Αγαπητοί φίλοι,γνωστοί και άγνωστοι, σας καλωσορίζω στο προσωπικό μου blog. Σας ευχαριστώ για την τιμή και το χρόνο που αφιερώσατε, για να το επισκεπτείτε...με τιμή π. Αντώνιος Χρήστου

Συνολικές προβολές σελίδας

ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΕ ΚΑΤΙ; ΕΛΕΥΘΕΡΑ....

Translate-Μετάφραση σε άλλη γλώσσα

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

ΘΑΥΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑ-ΜΕΘΟΔΙΟ

Ι’. Παπα–Μεθόδιος Καρυώτης

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
    Ὁ πα­πα–Με­θό­διος ἦ­ταν Ρου­μᾶ­νος στήν κα­τα­γω­γή. Γεν­νή­θη­κε στίς 26 Δε­κεμ­βρί­ου τό ἔ­τος 1905 στό Σιμ­πί­ου τῆς Ρου­μα­νί­ας ἀ­πό τόν Ἰ­ω­άν­νη Πόπα καί τήν Εὐ­δο­κί­α. Στήν βά­πτι­ση ὠ­νο­μά­σθη­κε Βα­σί­λει­ος. Ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά μο­νά­ση καί κοι­νο­βί­α­σε στό Κου­τλου­μου­σια­νό Κελ­λί τῶν Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων. Τόν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 1932 ἔ­γι­νε ἡ κου­ρά του καί πῆ­ρε τό ὄ­νο­μα Με­θό­διος. Γιά τήν κα­θα­ρό­τη­τα καί τήν εὐ­λά­βειά του τόν χει­ρο­τό­νη­σαν ἱ­ε­ρέ­α.
    Τόν ἔ­στει­λε κά­πο­τε ὁ Γέροντάς του στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου νά δώ­ση τό ἐρ­γό­χει­ρο μέ τήν ρη­τή ἐν­το­λή νά ἐ­πι­στρέ­ψη αὐ­θη­με­ρόν. Ἀ­φοῦ ἐ­κτέ­λε­σε τήν ὑ­πα­κοή του, ὁ και­ρός χά­λα­σε καί ἄρ­χι­σε νά βρέ­χη κα­ταρ­ρα­κτω­δῶς. Οἱ πα­τέ­ρες προ­σπά­θη­σαν νά τόν ἐμ­πο­δί­σουν νά μή φύ­γη μέ τέ­τοι­ο και­ρό. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­χον­τας κα­τά νοῦν τήν ἐν­το­λή τοῦ Γέροντός του ξε­κί­νη­σε, προ­χώ­ρη­σε ἀλ­λά με­τά δυ­σκο­λευ­ό­ταν νά συ­νε­χί­ση. Βρῆ­κε τό­τε μί­α κου­φά­λα δέν­δρου, ζά­ρω­σε μέ­σα καί προ­σευ­χό­ταν. Τόν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος καί ὅ­ταν ξύ­πνη­σε εἶ­δε ἕ­να φῶς κοντά του. Σκέ­φθη­κε: «Θά  πά­ω νά χτυ­πή­σω ἐ­κεῖ γιά βο­ή­θεια». Πῆ­γε, χτύ­πη­σε καί εἶ­δε ὅ­τι θαυ­μα­τουρ­γι­κά εἶ­χε με­τα­φερ­θῆ στό κελ­λί του. Τά ἔ­χα­σε ὁ Γέροντάς του πού τόν πε­ρί­με­νε μέ ἀ­γω­νί­α, καί θα­ύ­μα­σε γιά τήν ὑ­πα­κοή του καί τό θαυ­μα­στό ἀ­πο­τέ­λε­σμά της. Ἀρ­γό­τε­ρα με­τά τήν κο­ί­μη­ση τοῦ Γέροντός του πῆ­ρε τό Ἁ­γι­ο­παυ­λί­τι­κο Κελ­λί τῶν Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων στίς Κα­ρυ­ές καί ἀ­γω­νι­ζό­ταν μέ φι­λό­τι­μο καί αὐ­τα­πάρ­νη­ση.
    Ὁ πα­πα–Με­θό­διος ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καί αὐ­τό τό ἔ­δει­χνε ἡ ἁ­πλό­τη­τά του, ἡ εἰ­ρή­νη του, ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη του, οἱ πολ­λές του ἀ­ρε­τές καί ὁ ἀ­νε­πί­λη­πτος βί­ος του. Ἦ­ταν φι­λα­κό­λου­θος καί πο­λύ ἀ­γω­νι­στής. Δέν πα­ρέ­λει­πε τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί τά πνευ­μα­τι­κά του. Τόν θυ­μοῦν­ται οἱ πα­τέ­ρες ὥς τά γη­ρα­τειά του, πού φο­ροῦ­σε τό ρά­σο του καί ἔ­κα­νε τόν κα­νό­να του.
Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τα­πει­νός μέ πο­λλή ἀ­γά­πη. Φι­λο­ξε­νοῦ­σε κά­ποι­ον εὐ­λα­βῆ καί ἐ­νά­ρε­το λα­ϊ­κό ὀ­νό­μα­τι Κώστα. Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη ὁ Κώστας, τό σῶ­μα του δέν πά­γω­σε. Εἶ­χε τήν εὐ­καμ­ψί­α τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων μο­να­χῶν. Με­ρι­κοί πί­στευ­αν ὅ­τι ἦ­ταν κρυ­φός μο­να­χός.
    Ἔ­με­νε στό Κελ­λί του καί ἕ­νας Κα­βι­ώ­της ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν φι­λο­χρή­μα­τος. Τά χρή­μα­τα πού μά­ζευ­ε τά ἔ­κα­νε λί­ρες καί τά ἔ­βα­λε σ᾿ ἕ­ναν τε­νε­κέ, τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­θα­ψε καί πά­νω ἔ­βα­λε κο­πρι­ές ἀ­πό τά ζῶ­α καί κον­σερ­βο­κο­ύ­τια, γιά νά μή δώ­ση ὑ­πο­ψί­α. Κάποτε ὁ πα­πα–Με­θό­διος εἶ­χε πά­ει στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου τοῦ «Φα­νε­ρω­μέ­νου» καί τήν ἴ­δια νύχτα πῆ­ρε φω­τιά τό κελ­λί του. Ἕ­να μέ­ρος τοῦ σπι­τιοῦ κά­η­κε καί τό ἄλ­λο πρό­λα­βαν καί τό ἔ­σβη­σαν. Ἀλ­λά δυ­στυ­χῶς κά­η­κε μέ­σα καί ὁ φι­λάρ­γυ­ρος Κα­βιώ­της. Ἔ­πει­τα ὁ πα­πα–Με­θό­διος ἄρ­χι­σε νά κα­θα­ρί­ζη τό κα­μέ­νο μέ­ρος τοῦ σπι­τιοῦ καί πε­τοῦ­σε ἔ­ξω τά ἀ­πο­κα­ΐ­δια. Τε­λι­κά βρῆ­κε καί τόν τε­νε­κέ μέ τίς λί­ρες. Στε­νο­χω­ρέ­θη­κε, τοῦ ἔδωσε μί­α κλω­τσιά καί γέ­μι­σε ὁ τό­πος λί­ρες. «Πώ, πώ», ἔ­λε­γε, «δι­ά­βο­λος. Γι᾿  αὐ­τό ἔ­κα­ψε τό σπί­τι. Ὅ­ποι­ος θέ­λει ἄς πά­ρη. Ἐ­γώ δέν παίρ­νω τί­πο­τε». Πῆ­ραν ἀ­πό αὐ­τές τίς λί­ρες δύ­ο πα­τέ­ρες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­πει­τα ἀρ­ρώ­στη­σαν καί τα­λαι­πω­ρή­θη­καν πο­λύ.
Κάποτε σέ μία πα­νή­γυ­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ύ­λου εἶ­χε θά­λασ­σα καί εἶ­χαν τρα­βή­ξει τό ξυ­λο­κά­ϊ­κο πά­νω στόν Ἀρ­σα­νᾶ. Με­τά τήν πα­νή­γυ­ρη 10–15 ἄ­το­μα προ­σπα­θοῦ­σαν νά τό ρί­ξουν στήν θά­λασ­σα καί δέν μπο­ροῦ­σαν. Τότε το­ύς εἶ­πε ὁ πα­πα–Με­θό­διος νά κά­νουν λί­γο στήν ἄ­κρη. Τό τρά­βη­ξε μό­νος του, ἀλ­λά ὄ­χι μέ τήν δύ­να­μή του. Προ­σευ­χή­θη­κε καί ὁ Θε­ός τόν δυ­νά­μω­σε.
     Δι­η­γεῖ­το καί ἕ­να συγ­κλο­νι­στι­κό γε­γο­νός πού ἔ­γι­νε στήν Ρου­μα­νί­α: «Ἕ­νας κα­λό­γε­ρος ἀ­πό ἕ­να γει­το­νι­κό χω­ριό ἔ­βγα­λε τά ρά­σα καί παν­τρε­ύ­τη­κε. Ἔ­κα­νε παι­διά, πέ­ρα­σαν τά χρό­νια καί πέθανε. Τόν ἑ­το­ί­μα­σαν καί εἰ­δο­πο­ί­η­σαν τόν Ἱ­ε­ρέ­α νά ᾿ρθῆ τήν τά­δε ὥ­ρα γιά τήν κη­δε­ί­α. Πῆ­γε ὁ πα­πᾶς νά τόν ση­κώ­σουν καί βλέ­πει τό σπί­τι ἄ­δει­ο∙ δέν ὑ­πῆρ­χε κα­νείς­. Ἀ­νέ­βη­κε πά­νω καί εἶ­δε μό­νο τό λε­ίψα­νο. Ἀ­πο­-

Πα­πα–Με­θό­διος Κα­ρυ­ώ­της.
ροῦ­σε  καί  ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν  τί  συ­νέ­βη. Τότε ἄ­κου­σε βα­ρειά βή­μα­τα στήν σκά­λα. Ξαφ­νι­κά βλέ­πει μπρο­στά του μία με­γά­λη ἀρ­κο­ύ­δα ἡ ὁ­πο­ί­α τοῦ εἶ­πε: ”Τί ἦρ­θες ἐ­δῶ, γιά νά δι­α­βά­σης αὐ­τόν; Αὐ­τός ἦ­ταν κα­λό­γε­ρος καί ἀ­παρ­νή­θη­κε τό Σχῆ­μα του. Ὅ­σα δι­α­βά­σμα­τα θέ­λεις κά­νε, αὐ­τός εἶ­ναι δι­κός μου­”. Καί ἀ­μέ­σως πῆρ­ε τό λε­ί­ψα­νο ἡ ἀρ­κο­ύ­δα καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Καί τό­τε ἄ­νοι­ξαν τά μά­τια του καί εἶ­δε τόν κό­σμο πού ἔ­κλαι­γαν τόν νε­κρό. Σάστισε, ἦ­ταν σάν χα­μέ­νος καί ὅ­ταν συ­νῆλ­θε κά­πως, ζή­τη­σε νά τόν πᾶ­νε στό σπί­τι του. Δέν πα­ρέ­μει­νε νά δι­α­βά­ση τήν νε­κρώ­σι­μη ἀ­κο­λου­θί­α. Ἀ­φοῦ συ­νῆλ­θε καί δι­η­γή­θη­κε ὅ­σα συν­τα­ρα­κτι­κά εἶ­δε στο­ύς δι­κο­ύς του, ζή­τη­σε ἄ­δεια ἀ­πό τήν πα­πα­διά του καί ἀ­νε­χώ­ρη­σε γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅπου ἔ­ζη­σε μέ ἄ­σκη­ση καί με­τά­νοι­α». Ὁ πα­πα–Με­θό­διος γνώ­ρι­σε αὐ­τόν τόν πα­πᾶ, ἄ­κου­σε ἀ­πό τόν ἴ­διο τό πε­ρι­στα­τι­κό καί αὐ­τός τό δι­η­γεῖ­το σέ ἄλ­λους μέ ἔμ­φα­ση.
Τόν ρω­τοῦ­σαν για­τί δέν πα­ίρ­νει ὑ­πο­τα­κτι­κό καί ἀ­παν­τοῦ­σε: «Τώρα ἄρ­χι­σαν νά ἔρ­χων­ται Ρου­μᾶ­νοι στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ἀλ­λά αὐ­τοί εἶ­ναι παι­διά τοῦ κομ­μου­νι­σμοῦ. Ἐ­μεῖς ἀλ­λοι­ῶς μά­θα­με».
Οἱ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­τες πα­τέ­ρες ἀ­γα­ποῦ­σαν τόν πα­πα–Με­θό­διο καί ὅ­ταν ἀ­νέ­βαι­ναν στίς Κα­ρυ­ές φι­λο­ξε­νοῦ­νταν στό Κελ­λί του. Ὅ­ταν πιά γή­ρα­σε, τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νά τόν πά­ρουν στό Μο­να­στή­ρι νά τόν γη­ρο­κο­μή­σουν. Ἤ­θε­λε μέν, ἀλ­λά φο­βό­ταν μήν τόν κά­νουν Πνευ­μα­τι­κό, ὅ­πως ἔ­κα­ναν τόν πα­πα–Μα­κά­ριο ἀ­πό τήν Λάκκου Σκή­τη, στόν ὁ­ποῖ­ον πή­γαι­ναν πολ­λοί Ρου­μᾶ­νοι ἀπ᾿ ὅ­λο τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί ἐ­ξωμο­λο­γοῦντο. Ὁ πα­πα–Με­θό­διος θε­ω­ροῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­νά­ξιο, φο­βό­ταν τίς εὐ­θύ­νες καί ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ δέν εἶ­μαι γιά τέ­τοι­α. Θά ἔ­χω εὐ­θύ­νη με­γά­λη. Ποῦ νά βρῶ ἄ­κρη». Τε­λι­κά ἀρ­ρώ­στη­σε τήν Σα­ρα­κο­στή τοῦ ἔ­τους 1979. Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος[1], τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως κά­λε­σε τόν Ρου­μᾶ­νο πα­πα–Χρι­στο­φό­ρο καί τόν ἔ­στει­λε νά εἰ­δο­ποι­ή­ση τόν πα­τρι­ώ­τη τους πα­πα–Ἰ­ω­α­κε­ίμ, πού ἐ­γη­ρο­κο­μεῖ­το στήν Μο­νή Κου­τλου­μου­σί­ου, ὅ­τι τήν ἑ­πο­μέ­νη τήν ἴ­δια ὥ­ρα θά πε­θά­νουν μα­ζί. Τοῦ ζή­τη­σε καί συγ­χώ­ρε­ση σέ ὅ,τι τοῦ ἔ­σφα­λε. Ὁ πα­πα–Ἰ­ω­α­κείμ­ πί­στε­ψε στά λό­για τοῦ πα­πα–Με­θο­δί­ου, ἑ­τοι­μά­στη­κε καί πε­ρί­με­νε μέ χα­ρά τήν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του προ­σευ­χό­με­νος στήν Πα­να­γί­α. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα στίς 5 μέ τό Βυ­ζαν­τι­νό ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά ὁ πα­πα–Ἰ­ω­α­κε­ίμ καί τήν ἴ­δια ὥ­ρα καί ὁ πα­πα–Με­θό­διος, ὅ­πως τό προ­γνώ­ρι­σε καί τό προ­εῖ­πε. Ἦ­ταν 13 Μαρ­τί­ου 1979. Ἔ­φυ­γαν καί οἱ δύ­ο ἁ­γι­α­σμέ­νες ψυ­χές μα­ζί, για­τί ἦ­ταν πα­ρα­δελ­φοί καί εἶ­χαν πολ­λή ἀ­γά­πη με­τα­ξύ τους. Τό ζή­τη­σαν αὐ­τό ἀ­πό τόν Θε­όν γιά νά μήν ἀ­πο­χω­ρι­σθοῦν οὔ­τε σ᾿ αὐ­τήν τήν ζωή οὔ­τε καί στήν ἄλ­λη.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.          

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα
  1. 1. Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται Πα­τέ­ρες καί Ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κα, Β’ ἔκ­δο­ση 1993, σελ. 108–109.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ομιλίες π. Αντωνίου Χρήστου

Ομιλίες π. Αντωνίου Χρήστου
Πατήστε πάνω στην Εικόνα






Δημοφιλή