Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται
στὴν ἔννοια τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου, «δι’ οὕς Χριστὸς ἀπέθανεν». «Ἀδελφὸς τοῦ
Χριστοῦ» εἶναι κάθε ἄνθρωπος καὶ οἱ ἐλάχιστοι ἀκόμη τῆς κοινωνίας. Δὲν μπορεῖ ὁ
ἄνθρωπος ὅμως νὰ ἐπιστρέψει στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν συναντήσει χωρίς προηγουμένος νὰ
συναντήση τὸ συνάνθρωπο, γι’ αὐτὸ τὸ ἐπόμενο βῆμα στὴν πορεία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ
τὸν ἀναστημένο Χριστὸ εἶναι ἀκριβῶς ἠ συνάντηση μὲ τὸ συνάνθρωπο.
Θέμα τῆς τρίτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου εἶναι
ἠ κρίση ποὺ θὰ βασιστεῖ ἀποκλειστικὰ στὴν ἀγάπη ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει δείξει γιὰ
τὸ συνάνθρωπο του καὶ ποὺ τελικὰ μεταβαίνει σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ Θεό. «ἐφ’ ὅσον
ἐποιήσατε ἑνι τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοι ἐποιήσατε» (Ματθ.25, 40).
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ τελειωθεῖ
παρὰ μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τὸν πλησίον του καὶ πλησίον δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται
μόνο οἱ φίλοι μας ἤ οἱ γνωστοὶ μας, ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουμε
κοινὴ φύση. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει συνηθίσει νὰ ἀγαπάει τὸ Θεὸ στὸ συνάνθρωπο, ἐπεκτείνει
σ’ αὐτὸν τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης του μὲ τὴν ὁποία πλησιάζει τὸ Χριστό.
Δείχνουμε ἀγάπη στὸ συνάνθρωπο ὅταν τοῦ δίνουμε
κάτι ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς καὶ ποὺ ἐκεῖνος τὸ ἔχει ἀνάγκη. «ἐπίνασα καὶ ἐδώκατέ μοι
φαγεῖν».
«Ὅθεν πρέπει καὶ ἐμεῖς, ἀνίσως καὶ θέλωμεν
νὰ λέγωμεν αὐτὸν τὸν Θεόν μας πατέρα, νὰ εἴμασθεν εὔσπλαχνοι καὶ φιλάνθρωποι καὶ
νὰ χαροποιοῦμεν τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς χριστιανούς. Εἰδὲ καὶ εἴμασθεν ἄσπλαχνοι,
σκληρόκαρδοι καὶ πικραίνομεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τοὺς φαρμακεύομεν καὶ τοὺς βάνομεν
τὸν θάνατον εἰς τὴν καρδίαν, δὲν πρέπει νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας πατέρα, ἀλλὰ τὸν
Διάβολον»( Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ,σελ.24).
Ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε μιὰ φορά ἀλλὰ θέλει
νὰ χύνεται καθημερινὰ μύρο στὰ πόδια Του. «Αὐτὰ τὰ πόδια ποὺ ἡ γυναίκα του Εὐαγγελίου
τὰ ξεκουράζει καὶ τὰ δροσίζει μὲ τὰ δάκριά της, αὐτὰ τὰ πόδια ραίνει μὲ μύρο ἐκεῖνος
ποὺ προσφέρει τὴ γλυκύτητα τῆς καλοσύνης του ἀκόμη καὶ στὸν πιὸ ἀδύνατο. Σ’ αὐτὰ
οἱ μάρτυρες, σ’ αὐτὰ οἱ ἀπόστολοι, σ’ αὐτὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δηλώνει ὅτι
τιμᾶται» (Ἀμβροσίου, Ἐπιστολὴ XLI, 23).
Πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σήμερα δὲν θὰ εὔχονταν
νὰ ζοῦσαν ἑκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς
βρισκόταν στὴ γῆ, ὥστε νὰ κάθονται καὶ νὰ συντρώγουν μαζὶ Του στὸ ἴδιο
τραπέζι. Ἀλλὰ καὶ τώρα μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό. Μποροῦμε καὶ τώρα νὰ Τὸν καλέσουμε
γιὰ φαγητὸ καὶ νὰ φάμε μαζί του καὶ μάλιστα μὲ περισσότερη ὠφέλεια, γιατὶ ἐκείνοι
ποὺ Τὸν προσκαλοῦν σήμερα στὸ σπίτι τους καὶ Τοῦ προσφέρουν στέγη καὶ φαγητὸ θὰ
ἀπολαύσουν μεγάλη εὐλογία. (Χρυσοστ.,ΕΠΕ 14,σ.112).
Οἱ μοναχοὶ ποὺ γνώριζαν καλὰ πὼς θὰ
συναντοῦσαν ἀσφαλῶς τὸ Χριστὸ ἄν πλησίαζαν μὲ ἀγάπη τὸ συνάνθρωπο. ὅταν τοὺς
ρωτοῦσαν πῶς κατόρθωναν νὰ ὑπηρετοῦν μὲ τόση προθυμία τοὺς ἀνθρώπους, ἀπαντοῦσαν:
«Οὑδέποτε ἀνθρώποις με δουλεύειν ἐννενόηκα, ἀλλὰ τῶ Θεῶ»(Ἰ. Κλίμ.Migne 88, σ.685).
Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι ἡ «δυνατὴ
ἀδυνατότητα» νὰ βλέπω τὸ Χριστὸ στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, ὁποιοσδήποτε κι ἂν εἶναι
αὐτός, καὶ τὸν ὁποῖο ὁ Θεός, μέσα στὸ αἰώνιο καὶ μυστηριῶδες σχέδιό Του, ἔχει ἀποφασίσει
νὰ φέρει στὴ ζωή μου ἔστω καὶ γιὰ λίγες στιγμές. Νὰ τὸν φέρει κοντά μου ὄχι σὰν
μιὰ εὐκαιρία γιὰ «καλή πράξη» ἢ γιὰ ἐξάσκηση τῆς φιλανθρωπίας μου, ἀλλὰ σὰν ἀρχὴ
μιᾶς ἀδιάκοπης συντροφιᾶς μέσα στὸν ἴδιο τὸ Θεό.
Ἡ ἀγάπη ξεπερνάει στὸν «ἄλλο» τὴν ἐξωτερική του ἐμφάνιση, τὴν κοινωνική του θέση, τὴν ἐθνική του καταγωγή, τὴν διανοητική του ἱκανότητα καὶ φθάνει στὴν ψυχή του, τὸ ἀληθινὸ κομμάτι τοῦ Θεοῦ μέσα του. Εἶναι ἡ ὑπέροχη ἀνακάλυψη τοῦ «προσώπου» στὸν «ἄνθρωπο», ἡ ἀνακάλυψη τοῦ συγκεκριμένου καὶ μοναδικοῦ προσώπου μέσα στὸ σύνολο γενικά.
Ἡ πραγματικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ὑπενθυμίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν προσωπική του ἀγάπη. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη ἀπ' αὐτὴ τὴ προσωπικὴ ἀγάπη, νὰ τοὺς ἀναγνωρίζεται ἡ μοναδικότητα τῆς ψυχῆς τους στὴν ὁποία ἀντανακλᾶται ὅλη ἡ ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας μ' ἕνα ξεχωριστὸ τρόπο. Ξέρουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται στὴ «φυλακή», εἶναι «πεινῶντες καὶ διψῶντες» ἀκριβῶς γιατί τοὺς λείπει αὐτὴ ἡ προσωπικὴ ἀγάπη. Τέλος ξέρουμε ὅτι εἴτε ἀγαπήσαμε εἴτε ἀρνηθήκαμε τὴν ἀγάπη, πρόκειται νὰ κριθοῦμε, γιατί «ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25)
Ἡ ἀγάπη ξεπερνάει στὸν «ἄλλο» τὴν ἐξωτερική του ἐμφάνιση, τὴν κοινωνική του θέση, τὴν ἐθνική του καταγωγή, τὴν διανοητική του ἱκανότητα καὶ φθάνει στὴν ψυχή του, τὸ ἀληθινὸ κομμάτι τοῦ Θεοῦ μέσα του. Εἶναι ἡ ὑπέροχη ἀνακάλυψη τοῦ «προσώπου» στὸν «ἄνθρωπο», ἡ ἀνακάλυψη τοῦ συγκεκριμένου καὶ μοναδικοῦ προσώπου μέσα στὸ σύνολο γενικά.
Ἡ πραγματικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ὑπενθυμίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν προσωπική του ἀγάπη. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη ἀπ' αὐτὴ τὴ προσωπικὴ ἀγάπη, νὰ τοὺς ἀναγνωρίζεται ἡ μοναδικότητα τῆς ψυχῆς τους στὴν ὁποία ἀντανακλᾶται ὅλη ἡ ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας μ' ἕνα ξεχωριστὸ τρόπο. Ξέρουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται στὴ «φυλακή», εἶναι «πεινῶντες καὶ διψῶντες» ἀκριβῶς γιατί τοὺς λείπει αὐτὴ ἡ προσωπικὴ ἀγάπη. Τέλος ξέρουμε ὅτι εἴτε ἀγαπήσαμε εἴτε ἀρνηθήκαμε τὴν ἀγάπη, πρόκειται νὰ κριθοῦμε, γιατί «ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25)
19.02.2012 Ἀπὸ τὸν π Π. Γκέζο
πηγές: Γ. Πατρώνος καὶ www.synaxarion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου