἐπιφέρει πάνω μας ὁ ἐγωισμός, ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀπρόσεκτη
ζωή τῶν παθῶν.
- Εἶναι τόσο βαρειά ἡ ἀσθένειά μας,
σέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας, τήν ψυχή καί τό σῶμα, πού φαίνεται ὁ ὅλος ἄνθρωπος
σάν μία μεγάλη καί σχεδόν ἀνίατη πληγή, ὅπως χαρακτηριστικά τήν περιγράφει
ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς ἀκόμη Διαθήκης. Τέτοια
πού, διερωτᾶται ὁ Προφήτης, ἄν μπορῆ κἄν νά ἐπιδέση κάποιο μέλος,
νά περιποιηθῆ κάτι ἀπό αὐτά τά τραύματα, νά χρησιμοποιήση κάποιο
φάρμακο καί ἰατρικό. «... ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ
ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα οὔτε μώλωψ οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα,
οὐκ ἔστιν μάλαγμα ἐπιθῆναι οὔτε ἔλαιον οὔτε καταδέσμους...)
(Ἡσ.
α΄, 6).
- Ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεώς μας ἔχουμε
χάσει τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, καί γι᾿ αὐτό πάσχει ὅλη ἡ φύση μας. “Ἀπό τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τό
σῶμα, ἀσθενεῖ μου καί ἡ ψυχή...” ψάλλουμε στήν Παράκληση τῆς Παναγίας.
- Ἔτσι
καί ὁ Ν’ ψαλμός τοῦ Προφήτου καί Βασιλέως Δαυίδ, γίνεται ἀγαπητός
ψαλμός τοῦ κάθε πιστοῦ πού ἀγωνίζεται. Ἡ Ἐκκλησία τόν ἀπαγγέλλει σέ ὅλες
σχεδόν τίς ἱερές συνάξεις της. Τό “ἐλέησόν
με ὁ Θεός”, τό ἁπλό “Κύριε ἐλέησον”
ἤ ὁ πληρέστερος τῦπος τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν”, γίνεται
σωτήρια καί γλυκύτατη προσευχή κάθε ψυχῆς, πού κατανοῶντας κάτι ἀπό
τήν μεγάλη καί βαρύτατη ἀσθένειά της καταφεύγει στόν μόνο ἰατρό τῶν
ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, τόν σωτῆρα Κύριο.
“Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ
γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστί διά παντός”. Εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ αὐτογνωσία τῶν ταπεινῶν, ἁγίων ψυχῶν.
Ἡ ἀληθινή γνῶση, πού δέν λείπει ποτέ ἀπό τήν συνείδησή τους ἀκόμη καί
μετά τήν συγχώρηση καί τήν κάθαρσή τους.
- Κατά
τήν ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία κράζει πρός
τόν Θεό ἱκετευτικά μέ τίς γνωστές ἐκφράσεις μετανοίας: “Ἐλέησόν με ὁ Θεός, ἐλέησόν με”, “Μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ
παιδός σου...”
Ὅ,τι καλό καί ἄν κάνουμε,
ὅσο κι ἄν ἀγωνισθοῦμε φιλότιμα, ὅλα εἶναι ἀναμεμιγμένα μέ τήν ἁμαρτάδα
φύση μας, παντοῦ εἶναι ἐνδεχόμενο νά παρεμβάλλεται ὁ ἐγωισμός μας.
Ζοῦμε ὑπό τό κράτος τῆς ἁμαρτίας. Πολλές φορές καί ἀκουσίως, «αὐτό τό κακό πού δέν θέλω, αὐτό κάνω» ”ὅ
οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω”, (Ρωμ. ζ’, 19).
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αἰσθάνονται ἀνάξιοι
τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πιστεύουν ἀκράδαντα ὅτι, ὅλα τά δικά μας, τά ἀνθρώπινα,
χωρίς ταπείνωση καί μετάνοια εἶναι μολυσμένα καί δέν ἀρέσουν στόν ἀπαθῆ
καί τέλειο Θεό. Μόνο ἡ ζωή καί τά ἔργα τῆς μετανοίας μας ἀναπαύουν τόν
Θεό.
-
Ἰδιαίτερα ἐπισημαίνονται ὅλα τά ἀνωτέρω, στόν ὡραιότατο καί κατανυκτικότατο
Μεγάλο Κανόνα, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης. Αὐτός
δέ ὁ Μέγας Κανών ψάλλεται κατά τμήματα τήν α΄ Ἑβδομάδα, καί ὁλόκληρος
τήν Πέμπτη τῆς ε΄ Ἑβδομάδος τῶν Ἱερῶν Νηστειῶν. Καί τί εἶναι ὁ Μέγας
Κανόνας; Εἶναι ἕνα ᾆσμα μετανοίας, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ μελῳδία μιᾶς
ψυχῆς πού καταγλυκάθηκε μέ τόν θεῖο ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ καί ζῆ τήν χαρά τῆς
κοινωνίας Του, πενθῶντας ταυτόχρονα γιά τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία της.
Διαπιστώνεται ἐδῶ
περίτρανα τό βάθος τῆς μετανοίας τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, πού φθάνει
σέ δυσθεώρητα ὕψη αὐτομεμψίας, αὐτοελέγχου. Ἀρχίζει ὡς ἑξῆς ὁ Μέγας
αὐτός Κανόνας, σέ ἦχο πλ. β΄, μέ πενθηρό καί κατανυκτικό μέλος:
“Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσω, Χριστέ μου, νά κλαίω
γιά ὅλες καταλεπτῶς τίς πράξεις καί τά ἔργα τῆς ἀθλίας ζωῆς μου, τί ἀρχή
νά βάλω, κι ἀπό ποῦ νά ξεκινήσω αὐτήν τήν θρηνῳδία, αὐτό τό κλάμα...”!
Πόσοι ἄραγε ἀπό ἐμᾶς
πονέσαμε ἔστω καί λίγο, πνευματικά κι ὄχι ἐγωιστικά, γιά τίς πολλές
καί μεγάλες ἁμαρτίες μας; Πόσοι κλάψαμε ἔστω καί γιά λίγο, ὄχι ἁπλῶς
ἀπό τύψεις, ἀλλά ἀπό συναίσθηση τῆς ἀγνωμοσύνης μας καί ἀπό πνευματικό
φιλότιμο γιά τόν γλυκύτατο Κύριο, τόν Ὁποῖο λυποῦμε μέ τήν ἐγωιστική
καί ἐμπαθῆ ζωή μας !
Πόσοι πονῶντας καί
μετανοῶντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε συνεχῆ καί
βαθειά τήν αἴσθηση τῆς ἀποτυχίας μας μέχρι τώρα στήν ζωή μας, καί πιστεύουμε
ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι πράγματι ἄθλια, κι ὅτι δέν εὐαρεστοῦμε στόν Θεό;
Νά πῶς διαφοροποιούμαστε
ἀπό τό ἦθος τῶν Ἁγίων καί τῆς Ἐκκλησίας! Νά πόσο ἀπέχουμε ἀπό τήν θεάρεστη
ζωή τους!
Ὅμως ὁ ἅγιος Ἀνδρέας πού εἶναι ὅλος
μέσα στό πέλαγος τῆς εὐλογημένης μετανοίας καί τῆς ταπεινώσεως, βλέπει
τόν ἑαυτό του ὑπόλογο γιά κάθε εἴδους ἁμαρτία, ψυχῆς καί σώματος,
μικρή καί μεγάλη, συνειδητή ἤ ἀσυνείδητη. Καί ξεσπᾶ σέ ἕνα θρηνητικό
μέλος, ἐκχέοντας ὅλη τήν ψυχή του ἐξομολογητικά στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία,
παρακαλῶντας γιά ἔλεος καί συγχώρηση, ὁ καθαρώτατος καί λαμπρός
αὐτός Ἱεράρχης καί ἀπλανής ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφήνοντάς μας
ἕνα ἀνεπανάληπτο παράδειγμα ἐξουδενώσεως καί ἐλεεινολογήσεως
τοῦ ἑαυτοῦ μας.
- Οἱ κατανυκτικές Εὐαγγελικές παραβολές,
ὅπως τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, τοῦ Περιπεσόντος εἰς
τούς ληστάς, τῆς καταρασθείσης συκῆς, τῶν δέκα Παρθένων, καθώς καί ἄλλα
ὑπέροχα ἐπίσης παραδείγματα συντριπτικῆς μετανοίας πρώην ἁμαρτωλῶν,
(σάν τόν Ζακχαῖο, τόν ἐκ δεξιῶν τοῦ Χριστοῦ Ληστή ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τήν μετανοοῦσα
Πόρνη κλπ.) ἀπό τίς ἱστορικές διηγήσεις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀποτελοῦν
θαυμάσια ὑποδείγματα μετανοίας καί αὐτογνωσίας γιά ὅλους μας.
Γι᾿ αὐτό καί σ᾿ ὅλη σχεδόν τήν λειτουργική της ζωή ἡ Ἐκκλησία ἔχει
πάμπολλες ἀναφορές σ᾿ αὐτά, παρομοιάζοντάς μας μέ αὐτά τά κεντρικά
πρόσωπα τῶν παραβολῶν καί διηγήσεων.
- Στήν Α’ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή του
αὐτός ὁ ἴδιος ὁ μέγας ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, ταπεινώνει πολύ τόν
ἑαυτό του λέγοντας χαρακτηριστικά: “ὁ
Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά σώση τούς ἁμαρτωλούς, ἀπ΄ τούς ὁποίους
πρῶτος εἶμαι ἐγώ“ (Α’
Τιμ. α’, 15).
Αὐτή εἶναι ἡ σοφία τῶν Ἁγίων,
πού ἀποκτήθηκε μετά ἀπό πολλούς ἀγῶνες καί ἀσκήσεις. Μ᾿ αὐτήν τήν συνεχῆ
γνῶση ζοῦν, ἀγωνίζονται, προσεύχονται. Δέν χρειάζονται κάποιον ἄλλον
νά τούς πῆ, ἄν εἶναι θεάρεστη ἤ ὄχι ἡ ζωή τους. Μόνοι τους βαθιά καί καλά
τό γνωρίζουν. Πιστεύουν ἔντονα, ὅτι ἡ ζωή τους δέν ἀναπαύει τόν ἅγιο
Θεό. Δέν εἶναι τέτοια πού θά ἤθελε ὁ Κύριός τους. Καί κάνουν ὅ,τι περνᾶ
ἀπό τό χέρι τους, θεοφιλεῖς ἀσκήσεις καί κόπους πολλούς, γιά νά Τοῦ δείξουν
τήν διάθεσή τους, νά ἀλλάξουν, νά Τόν ἀναπαύσουν. Καί μαζί μ᾿ ὅλ᾿ αὐτά
αὐξάνει μέσα τους ἕνας φλογερός πόθος γι᾿ Αὐτόν, ὁ θεῖος ἔρωτας. Ὅσο
μεγαλώνει αὐτός ὁ πόθος τους νά Τόν ἀναπαύσουν, τόσο αὐξάνουν τούς κόπους
καί τίς κακοπάθειες γιά τήν ἀγάπη Του. Κι ὅσο σφοδρότερα ἐπιθυμοῦν
τήν τέλεια ζωή καί περισσότερο ἑνώνονται μαζί Του, τόσο καί πιό πολύ
βλέπουν ἀνάξιο τόν ἑαυτό τους γιά τόν πανάγιο Θεό.
Γι᾿ αὐτό καί εἶναι οὐσιαστικά
ταπεινοί. Δέν ἐμπιστεύονται τόν ἑαυτό τους, τήν δική τους κρίση, ἀλλά
ζητοῦν τήν κρίση τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἁγίων μας, γιά ὅλα στήν ζωή τους,
στήν ἐκκλησιαστική διακονία τους, στήν ποιμαντική, στήν θεολογία,
κι ἔτσι μέ ὑπακοή πάντοτε ἐνεργοῦν.
Μέ λεπτομερῆ κι αὐστηρό
ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς τους, συγκρίνουν τόν ἑαυτό τους μέ τούς παλαιοτέρους
Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, τούς ἁγίους Ἀγγέλους, τήν Κυρία Θεοτόκο, ἤ ἀκόμη
καί μέ Αὐτόν τόν τέλειο Θεό, διαπιστώνοντας μέ ταπείνωση πόσο ἀτελεῖς
κι ἐμπαθεῖς εἶναι. Ταυτόχρονα καί ἀπό τήν ἔνθεο ἀγάπη καί ἐπιείκειά
τους πρός τούς συνανθρώπους τους, αἰσθάνονται ὅτι εἶναι χειρότεροι ἀπ᾿
ὅλους, δικαίους καί ἀδίκους, γιά ὅλους εὑρίσκουν πολλές δικαιολογίες
τάσσοντάς τους σέ καλλίτερη μοῖρα ἀπό τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους,
πού σκληρά καί χωρίς οἶκτο κατακρίνουν.
Πόσο δύσκολα σήμερα
συναντᾶ κανείς τέτοιες ὑψηλές ἐμπειρίες, τέτοια ἀρετή! Γι᾿ αὐτό καί
χωρίς τέτοιο ἦθος καί ζωή ἁμαρτάνουμε, ἀστοχοῦμε, κάνουμε μεγάλα
λάθη, ταλαιπωρούμενοι καί ταλαιπωροῦντες...
Τολμῶ δέ νά πῶ, ἐγώ ὁ ἐλάχιστος, -
παραφρονῶν ἴσως λαλῶ (βλ. Β’ Κορ. ια’, 23) - ὅτι, ἄν καί ἐμεῖς εἴχαμε αὐτήν τήν
βαθύτατη αἴσθηση τῆς ἀναξιότητός μας, ἄν γνωρίζαμε βαθιά μέσα μας
(κι ὄχι ἁπλῶς νά τό λέμε κάποτε μέ τά χείλη μας), ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι
οὐρανοῦ καί γῆς, τότε ἴσως νά λαμβάναμε κι ἐμεῖς πολλές Χάριτες τοῦ Θεοῦ,
ὅπως οἱ Ἅγιοί μας! Ἴσως νά ἄνοιγαν καί σέ μᾶς οἱ κρουνοί τῶν ἀπείρων
οὐρανίων δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, αὐτοί πού τώρα κρατοῦνται κλειστοί λόγῳ τῆς
ὑπερηφανείας, τῆς σκληροκαρδίας καί τῆς ἀμετανοησίας μας.
- Ἀπό
τήν μεγάλη μετάνοια καί ἐξουδένωση τοῦ ἑαυτοῦ τους, πολλές φορές οἱ
Ἅγιοι δέν διστάζουν νά ὁμιλοῦν μέ ἐξευτελιστικά λόγια γιά τόν ἑαυτό
τους, φθάνοντας πολλές φορές σέ ἅγιες ὑπερβολές.
Τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας,
ὁ πανάγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ κήρυκας τῆς μετανοίας, σέ μία
ὡραιότατη καί κατανυκτικότατη εὐχή του πρός τόν Δεσπότη Χριστό λέγει:
“Πολλά θαυμαστά καί
ἔνδοξα ἔργα ἔκανες μέχρι τώρα Κύριε! Ἀλλά ἄν καί ἐμένα τόν ἄσωτο καί
ἀνάξιο διορθώσης καί σώσης, τότε πολύ περισσότερο θά φανῆ καί θά θαυμασθῆ
ἡ μεγαλωσύνη σου καί ἁγιότητά σου! Ἀφοῦ τότε θά ἀποδειχθῆ ἡ ἄπειρη
δύναμη τῆς φιλανθρωπίας σου, ὥστε νά μπορῆς κάποιον πού εἶναι κυριολεκτικά
βοῦρκος καί βρώμικη λάσπη, ἄξιος μόνο γιά τήν αἰώνιο κόλαση, ὅπως
ἐγώ, νά τόν μεταμορφώσης σέ πολύτιμο μαργαριτάρι τῆς βασιλείας σου!”
- Ἀλλά
καί ὁ ὁμότροπος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου Ἱεράρχης, ὁ οὐρανοφάντωρ
μέγας Βασίλειος, στό ἴδιο πνεῦμα καί στό ἴδιο βάθος ταπεινώσεως
κινεῖται προσφέροντας τήν θεία λειτουργία. Λέγει, λοιπόν, στήν εὐχή
τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς:
“Διὰ
τοῦτο, Δέσποτα Πανάγιε, καὶ ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ
καὶ
ἀνάξιοι δοῦλοί σου, πού
ἀξιωθήκαμε νά λειτουργοῦμε στό ἅγιό σου θυσιαστήριο, οὐ διὰ τὰς δικαιοσύνας ἡμῶν,
ὄχι
ἐξ αίτίας τῆς ἀρετῆς μας (οὐ
γὰρ
ἐποιήσαμέν τι ἀγαθὸν
ἐπὶ τῆς
γῆς)...(ἀφοῦ
ἄλλωστε δέν ἐκάναμε κανένα καλό ὅσο ζοῦμε πάνω σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν γῆ)“...
Τί πλοῦτος θείας ταπεινώσεως,
τί βάθος αὐτομεμψίας καί αὐτογνωσίας, τί δυσθεώρητο μέγεθος μετανοίας!
Αὐτός ὁ ἥλιος ὁ πνευματικός, πού ἁγιάζει καί φωτίζει τήν οἰκουμένη
μέ τίς οὐράνιες ἐμπειρίες καί διδαχές του, ὁ αἰώνιος ποιμήν καί διδάσκαλος
τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀνέβασε ὅλη τήν γῆ στόν οὐρανό μέ τήν ἱερή ζωή του,
τήν ὅλη στάση καί τό ἦθος του, τίς νυχθημερόν ἀσκήσεις του, τίς ἀνύστακτες
μέριμνές του ὑπέρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τό καθαρώτατο σκεῦος τοῦ Χριστοῦ,
ἐξομολογεῖται ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, λέγοντας ὅτι, δέν ἔχει
κάνει τίποτε καλό σ᾿ ὅλη του τήν ζωή πάνω στήν γῆ! Νά γιατί λοιπόν εἶναι
μέγας ὁ Βασίλειος! Διότι μεγίστη εἶναι ἡ ταπείνωσις καί ἡ μετάνοιά
του.
Ὑπάρχει ἄραγε κανείς ἀπό ἐμᾶς σήμερα
στήν γενιά μας, πού νά πιστεύει εἰλικρινῶς βαθιά μέσα του καί νά ὁμολογῆ
στήν προσευχή του ὅτι, δέν ἔχει κάνει τίποτε καλό στήν ζωή του; Ἄν
ναί, τότε αὐτό καί μόνο ἀποτελεῖ ξέχωρη εὐλογία, Χάρις Θεοῦ γιά τόν
ἴδιο, ἀλλά καί γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, γιά ὅλο τόν κόσμο!
- Ἐμᾶς πάντως μᾶς ἐκφράζει ἀπόλυτα καί ὁ Συναξαριστής τῆς
Μεγάλης Τετάρτης. Αὐτός πού λέγει ὅτι, ἐνώ ἁμαρτήσαμε περισσότερο
κι ἀπό τήν γνωστή πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου, δυστυχῶς δέν χύσαμε καθόλου
δάκρυα μετανοίας ὅπως ἐκείνη. Καί γι᾿ αὐτό πονοῦμε. Μετανοοῦμε
δηλαδή, πού δέν ἔχουμε μετάνοια. Καί τά λόγια τῆς πρώην πόρνης γίνονται
ἡ διαρκής καί παντοτινή μας ἐξομολόγησις στόν Χριστό: “Φιλάνθρωπε
καὶ Οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με.”
- Κατά τήν στ’ ἑβδομάδα τῶν Ἱερῶν
Νηστειῶν, πρό τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, ἡ Ἐκκλησία
μᾶς ἑτοιμάζει, ὥστε νά βιώνουμε προσωπικά καί σέ σχέση πάντα μέ τήν
σωτηρία μας τά μεγάλα γεγονότα τῆς Πίστεως. Ἔτσι σέ ἕνα προσόμοιο
τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Τετάρτης, μᾶς συγκλονίζει παροτρύνοντάς μας, νά μιμηθοῦμε
τίς ἅγιες ἀδελφές τοῦ δικαίου Λαζάρου, τήν Μάρθα καί τήν Μαρία. Καί ὅπως
αὐτές ἔστειλαν καί παρεκάλεσαν τόν Χριστό γιά τόν ἀδελφό τους, ἔτσι
κι ἐμεῖς νά Τόν παρακαλέσουμε μέ τήν ζωή μας γεμάτη ἀπό καρπούς μετανοίας,
ὥστε νά ἔλθη καί νά ἀναστήση τόν νοῦ μας, πού δυστυχῶς εἶναι νεκρός, τελείως
ἀναίσθητος. Καί μέ ὅλες τίς δυνάμεις μας νά ἱκετεύσουμε τόν Χριστό
λέγοντάς Του: “Νά, δές Κύριε, σέ τί ἀθλιότητα
καταντήσαμε! Πόσο κακή εἶναι ἡ κατάστασίς μας! Ὅμως, Ἐσύ ξαναδῶσε
σέ ὅλους μας ζωή καί πνοή πνευματική, μέ τήν θεϊκή σου παντοδυναμία,
ὅπως παλιά ἀνέστησες τόν φίλο Σου Λάζαρο, καθιστῶντας μας πάλι μετόχους
τῆς κοινωνίας Σου, τοῦ μεγάλου ἐλέους Σου.”
Ὅλη ἡ ὑμνολογία
γενικῶς, οἱ ἱερές ἀκολουθίες, τά ἱερά γράμματα, οἱ Πατερικές ἀναγνώσεις, τά ἅγια τυπικά
καί διατάξεις στήν Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας περιέχουν, ἐκφράζουν καί
ὑπογραμμίζουν αὐτήν τήν ὀρθόδοξο ἀνθρωπολογία, τήν ἐν μετανοίᾳ
διαπίστωσι τῆς κακῆς μας πνευματικῆς καταστάσεως, πού ἀποτελεῖ
βασική προϋπόθεση γιά τήν ἐν Χριστῷ πρόοδό μας. Αὐτό εἶναι τό θεμέλιο
γιά τήν σωστή, ὀρθόδοξη τοποθέτησί μας ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Θεοῦ καί
ὅλης τῆς δημιουργίας Του. Εἶναι δέ στάσις εὐθύνης, εἰλικρίνειας, συνέπειας
πνευματικῆς.
Η ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΗ,
ΑΠΕΙΡΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ
-----------
Ἄν μέναμε μόνο στό σημεῖο πού προαναφέραμε,
ἁπλῶς στήν διαπίστωση καί διάγνωση τῆς ἄσχημης καταστάσεώς μας,
δέν θά ἦταν ἀρκετό, θά χανόμαστε. Ὅμως, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχει σωτηρία!
Στό ἄλλο σωτήριο
σημεῖο τῆς ζωῆς μας, τό ἀνώτερο καί ἁγιώτερο, αὐτό πού καταξιώνει
τό πρῶτο, καταφεύγει καί ἕλκεται ἡ ψυχή μας, ἀποζητῶντας ἀποκατάσταση,
ἀνόρθωση, δικαίωση. Καί σ᾿ αὐτό τό ἅγιο σημεῖο κατευθύνει ἡ μάνα
Ἐκκλησία τά πονεμένα, ταλαιπωρημένα ἀλλά καί μετανοημένα τέκνα
της: Εἶναι ἡ ἄπειρη κι ἀνυπέρβλητη ἀγάπη τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Τό φῶς καί
ἡ ἐλπίδα μας, ἡ ἴδια ἡ ζωή μας!
Α’. Ἡ σωτήρια ἀντίθεσις
Ὅλη ἡ λειτουργική
ἐμπειρία εἶναι ὑπέρμετρα καί ὑπερβολικώτατα κατακλυσμένη κυριολεκτικά
ἀπό ἀναφορές στήν ἀγάπη, τό ἔλεος, τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ὅπως
προαναφέραμε, ὅπως τό βιώνουν καί τό ὁμολογοῦν οἱ Ἅγιοί μας. Ἄθλιοι,
ἀνάξιοι, ἁμαρτωλοί, ἄσωτοι, ἡμιθανεῖς πνευματικά. Ἐμεῖς αὐτοί
εἴμαστε! Ἀλλά... Ὑπάρχει κάτι ἄλλο πέραν αὐτοῦ. Ἡ πρόταση, εὐτυχῶς
γιά τήν σωτηρία μας, γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς μας, δέν τελειώνει ἐδῶ.
Ὑπάρχει ἕνα σωτηριῶδες “Ἀλλά”... Κι αὐτό τό “ἀλλά” ἔχει σχέση μέ
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
“Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι” (Α’ Ἰωάν. δ’, 8, 16). Αὐτή εἶναι ἡ
οὐσιαστικώτερη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, σχετικά μέ τήν σωτηρία μας.
Ἐπειδή “ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι”, ἔχω
ἀκέραιη τήν ἐλπίδα μου παρά τήν μεγάλη ἀσθένεια καί ἀναξιότητά μου.
Αὐτός μόνος μπορεῖ νά μέ σώση, ὅταν ἐν μετανοίᾳ καταφεύγω στήν ἀγάπη
Του. Τό εἶπε ἄλλωστε ὁ Ἴδιος, ἀπ᾿ Αὐτόν τό πρωτομάθαμε:”Τόν ἐρχόμενον πρός με, οὐ μή ἐκβάλω
ἔξω” (Ἰωάν.
στ’, 37).
Καί εἶναι ὑπερβολικώτατα
παρηγορητικός ὅσο καί ἀπόλυτα ἀληθινός ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου μας, ἀδελφοί. Ὁ
Χριστός πάντοτε, μετά ἀπό κάθε μικρή ἤ μεγάλη ἁμαρτία μας, μᾶς δέχεται χωρίς καμμία προϋπόθεση, ἐντελῶς χωρίς
ὅρους! Μόνο περιμένει τήν ἐπιστροφή μας, τήν μετάνοιά μας, ὅσο μικρή κι ἄν
εἶναι, ἰδίως στήν ἀρχή!
Δηλαδή δέν θά σωθῆ, μόνο
αὐτός πού δέν θά γυρίση, αὐτός πού δέν θά ἐπιστρέψη πίσω στόν Χριστό! Γι᾿ αὐτό
ἄλλωστε δέν χωρεῖ ἀπελπισία στόν νοῦ καί τήν καρδία τοῦ πιστοῦ. Διότι ἡ
ἀπελπισία εἶναι κατά τούς ἁγίους Πατέρας, τό “πυρηνικό” ὅπλο τοῦ διαβόλου γιά
τήν ἀπώλειά μας, ἡ πλήρης ἀπιστία στόν ἅγιο Θεό, ἀποκορύφωσις τοῦ ἐγωισμοῦ μας!
Ἡ λειτουργική ζωή καί ἐμπειρία τῆς
Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτη ἀπό αὐτά τά νοήματα, ὅσο μέ τίποτε ἄλλο.
Εἶναι ὑπερ-πλήρης ἀπό τέτοια σωτηριώδη “ἀλλά”. Ἀπό τά ἤδη ἐλάχιστα
παρατιθέμενα ἀντιπροσωπευτικά παραδείγματα, διαπιστώνουμε τοῦ
λόγου τό ἀληθές:
- Στόν
Μεγάλο Κανόνα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης πού ἀναφέραμε, ἀφοῦ εἶπε ὁ
Ἅγιος “Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσω νά θρηνῶ
γιά τίς πράξεις καί τά ἔργα τῆς ἀθλίας ζωῆς μου...”, γεμάτος ἐλπίδα
ἀπό τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ ἐπιλέγει: “ἀλλ´ ὡς εὔσπλαγχνός μοι δός, παραπτωμάτων ἄφεσιν.”
Αὐτό
τό ἅγιο “ἀλλά”,
ἡ
σωτηριώδης ἀντίθεση, ἀλλάσσει
ἐντελῶς τήν εἰκόνα, τήν φύση τῶν
πραγμάτων. Δέν εἶναι ἀπαισιόδοξα τώρα τά δεδομένα,
δέν εἶναι ἀπέλπιδα. Τό σκοτάδι μου μπορεῖ
καί φωτίζεται ἀπό τό φῶς
τῆς
Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀμίχλη
τῶν
παραπτωμάτων μου διαλύεται ἀπό τήν
συγχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Ἀνατέλλει
ὁ
Ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, καί ἡ νύκτα τῆς νεκρώσεως τῶν
παθῶν παρέρχεται.
“Μηδείς (πλέον) ὀδυρέσθω πταίσματα,
συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε” «Κανείς ἄς μή ὀδύρεται
μέ ἀπελπισία γιά τά λάθη του, ἀφοῦ ἀπό τόν τάφο τοῦ ἀναστημένου
Χριστοῦ, ἀνέτειλε ἡ συγγνώμη τῆς ἀγάπης Του (Κατηχητικός λόγος εἰς τό ἅγιον
Πάσχα τοῦ ἁγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου).
- Μέ
τήν βεβαία ἐλπίδα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπανέρχεται τό θάρρος τῆς υἱκῆς
μας παρρησίας πρός τόν Πατέρα. “...τρέμω
(μέν) τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως· ἀλλὰ θαῤῥῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας
σου... ”
Εἶναι ἡ ταπεινή παρρησία καί τό θάρρος
τῶν τέκνων πρός τόν Πατέρα. Ὄχι ἀναίδεια, ἀσύστολη τόλμη, θρασύτητα,
ἀλλά ταπεινή καί ἀγαπητική στάσις σεβασμοῦ, μέ ἐμπιστοσύνη καί εὐγνωμοσύνη
πρός τό ἅγιο πρόσωπό Του, τήν πατρική ἀγάπη Του.
- Μέ
προϋπόθεση τήν βαθειά γνώση τῆς ἀναξιότητός
μας
τολμοῦμε στήν Θ. Λειτουργία αὐτά πού ξεπερνοῦν κατά πολύ τίς δυνατότητές
και ἀντοχές
μας:
«Κανείς
ἀπ᾿ ὅσους συνδέονται μέ σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἡδονές δέν εἶναι ἄξιος
νά προσέρχεται καί νά πλησιάζη ἤ νά διακονῆ Ἐσένα τόν Βασιλέα τῆς
δόξης· ἀφοῦ τό νά Σέ διακονοῦν εἶναι μεγάλο καί φοβερό ἀκόμη καί γιά
αὐτές τίς ἐπουράνιες ἀγγελικές Δυνάμεις...»
Τί θά γινόταν ὅμως,
ἄν
δέν προσερχώμεθα ἤ δέν προσεγγίζαμε ἤ
δέν λειτουργούσαμε στήν Ἐκκλησία τόν Χριστό; Ἄν
δέν Τόν τρώγαμε καί δέν Τόν πίναμε; Τήν ἀπάντηση τήν
ἔδωσε ὁ
ἴδιος ὁ
Κύριος: “Ἀμὴν ἀμὴν λέγω
ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν
σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ
ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ
αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς.” (Ἰωάν., στ’ 53)
Γι᾿ αὐτό μέ μετάνοια καί ὑπακοή στήν
σωτήρια ἐντολή Του, προχωροῦμε: “Ἀλλ᾿ ὅμως, διὰ τὴν ἄφατον καὶ ἀμέτρητόν Σου φιλανθρωπίαν...”
Πάλι
κι ἐδῶ ἡ
σωτήρια ἀντίθεση, τό σωτήριο “ἀλλά”
τῆς
Ἐκκλησίας.
- Μέ τό ἴδιο ἱερό θάρρος καί ὁ Μέγας Βασίλειος
ἀποτολμᾶ καί τελειώνει τήν ἁγία ἀναφορά, ἀφοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁμολόγησε
μέ συναίσθηση προηγουμένως, πώς δέν ἔχουμε κάνει ἐντελῶς τίποτε στήν
ζωή μας πού νά ἀξίζη πραγματικά. Καί συνεχίζει τήν εὐχή του:
“ (οὐ γὰρ ἐποιήσαμέν τι ἀγαθὸν ἐπὶ τῆς γῆς)... ἀλλά διὰ τὰ ἐλέη σου καὶ τοὺς οἰκτιρμοὺς σου...” ”ἀλλά παίρνοντας θάρρος ἀπό
τήν ἀγάπη σου καί τήν εὐσπλαγχνία σου, μέ τήν ὁποία κυριολεκτικά μᾶς
κατέκλυσες, τολμοῦμε καί πλησιάζουμε στό ἅγιο θυσιαστήριό σου...”
“Καί παρακαλοῦμε καί δεόμεθα καί ἱκετεύουμε” ἀπό ἀνάξιοι, νά γίνουμε ἄξιοι, νά
διακονήσουμε τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία, πρός σωτηρία μας, προσφέροντας
τά ταπεινά δῶρα μας σ᾿ Αὐτόν: τήν μετάνοιά μας πρώτιστα, τήν πτωχή ἀγάπη
μας, τήν ὑπακοή μας, ὅλη μας τήν ζωή, πού ἄλλωστε ὑπονοεῖται προσφερόμενη
μέ τήν μορφή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου στήν Θ. Λειτουργία.
- Ἐκεῖ ὅμως πού ἰδιαίτερα φαίνεται στήν
ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή ἡ ἀναφερθεῖσα ἀντίθεση, μέ τό σωτήριο
“ἀλλά” τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ εὐχές τῆς Θ. Μεταλήψεως, μέ τίς ὁποῖες
ἑτοιμάζονται οἱ πιστοί γιά τήν θεία Κοινωνία.
Ἔχοντας ἐξομολογηθεῖ στόν
Χριστό τήν ἀποτυχία καί ἀναξιότητά
μας
γι᾿
αὐτήν τήν ἁγία ὥρα, μέ πολύ αὐστηρή καί
σφοδρή αὐτομεμψία ἀπογυμνώνουμε ὅλη μας
τήν ζωή φανερώνοντας ὅλα τά ἀτοπήματα
καί
ἀνομήματά
μας.
Καί ἀφοῦ βγάλουμε
ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι καταδικαστική
ἀπόφαση
γιά
τόν ἑαυτό μας,
(ὅτι λόγῳ
τῶν
πολλῶν ἁμαρτιῶν
μας
δέν εἴμαστε ἄξιοι γιά τήν θεία Κοινωνία
τοῦ ἁγίου σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου)
τότε (στό τέλος-τέλος) παρουσιάζουμε αὐτό τό εὐλογημένο “ἀλλά”.
Τοῦ
ἀναφέρουμε,
ὅσα ἔχει
πράξει
καί πράττει γιά τήν σωτηρία μας. Τοῦ θυμίζουμε ἀπ᾿
αὐτά πού τά ἄχραντα χείλη Του πρόφεραν,
γιά νά μᾶς προφυλάξη ἀπό τήν
ἀπόγνωση
καί
τήν δαιμονική ἀπελπισία. Τοῦ
λέγομε μέ κατάνυξη ὅτι, Αὐτός ὁ
ἴδιος πολύ
ἐπιθυμεῖ
τόν
ἀνακαινισμό
τῆς
ψυχῆς μας καί τήν σωτηρία της:
Ναί μέν, “Οὐκ εἰμὶ ἱκανός, Δέσποτα Κύριε,...””Δέν εἶμαι ἄξιος...
γιά νά εἰσέλθης κάτω ἀπό τήν στέγη τῆς ψυχῆς μου, ἀλλά ἐπειδή ἐσύ,
ὡς φιλάνθρωπος, θέλεις νά κατοικήσης μέσα μου, παίρνω θάρρος καί πλησιάζω”.
Μέ
τήν μετάνοια τήν ἀληθινή, ἀνατέλλει
καί
ἡ
βεβαιότητα γιά τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, πού, ὅπως κι
ἄν
εἶμαι, μέ σώζει. Ὄχι γιατί τό ἀξίζω,
ἀλλά γιατί
Αὐτός εἶναι ἀγάπη, φιλάνθρωπος, ἐπιεικής,
ἅγιος.
Ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι Συγγραφεῖς
αὐτῶν τῶν εὐχῶν, ἔτσι κι ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, δέν
ἐλπίζει
στήν
ζωή του, στά ἔργα του. Τά εὑρίσκει κι
αὐτός ὅλα σαθρά,
ἄθλια.
Συγκρίνει τόν ἑαυτό του μέ ὅλους τούς
ἄλλους
ἀνθρώπους, καί τόν βρίσκει ἀπ᾿
ὅλους χειρότερο.
Γι᾿
αὐτό καί μόνο μπορεῖ νά ἐλπίση μέ βεβαιότητα στό
ἔλεος τοῦ
ἁγίου Θεοῦ,
πού ὑπερβαίνει
κάθε
δική μας ἀνομία:
“Ἀλλὰ τοῦτο πάλιν οἶδα, ὡς
οὐ
μέγεθος πταισμάτων, οὐχ ἁμαρτημάτων
πλῆθος, ὑπερβαίνει τοῦ
Θεοῦ μου τὴν πολλὴν μακροθυμίαν, καὶ
φιλανθρωπίαν ἄκραν”.
Β’. Ἡ μεγάλη χαρά, ἡ ἐλπίδα μας
Οἱ Ἅγιοι, ἀδελφοί
μου, ὅταν ὁμιλοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατανύσσονται, κλαῖνε!
Ἦλθε κάποτε, πρίν 40
περίπου χρόνια στό Μοναστήρι μας, ἕνας σεβαστός Γέροντας, ἀπό τήν γειτονική
Μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὁ μακαριστός Γέρων Θεόκλητος. Ὁ μακαριστός
Καθηγούμενος καί Γέροντας τῆς Μονῆς μας, τόν παρεκάλεσε νά ὁμιλήση,
στήν σύναξη τῶν Πατέρων, γιά νά μᾶς εἰπῆ λόγο ὠφέλιμο πρός στηριγμό
μας. Δέχθηκε ὁ π. Θεόκλητος καί ἄρχισε νά μᾶς ὁμιλῆ. Εἶπε πολλά ὡραῖα
καί διδακτικά. Ὅταν ὅμως μέσα στόν λόγο του ἀναφέρθηκε στήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ κι ἄρχισε νά ἐμβαθύνη σχετικῶς, τότε ξαφνικά σταμάτησε νά ὁμιλῆ
καί ἀναλύθηκε σέ δάκρυα μέ λυγμούς. Κι ὅταν μετά ἀπό λίγο συνῆλθε καί
ἐσκούπισε τά μάτια του, δικαιολογήθηκε στήν ἔκπληξή μας λέγοντας:
”Συγχωρέστε με, Πατέρες μου! Ὅταν
συμβαίνει καί ὁμιλῶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν μπορῶ νά μή κλαίω”!
Μᾶς εἶπε δέ χαρακτηριστικά
ὅτι, οἱ Ἅγιοι μᾶς ἔκρυψαν πολλά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ἔκριναν
ὅτι, δέν μᾶς συμφέρει νά τά γνωρίζουμε. Θά μαθαίναμε δηλ. πιθανότατα
ὅτι, ὁ Θεός δέν θέλει παρά ἐλάχιστη προσπάθεια ἐκ μέρους μας, μέ λίγο
φιλότιμο πνευματικό, γιά νά μᾶς σώση. Πρᾶγμα πού μᾶλλον θά τό ἐκμεταλευόταν
ἡ ἀμέλεια καί νωθρότητά μας, καί δέν θά κάναμε ἐντελῶς τίποτε.
Λίγες φορές, ἀλήθεια,
κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί μετά ἀπό πτώσεις μας, μέσα στόν πόνο καί τήν μετάνοιά
μας, ξαναζοῦμε πάλι κάτι ἀπό τήν ἀπέραντη κι ἀμετάπτωτη ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ, πού πάντα μᾶς δέχεται μέ ἀνοικτή τήν πατρική Του ἀγκαλιά! Kαί μέ κατάνυξη καί μέ μιά γλυκιά
ἀπορία, νοιώθουμε σάν νά Τόν ἐρωτοῦμε:”Κύριε, ἀκόμη μέ ἀγαπᾶς;”
Κι ὄντως δέν ἀξίζουμε
ἐμεῖς, ἀδελφοί, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας. Δέν εἴμαστε ἄξιοι γιά μιά
τέτοια ἀγάπη. Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς ἀγαπᾶ, κι ἄς μή τό ἀξίζουμε ἐμεῖς!
Ὡστόσο τό ἀξίζει ἡ Κυρία
μας Θεοτόκος, ἡ Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ, ἡ Πανάμωμος Νύμφη καί Πανάχραντος
Μητέρα Του καί Μητέρα μας, τό αἰώνιο καύχημα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους
μας, πού δικαίως εἵλκυσε τόν Θεό μέ τήν ὡραιότητα καί πληρότητα τῆς
ἀρετῆς της, τήν τέλεια ζωή της. Αὐτή πού οὐδέποτε Τόν ἐλύπησε οὔτε
μέ τόν παραμικρό λογισμό, ἀλλά καί πονῶντας ὑπέρμετρα γιά τήν ἀσέβεια
καί ἀγνωμοσύνη ὅλων μας συνεχῶς πρεσβεύει στόν Υἱόν καί Θεόν της ὑπέρ
τῆς σωτηρίας μας.
Τό ἀξίζουν ὅλοι οἱ
Ἅγιοί μας, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί πού ἐπρόσφεραν τά πάντα, καί τήν ἴδια
τήν ζωή τους γιά τήν ἀγάπη Του, καί ἔγιναν φῶτα δεύτερα, ἑτερόφωτα,
δίπλα στό Πρῶτο Φῶς, τό ἄκτιστο, γιά νά φωτίζουν τά σκότη καί τήν ἀγνωσία
μας.
Τό ἀξίζουν κι ὅλοι οἱ εὐλογημένοι
πιστοί ἄνθρωποι, οἱ ταπεινές καί ὑπάκουες στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία
ψυχές, πού ὑπομένουν πολλά γιά τήν ἀγάπη Του καί γιά τήν ἀγάπη τῶν συνανθρώπων
μας. Αὐτοί οἱ πολύ πονεμένοι κι ἀδικημένοι ἀπό τόν κόσμο ἄνθρωποι,
πού σ᾿ Αὐτόν προσβλέποντας, ἀγόγγιστα, σχεδόν σιωπηλά, σηκώνουν δυσβάστακτους
σταυρούς στήν ζωή τους, ἑλκύοντας ἔτσι πολλή Χάρι ἀπό τόν παντογνώστη
Κύριο, πού γνωρίζει καί χαριτώνει ὅσους Τόν ἀκολουθοῦν καί συσταυρώνονται
μαζί Του.
Μᾶς ἀγαπᾶ λοιπόν
πολύ ὁ ἅγιος Θεός. Καί ἡ ἀγάπη Του αὐτή εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε
ἄλλη μεγάλη ἀγάπη στόν κόσμο. Ἀσύγκριτα ἀνώτερη κι ἀπό τήν ἁγνή καί
ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη τῆς μάνας πρός τό παιδί της. Ἡ μάνα ἀπό μεγάλη ἀγάπη
σφίγγει τό παιδί της μέσα στήν ἀγκαλιά της, τό γλυκοφιλεῖ, τό περιπτύσσεται,
θέλει νά χαρῆ ὅσο γίνεται περισσότερο τήν ἐγγύτητά της μαζί του. Ὅμως
δέν μπορεῖ πιό πολύ ἀπ᾿ αὐτό.
Ἡ ἀνέκφραστη κι
ἐκστατική
ἀγάπη τοῦ
ἁγίου Θεοῦ,
ἐπινόησε
τό
ἀνυπέρβλητο:
Ὁ
Κύριος ἔρχεται καί γίνεται ἕνα μαζί
μας, εἰσέρχεται μέσα μας. Θέλει νά Τόν τρῶμε καί νά Τόν πίνουμε,
ὥστε νά ἑνωθοῦμε
τελείως
μαζί Του, εἰς
ἑνός Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν!
Γι᾿ αὐτό καί μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία: “Ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, ὡς ἔχει τις στοργήν, ἐπὶ τῷ Κυρίῳ θερμότερον φίλτρον
χρεωστοῦμεν” (Ἀναβαθμοί
δ’ ἤχου).
Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Θεοῦ εἶναι
τό πᾶν στήν ζωή μας. Ἡ πηγή καί προϋπόθεσις τῆς μετανοίας μας. Τό μέσον,
καί ἡ ὁδός τῆς ἐπιστροφῆς μας. Ἀλλά καί τό πανηγύρι τῆς συμμετοχῆς μας
στήν ἐν Χριστῷ κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας.
“Καί ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται” (Ἰωάν.
ιστ’, 20).
Ὁ γλυκύτατος Κύριος
πληροφορεῖ μέ τήν Χάρι Του κάθε ψυχή πού ὀρθόδοξα, ἐν μετανοίᾳ, καταφεύγει
σέ Αὐτόν. Τήν γεμίζει μέ τήν ἀγάπη Του, τήν πληροφορεῖ γιά τήν συγχώρηση
τῶν ἁμαρτιῶν της, τήν δέχεται ὡς τό ἀγαπημένο του παιδί. Ἔτσι ἡ ψυχή
κατανύσσεται, χαίρεται τήν χαρά τοῦ Θεοῦ, ζῆ τό πανηγύρι τῆς ἀγάπης
Του. Ἡ μετάνοια γίνεται ποθητή στήν ψυχή, ἀφοῦ μέσῳ αὐτῆς ἔρχεται ἡ
χαρά ἡ ἀληθινή, τοῦ Χριστοῦ, πού ὁ κόσμος “οὐ γινώσκει”, καί τήν ὁποία
χαρά “οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ἡμῶν” (βλ. Ἰωάν. ιστ’, 22).
Ἡ χαρά καί εἰρήνη τοῦ
Χριστοῦ πού βασιλεύει στίς συντετριμμένες ἀπό τήν μετάνοια ψυχές, εἶναι
ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό ὅλα τά λυπηρά τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἡ καθημερινή
ζωή μέ τίς πρώην ἄγονες θλίψεις καί ἀθυμίες ὑπερβαίνεται τώρα, καί
μεταμορφώνεται σέ εἰρηνική πορεία ἀγῶνος μέ πρόγευση οὐράνιας
ἀναπαύσεως. Στήν Θεία Λειτουργία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν οὐράνιο
χωροχρόνο τοῦ Θεοῦ ἐπί γῆς, οἱ συντετριμμένες ψυχές τῶν μετανοούντων
Ὀρθοδόξων χαίρονται ὀντολογικά τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ ὡς προσωπική
τους ἀνάσταση, βιώνοντας τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, τό ξεπέρασμα τῆς
φθορᾶς.
Αὐτήν τήν χαρά γεύονται
καί οἱ ψυχές τῶν ταπεινῶν Μοναχῶν, πού ἐγκατέλειψαν τά πάντα γιά τήν
ἀγάπη τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Ἄκουσαν δέ καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη,
τόν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, πού εἶπε ὅτι, “δέν θά κατηγορηθοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι δέν ἐθεολογήσαμε
ἤ διότι δέν ἐθαυματουργήσαμε... Ὁπωσδήποτε ὅμως θά δώσουμε λόγο
στόν Θεό, διότι δέν ἐπενθήσαμε”, δέν κλαύσαμε τίς ἁμαρτίες μας (βλ.
Λόγος περί Χαροποιοῦ Πένθους, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, 1978, σ.
155-156).
Ἔτσι ὁ ὀρθόδοξος
Μοναχισμός δέν εἶναι κοσμικά ἀκτιβιστικός, κατά τά Δυτικά αἱρετικά
πρότυπα, ἀλλά ἡσυχαστικός, νηπτικός, ἀσκητικός. Μέ κέντρο τήν μετάνοια,
τήν προσευχή, τήν νήψη, καί μέ σκοπό τήν κάθαρση τῆς καρδίας καί τοῦ
νοῦ, τήν τέλεια κατά τό δυνατόν ἔνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τήν κατά
Χάριν θέωση.
Γ’. Τό Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας
Κρήτης, πού ἔγραψε τόν Μεγάλο Κανόνα ὅπως ἀναφέραμε, συνέγραψε καί
ἕνα ἄλλο ὡραιότατο Κανόνα, πού ἔχει ὑπόθεση τήν ἔγερσι τοῦ Λαζάρου.
Αὐτός ὁ κανόνας ψάλλεται στίς Ἱερές Μονές, κατά τό ἐκκλησιαστικό
τυπικό, ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις τῆς Παρασκευῆς
πρό τῶν Βαΐων. Εἶναι δοξολογικός καί πανηγυρικός, σέ ἦχο α΄ μάλιστα
τώρα μέ πολύ χαρμόσυνο καί λαμπρότατο μέλος, ἀναφερόμενος στήν παντοδυναμία
τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐνώπιον τοῦ Ὁποίου νικιέται ὁ θάνατος, ἡ φθορά,
ἡ ἁμαρτία.
Μετά τόν ἀνηλεῆ θρῆνο τῆς
μετανοίας, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ἀγάλλεται καί σκιρτᾶ ψάλλοντας μαζί μέ
τούς ἁγίους Ἀγγέλους καί ὅλη τήν Ἐκκλησία τήν χαρμόσυνη ᾠδή, τό ᾆσμα
τό ἅγιο τῶν λελυτρωμένων τέκνων τοῦ Θεοῦ, τό ἐναρμόνιο μέλος τῆς χορείας
τῶν Ἁγίων, δοξάζοντας καί ἐπευφημῶντας τόν φιλάνθρωπο καί παντοδύναμο
Κύριο, πού ἀνιστᾶ καί ἀναπλάθει μέ τήν Χάρι Του τήν πεσοῦσα καί ἀχρειωμένη
ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση μας:
“Ὠδὴν ἐπινίκιον, ᾄσωμεν
πάντες, Θεῷ τῷ ποιήσαντι, θαυμαστὰ τέρατα, βραχίονι ὑψηλῷ, καὶ σώσαντι
τὸν Ἰσραήλ, ὅτι δεδόξασται”.
Εἶναι ὁ ἀναστάσιμος
λαμπρός τόνος, τό χρῶμα τό πανηγυρικό τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, πού κυριαρχεῖ
στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας. Τό προανάκρουσμα τῆς μεγάλης χαρᾶς πού
ἔρχεται στήν Ἐκκλησία.
“Ἡ πάντων χαρά, Χριστὸς,
ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς, ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις...” (κοντάκιο τῆς ἑορτῆς), σώζει τήν Ἐκκλησία Του, πού κάνει Πάσχα Κυρίου, διαβαίνει καί διαπερνᾶ δηλ. στήν ἀπέναντι ὄχθη
τῆς ἀπαθείας καί ἀφθαρσίας, στήν βασιλεία Του.
Αὐτήν, ἀδελφοί,
τήν καλή ἔκβαση καί τό τέλος τό εὐλογημένο καί χαρμόσυνο, μετά ἀπό
ὅλους τούς πόνους, θλίψεις καί κόπους τῆς ζωῆς σας, πρῶτα μέ τήν εὐχή τοῦ
Σεβασμιωτάτου, εὔχομαι σέ ὅλους σας κι ἐγώ ὁ ἐλάχιστος ἀδελφός σας,
μαζί μέ τούς ἁγίους Πατέρας καί ἀδελφούς μου στό Ἅγιον Ὄρος, τό Περιβόλι
τῆς Παναγίας μας.
Νά διέλθουμε μέ μετάνοια, μέ πένθος
γιά τίς ἁμαρτίες μας, πένθος πνευματικό καί συνάμα χαροποιό, τήν ἁγία
αὐτή περίοδο τῶν Ἱερῶν Νηστειῶν, ὅπως κι ὅλον τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας.
Καί μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ νά καταφθάσουμε στόν εὔδιο λιμένα τῆς λαμπροφόρου
νύχτας τῆς Ἐγέρσεως, κάνοντας Πάσχα Κυρίου, προσκυνῶντας καί δοξάζοντας
τόν ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστόν. Ἀμήν!
Ἱερομ.
Φιλόθεος
Ἱερά
Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
῞Αγιον ῎Ορος, Ἁγία Τεσσαρακοστή 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου