ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ καὶ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
Ὅλοι μας εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι.
Κακοὶ ἄνθρωποι δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Δὲν εἶναι ἠ ἁμαρτία αὐτὴ καθαυτὴ ποὺ
κάνει κακὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἠ δολιότητα καὶ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἁμαρτία του καὶ ἡ ἄρνησή
του νὰ τὴν παραδεχθεί.
Ὁ κακὸς ἄνθρωπος εἶναι παντοῦ. Μπορεῖ νὰ εἶναι
πλούσιος ἤ πτωχός, μορφωμένος ἤ ἀμόρφωτος, πιστὸς ἤ ἄθεος. Ἔχουμε τὴν τάση καὶ
τὴ συνήθεια νὰ κατατάσσουμε τοὺς ἀνθρώπους σὲ δύο ἀπόλυτες κατηγορίες. Καλοὺς ἤ
κακοὺς. Σὲ τίμιους ἤ ἀνέντιμους. Ὅλοι μας κάνουμε κακὲς πράξεις. Οἱ κακὲς πράξεις
δὲν κάνουν ἀναγκαστικὰ ἕναν κακὸ ἄνθρωπο. Ἡ Σόνια στὸ «Ἔγκλημα καὶ Τιμωρία» τοῦ
Ντοστογιέφσκυ, ἄν καὶ ἐξεδίδετο γιὰ χρήματα, για νὰ μὴν πεθάνουν ἀπὸ ἀσιτία τὰ ἐτεροθαλὴ
ἀδέλφιά της δὲν ἦταν κακὸς ἄνθρωπος. Ἄν ὅποιος κάνει κάτι κακὸ ἦταν κακὸς ἄνθρωπος,
ὅλοι θὰ εἴμασταν κακοὶ ἄνθρωποι. Ὁπωσδήποτε ὅλοι, σὲ ὁποιαδήποτε κατηγορία καὶ ἄν
ἀνήκουμε, κάνουμε καὶ καλὲς καὶ κακὲς πράξεις.
Οἱ μεγαλόσχημοι Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ
Χριστοῦ δὲν ἦταν «πτωχοὶ τῶ πνεύματι», γιατὶ δὲν αισθάνονταν ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἦταν
βέβαιοι ὅτι τὰ εἶχαν ὅλα τακτοποιημένα, ὅτι τὰ εἶχαν καταφέρει καλύτερα ἀπὸ τοὺς
ἄλλους, ὅτι ἄξιζαν νὰ εἶναι οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ
δολοφόνησαν τὸν Χριστό. Ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἀρνοῦνται νὰ παραδεχθοῦν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί,
συνεχίζουν τὸ ἔργο τῆς ἐξοντώσεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἄρχισαν οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς
του, γιατὶ εἶναι οἱ πιὸ ἀποτελεσματικοὶ ὑπονομευτὲς τοῦ ἔργου Του. Τὸ κακὸ σ’ αὐτὸν
τὸν κόσμο τὸ κάνουν οἱ μεγαλόσχημοι, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ἐνάρετοι ποὺ πιστεύουν ὅτι
εἶναι ἄμεμπτοι, γιατὶ δὲν ἀντέχουν νὰ ὐποστοῦν
τὴν δυσφορία τῆς αὐτοεξετάσεως.
Ὅσο κι ἄν εἶναι δυσάρεστη ἡ συνειδητοποίηση
τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ποὺ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ γίνη κόλαση. Αὐτὴ
ἡ συνειδητοποίηση μερικὲς φορὲς εἶναι ὀδυνηρή, ἀλλὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ μιὰ εὐλογία,
γιατὶ εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλὴς προστασία μας ἀπὸ τὴ ροπὴ μας γιὰ τὸ κακό.
Ὅλοι οἱ Φαρισαῖοι δὲν βλέπουν ποτὲ κακὸ στὸν
ἑαυτὸ τους καὶ σὰν συνέπεια βλέπουν πολὺ κακὸ στοὺς ἄλλους. Ἀντιθέτως ἐκεῖνοι
ποὺ ἀναγνωρίζουν τὴ δική τους ἀτέλεια καὶ ἁμαρτωλότητα δὲν κρίνουν τους ἄλλους.
«Εἴ τις βαστάζει τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ, οὐ βλέπει τὰς τοῦ πλησίον αὐτοῦ» ( Ἀποφθέγματα,
ὅ.π.,σ.456.).ἀλλὰ λέγουν «Ὁ Θεός, ἱλασθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῶ».
Δὲν μπορεῖ ὀ ἄνθρωπος νὰ συναντήσει τὸν
πραγματικὸ Θεὸ ὅσο συνεχίζει νὰ λατρεύει ὡς θεὸ τὸν ἐαυτό του καὶ ὅσο συνεχίζει
νὰ περιμένει τὴ σωτηρία ἀπὸ τὸν ἑαυτό τού, ὅπως έκανε ὁ Φαρισαῖος ο οποίος
προσευχήθηκε «σταθεὶς πρὸς ἑαυτόν».
Ὁ Φαρισαῖος στὴν πραγματικότητα δὲν πίστευε
στὸ Θεό, γιατὶ δὲν εἶχε ποτέ του γεύση τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν γεύθηκε τὸ Θεὸ γιατὶ δὲν
τὸν ἀναζήτησε. Ὁ Φαρισαὶος δὲν πάει στὸν Ναὸ γιὰ νὰ συναντήσει τὸ Θεό, ἀλλὰ
γιατὶ χρειάζεται ἕναν ἐπίσημο χῶρο γιὰ νὰ αὐτοαποθεωθεῖ.
Ὅλοι, ἄν ψάξουμε, θὰ βροῦμε ἕνα τέτοιο
στοιχεῖο αὐτοαποθεώσεως σὲ ὅλες ἐκείνες τὶς δραστηριότητες τῆς καθημερινῆς μας
ζωῆς, ποὺ μᾶς ἀρέσει νὰ ἀποκαλοῦμε ἀρετὲς καὶ μὲ τὶς ὁποῖες ἐπιδιώκουμε τὴν αὐτοδικαίωσή
μας.
Ὁ Κύριος δὲν κατηγορεῖ τὸν Φαρισαῖο γιὰτὶς
ἀρετές του. Ὁ Φαρισαῖος κατακρίνεται γιατὶ στηρίζει τὴν ἱστορικὴ καταξίωση καὶ
τὴν ἐσχατολογικὴ δικαίωσή του στὴν θρησκευτικὴ ἰδιαιτερότητα καὶ ὄχι στὴν κρίση
καὶ τὸ ἔλεος τοὺ Θεοῦ. Καὶ ὁ Τελώνης δὲν ἐπαινεῖται γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του, ἀλλὰ
κυρίως γιὰ τὴν αὐτόγνωσία του καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ἀναξιότητάς του. Ἐπαφίεται στὸ
ἔλεος τοῦ Θεού καὶ ἐξαρτᾶ τὴ σωτηρία του ἀποκλειστικὰ καὶ μὸνο ἀπὸ τὴ χάρη καὶ
τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς ζωῆς μας στὸν Θεὸ σώζει
τὴν κατάσταση.
Ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸσο ἀπλὸς καὶ
φυσικός.Ἡ ἁγιότητα γίνεται μιὰ ἀπλὴ ὑπόθεση μέσα στὴνἘκκλησία, βιώνεται στὴν ἀγάπη
καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου, τὴν μείζονα αὐτὴ ἀρετή.
Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει σ’ αὐτὸ τὸ
στάδιο τῆς λειτουργικῆς διαδικασίας (στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου) ποὺ ὁδηγεῖ στὴ συνάντηση
μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ, τὴν κατάντια τοῦ Φαρισαῖου, γιατὶ ὅσο ὁ ἄνθρωπος
παραμένει σε μιὰ ἀνάλογη κατάντια, αὐτὴ ἡ συνάντηση εἶναι
ἐντελῶς ἀδύνατη.
5. 02. 2012 Ἀπὸ τὸν πατέρα Π.
Γκέζο.
Πηγὲς: Γ. Πατρώνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου