(απόσπασμα από το βιβλίο
"Η μάχη της Διφθόγγου στην Ορθοπαιδική")
Ο
|
ι ρίζες της
ελληνικής γλώσσας χάνονται βαθιά μες στο υπέδαφος της αρχαιότητας, εκεί που
κυλούν αδιάκοπα οι ανεξάντλητες φλέβες του γλωσσικού μας θησαυρού. Είναι
ευνόητο ότι οι πρόγονοί μας εξόφλησαν με το παραπάνω το χρέος τους προς τις
επερχόμενες γενεές, ασχέτως αν αυτές μπόρεσαν ή όχι να διαχειριστούν επάξια την
ανυπολόγιστη κληρονομιά. Ανεξάρτητα από την κρητικότητα
ή τη φοινικικότητα της ελληνικής
γραφής, εκείνο που έχει σημασία σήμερα είναι ότι οι Έλληνες παρέλαβαν μόνο σύμφωνα και προσέθεσαν τα φωνήεντα, δημιουργώντας έτσι την
ευφωνικότερη, τη μουσικότερη, την ποιητικότερη γραφή του κόσμου. Το πλήθος των
έργων που φιλοτεχνούν τον καμβά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, βεβαιώνει
του λόγου το ασφαλές. Οι πρόγονοί μας έχουν καταθέσει γενναιόδωρα στο παγκόσμιο
ταμείο του πολιτισμού και του πνεύματος.
Η
ποιότητα της ελληνικής γλώσσας εξασφάλισε τη διαχρονικότητά της δια μέσου των
αιώνων. Άλλωστε αυτή, μαζί με την κινεζική, είναι οι μόνες με συνεχή ζώσα
παρουσία από τους ίδιους λαούς και στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι άλλες
γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη δική μας. Γιατί η
ελληνική μπορεί να πλάθεται εύκολα, όχι μόνο προθεματικά ή καταληκτικά, αλλά
διαφοροποιώντας σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι και τη ρίζα της λέξης. Μπορεί επίσης
να δημιουργεί σύνθετες λέξεις με άπειρων δυνατοτήτων χρήσεις, πολλαπλασιάζοντας
το λεξιλόγιο. Μαζί με τη λατινική, διατηρεί κι αυτή το προνόμιο να αποτελεί
ανεξάντλητη πηγή υλικών για τη δημιουργία επιστημονικών όρων σε διάφορα πεδία
γνώσης, όχι μόνο της ιατρικής. Η ιατρική, ούτως ή άλλως, αναζητά κάθε τόσο νέα
αντικείμενα και έννοιες που χρειάζεται να ορίσει. Αρκεί να αντλήσει προσεκτικά
το σωστό μέταλλο από το θησαυρό των ελληνικών ριζών και θα έχει την απάντηση.
Και
εκτός των άλλων, η ελληνική γλώσσα περιέχει λέξεις για έννοιες οι οποίες
παραμένουν χωρίς απόδοση στις άλλες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή, φιλότιμο. Μόνο η γλώσσα μας ξεχωρίζει με
ενάργεια την αγάπη από τον έρωτα, τη ζωή από το βίο. Οι λέξεις
περιγράφουν ιδιότητες των εννοιών τις οποίες εκφράζουν, αλλά με τέτοιο τρόπο
που εντυπωσιάζουν και δίνουν τροφή στη σκέψη.
Είναι
γνωστό ότι η αρχαιολογία έφερε στο φως αριστουργήματα του πνεύματος που, με
ανυπολόγιστους κόπους, κατάφερε να αποκωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει. Παρ’ όλα
αυτά, είναι παραπάνω από σίγουρο ότι δεν θα καταφέρει ποτέ να ξεθάψει από τις
προσχώσεις ένα πλήθος άλλων, σημαντικότερων ίσως, έργων της ανθρώπινης νόησης.
Εύλογη η απορία: «πώς ξεφύτρωσε ξαφνικά από το πουθενά ένας Όμηρος με δύο λαμπρά
λογοτεχνικά αριστουργήματα»; Είναι προφανές ότι πρέπει να προϋπήρχαν γλώσσα και
γραφή υψηλού επιπέδου από πολύ παλιά.
Στην
εκστρατεία του Αλεξάνδρου, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Αρριανός και επαναλαμβάνει
ο Πλούταρχος, εντυπωσιάζει ο πλούτος των έργων που πήρε μαζί του ο Μακεδόνας
στρατηλάτης για να τα μελετήσει στα βάθη της Ασίας. Εκτός από τους τραγικούς
ποιητές, Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη, επέλεξε τα έργα των Φιλίστου, Τελέστα
και Φιλοξένου, ελάχιστα γνωστών σήμερα συγγραφέων, αλλά σπουδαίων για την εποχή
τους. Γνωρίζουμε εξ άλλου ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ο πρώτος, αλλά ο τελευταίος
και διασημότερος μιας σειράς επικών ποιητών, των οποίων τα ονόματα έχουν
διασωθεί (Κρεώφυλος, Πρόδικος, Αρκτίνος, Κιναίθων, Καλλίμαχος), καθώς και τα
ονόματα των έργων τους: Φορωνίς, Φωκαΐς, Δαναΐς, Αιθιοπίς,
Επίγονοι, Οιδιπόδεια, Θηβαΐς. Πλην όμως, τα ίδια τα έργα χάθηκαν (εικόνα).
Πόσο απέχει
απ’ την πραγματικότητα ο πλούτος της αρχαιοελληνικής γραμματείας σε σχέση με τα
σωζόμενα σήμερα έργα των τότε συγγραφέων; Πόσες απώλειες υπήρξαν, χωρίς ποτέ
επίσημα να καταγραφούν, μετά την καταστροφή της βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια;
Πόσο αλλιώτικος θα ήταν ο κόσμος χωρίς αυτές τις απώλειες! Αλλά ας μη
μεμψιμοιρούμε και ας απολαύσουμε ό,τι διασώθηκε. Ο Ελύτης χαίρεται όταν
συνειδητοποιεί ότι τις λέξεις που χρησιμοποιεί στην ποίησή του (ουρανός,
θάλασσα, ήλιος, σελήνη, άνεμος) είναι οι ίδιες όπως τις έλεγαν η Σαπφώ και ο
Αρχίλοχος. Και ο Κοραής εύστοχα επισημαίνει ότι «όποιος, χωρίς την γνώση της
Αρχαίας, επιχειρεί να μελετήσει και να ερμηνεύσει την Νέαν, ή απατάται ή
απατά».
Η δύναμη της
γλώσσας δεν μετράται μόνο με ποσοτικά ή ποιοτικά κριτήρια. Η ίδια η αφήγηση των
γεγονότων υπονοεί, με τον πιο αξιόπιστο τρόπο, την αξία της. Και η ιστορία έχει
καταγράψει την ολοζώντανη παρουσία της γλώσσας μας σ’ όλη τη διάρκεια της
πολυκύμαντης πορείας της. Στα Ελληνιστικά χρόνια, η ελληνική γλώσσα έπαιξε
πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάσωση επιφανών έργων της λόγιας φιλολογίας. Στα
χρόνια του Βυζαντίου ήταν η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας και συνέβαλε, με
την ευλυγισία των λέξεων και με τον πλούτο των εννοιών, στη συγγραφή αξιόλογων
έργων της πατερικής θεολογίας. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας, στα μοναστήρια και
στα κρυφά σχολειά, η παράδοση που μεταλαμπαδευόταν με μυστικές οδούς κάτω από
τα νωχελικά μάτια των κατακτητών, κατάφερε να διατηρήσει άσβεστο τον πόθο για
την ελευθερία. Γιατί στην ελληνική γλώσσα έχει διαπιστωθεί η πληρέστερη
αντιστοιχία ανάμεσα στη λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο. Και γιατί σ’
αυτήν δεν υπάρχουν συνώνυμα, καθώς οι
λέξεις έχουν λεπτές εννοιολογικές διαφορές μεταξύ τους.
Μετά την
εθνική παλιγγενεσία του 1821, η γλώσσα μας περιέπεσε σε ποικίλες περιπέτειες.
Κι ας ήταν μια εποχή που θα έπρεπε να μας βρει πιο μονιασμένους από άλλοτε! Κι
ας ήταν η γλώσσα μας το ανεκτίμητο αγαθό που οφείλαμε να διαφυλάξουμε πάση
θυσία, ο άρρηκτος συνεκτικός ιστός ανάμεσά μας! Το ρεύμα των δημοτικιστών από
τη μια και οι εμμονές των καθαρευουσιάνων λογίων της εποχής από την άλλη
διχοτόμησαν το λαό σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Μολαταύτα, η
γλώσσα μας διατήρησε τον χαρακτήρα της. Και, πάνω απ’ όλα, κράτησε σαν
παρακαταθήκη τους δεσμούς της με το παρελθόν. Τα κείμενα, είτε γράφονταν
σύμφωνα με τις επιταγές του δημοτικιστή Ψυχάρη, υπακούοντας στους κανόνες της
γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, είτε ακολουθούσαν κατά γράμμα τις αρχές
του αρχαιολάτρη Αχιλλέα Τζάρτζανου, δεν έπαυαν ποτέ να διατηρούν τις σχέσεις με
τη γλώσσα των προγόνων μας. Ακόμα και σήμερα, απολαμβάνουμε την ανάγνωση ενός
Παπαδιαμάντη με τον ίδιο σεβασμό που χαιρόμαστε τους δαίδαλους της σκέψης ενός
Ροΐδη.
Αλλά το
μεγαλύτερο πλήγμα που φαίνεται πως δέχτηκε (μέχρι αυτή την ώρα) η γλώσσα μας
ήταν η βίαιη απαγκίστρωσή της από την αρχαία ελληνική, με την εξάλειψη των
πνευμάτων αρχικά (δασείας και ψιλής) και των τόνων (οξείας, βαρείας,
περισπωμένης) στη συνέχεια. Σαν να έφεραν βαρύ φορτίο οι λέξεις, που δεν μπορούσαν
να αντέξουν! Το μονοτονικό σύστημα που καθιερώθηκε στα σχολεία από τις αρχές
της δεκαετίας του ’80, συνεχίζει ακόμα και σήμερα να διχάζει. Ωστόσο, υπάρχουν
στις μέρες μας εκδότες που επιμένουν στο “παλιό” πολυτονικό σύστημα. Ο Κώστας
Κουτσουρέλης εμμένει στην άποψη ότι «για γλώσσες με τη διαδρομή της ελληνικής,
η γραπτή σήμανση δεν ήταν ποτέ πράγμα όλως μηχανικό. Ανέκαθεν δήλωνε την
αυτοκατανόηση του γράφοντος, τους δεσμούς του με το παρελθόν, την αντίληψή του
για την ταυτότητά του στο παρόν και το μέλλον». Και ο Χάρης Βλαβιανός συμφωνεί
και επαυξάνει: «Πολλοί θεωρούν την κατάργηση των πνευμάτων και της περισπωμένης
ως πρόοδο και την επιμονή κάποιων να γράφουν “φορώντας καπέλα στις λέξεις” ως
ένδειξη συντηρητισμού ή επιδεικτικού αισθητισμού. Απλοποιώντας ωστόσο τα
πράγματα δεν τα κάνεις απαραίτητα πιο ενδιαφέροντα. Ενδεχομένως τα
απονευρώνεις, καθιστώντας τα αφόρητα πληκτικά».
Οι τόνοι της
ελληνικής γλώσσας μοιάζουν με μουσικά σημεία σε μια παρτιτούρα που, μαζί με
τους κανόνες που διέπουν τη σωστή τους χρήση, προφυλάσσουν από την παραφωνία. Η
γλώσσα μας είναι κατ’ εξοχήν μουσική. Το να τη μιλάς σωστά σημαίνει να
σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο, να μη παπαγαλίζεις ανούσια λέξεις και
φράσεις-κλισέ. Άλλωστε, ακόμα κι όταν λείπουν τα πνεύματα και οι τόνοι, η ίδια
η ορθογραφία της λέξης υπονοεί την ύπαρξή τους. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη
λέξη ολιγωρία. Αν προερχόταν από τη
λέξη ὥρα (με δασεία-οξεία) θα έπρεπε
να αποδίδεται ολιχωρία (με χ δασύ).
Ψάχνοντας στα αρχαία λεξικά ανακαλύπτουμε τη λέξη ὤρα (με ψιλή-οξεία) που σημαίνει φροντίδα. Ολιγωρία είναι η έλλειψη
φροντίδας. Από αυτή τη ρίζα προκύπτουν οι γνωστές μας λέξεις πυλωρός, θυρωρός κ.λπ. “Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις”, έλεγε ο
Αντισθένης.
Οι
περιπέτειες της γλώσσας μας δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν γνωρίζουμε αν το ίδιο
συμβαίνει και με άλλες γλώσσες του πολιτισμένου κόσμου. Γιατί δεν μιλάμε για τη
“φυσική επιλογή” που ωθεί στην επικράτηση του αδρότερου, του απλούστερου, του
ισχυρότερου και του σαφέστατου στη θέση του σύνθετου, του πολύπλοκου, του
ασαφούς και του ασταθούς. Έστω κι αν η λέξη, ή η φράση, γίνεται απλούστερη χάριν
σαφηνείας. Εδώ μιλάμε για κάτι συγκλονιστικότερο. Μιλάμε για την εισβολή ξένων
όρων στη γλώσσα μας, είτε ως απ’ ευθείας δανείων είτε ως μεταφραστικών.
Οι ξένοι
(υποστηρίζει ο Σαράντος Καργάκος) νιώθουν σαν στο σπίτι τους και εμείς σαν
εξόριστοι στη δική μας πατρίδα. Μετατρέψαμε τη γλώσσα σ’ ένα ακαλαίσθητο και
άπατρι μείγμα επιδράσεων. Και, ενώ μέχρι τα τελευταία χρόνια λειτουργούσε ένας
μηχανισμός αφομοίωσης και υπήρχαν κάποιες γλωσσικές συναλλαγές, σήμερα έχουμε
μόνο εισαγωγές. Ανατράπηκε το γλωσσικό μας ισοζύγιο.
Η γλώσσα
είναι ο καθρέφτης του κάθε πολιτισμού. Η δική μας γλώσσα, όπως την καταντήσαμε,
μοιάζει με το πρόσωπο κάποιου που έχει υποστεί αλλεπάλληλες πλαστικές
επεμβάσεις. Και αυτό είναι το αποτέλεσμα γενικότερου ξενοκρατισμού που
χαρακτηρίζει τη νεότερη κουλτούρα μας. Όπως η μετάγγιση στον οργανισμό αίματος
ξένης ομάδας οδηγεί τον άνθρωπο στο θάνατο, έτσι και η μετάγγιση στην ελληνική
κοινωνία ξενικών γλωσσικών αποβλήτων την οδηγεί αναπόφευκτα σε παρακμή και στην
πολιτιστική παραμόρφωση.
Η αδικαιολόγητη χρήση ξένων λέξεων και εκφράσεων στη
θέση ελληνικών, είναι το αποτέλεσμα της εξάρτησης από “προηγμένες” κοινωνίες
και βρίσκεται μέσα στη λογική μιας πολιτικής που επιτείνει την εξάρτηση αυτή.
Γιατί - δεν μπορεί να συμβαίνει αλλιώς - η ξενοκράτηση στη χώρα μας είναι ως
ένα βαθμό ηθελημένη και προσχεδιασμένη. Συστηματικά, όπως φαίνεται, προωθείται
η γλωσσική μας δολιοφθορά, ο διασυρμός των λέξεων και το άδειασμα από το
αληθινό τους νόημα.
Πρόσφατα
έκανε την εμφάνισή της μία νέα έκφραση της νέας ελληνικής, η greeklish, που
χρησιμοποιεί λατινικούς χαρακτήρες για ν’ αποδώσει ηχητικά το νόημα της φράσης
στα ελληνικά. Οι συσκευές της κινητής τηλεφωνίας είναι κυρίως ο χώρος όπου
φυγαδεύεται προς το παρόν ο καινοφανής αυτός κίνδυνος. Σκοπός απώτερος είναι να
μεταβληθούμε σε ένα πνευματικά ετερόφωτο κρατίδιο που, αγνοώντας τους
πνευματικούς του θησαυρούς, θα έχει πάντα ένα πλέγμα κατωτερότητας απέναντι
στους ξένους. Ο Καργάκος κρούει τον κώδωνα κινδύνου: «Οι ορθογραφικές απλουστεύσεις
και η σταδιακή υποχώρηση του ελληνικού αλφαβήτου ανοίγουν το δρόμο για την
κυριάρχηση στο άμεσο μέλλον μιας άλλης γλώσσας». Είναι πασιφανές: περιφρονούμε
τη γλωσσική παράδοση, γραπτή και προφορική. Κάνουμε τον ξένο, χωρίς να
γινόμαστε ξένοι. Ο Ναπολέων είχε πει ότι η γραφίδα και η οβίδα είναι φτιαγμένες
από το ίδιο μέταλλο. Και οι δύο σκοτώνουν.
Αφήσαμε
τελευταίο το μεγαλύτερο πρόβλημα που σηματοδοτεί τη διολίσθηση της γλώσσας μας:
το γεγονός ότι ο Έλληνας δεν διαβάζει πια. Όπως γράφει ο Φίλιας «ο μέσος
έλληνας αναγνώστης δεν αντέχει στον πνευματικό κόπο που απαιτείται για την
ανάγνωση οποιουδήποτε σοβαρού κειμένου, έστω κι αν αυτό είναι ειδησεογραφικό,
πληροφοριακό, ενημερωτικό». Ο μέσος Έλληνας, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο,
προτιμάει την εικόνα, το σύνθημα, τον ηχηρό τίτλο.
Το βιβλίο,
και όταν ακόμα αγοράζεται, δεν διαβάζεται, δεν λειτουργεί σαν μέσο μάθησης,
αλλά σαν στοιχείο γοήτρου, επίδειξης, ακόμη και διακόσμησης. Στη χώρα μας, με
τους αναλογικά και συγκριτικά με άλλες χώρες πολύ μεγάλους αριθμούς ατόμων με
δίπλωμα ανώτατης σχολής και τους εκατό χιλιάδες φοιτητές, είναι εκπληκτικό ότι
το βιβλίο γενικά κυκλοφορεί τόσο λίγο!
Βιβλιογραφία
1.
Βλαβιανός Χ. στο άρθρο της Λαμπρινής Κουζέλη: «Η
μόδα του πολυτονικού: ύφος και όχι γλώσσα», ΒΗΜΑ
της Κυριακής, Αθήνα 13 Ιουλίου 2014.
2.
Γενική Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς,
τόμος 10, Αθήνα 1964.
3.
Γεωργίου ΙΠ: Ιστορία της Ιατρικής, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978.
4.
Δημητράκος Δ: Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής
γλώσσης, Εκδόσεις Δομή, Αθήνα 1964.
5.
Δημουλά Κ: Δημόσιος καιρός, Ίκαρος, Αθήνα 2014.
6.
Ελύτης Ο: Το Άξιον εστί, Ίκαρος, Αθήνα 1959.
7.
Εφταλιώτης Α: Ομήρου Οδύσσεια, 1921.
8.
Ηλιόπουλος ΚΣ: Η τραυματολογία του Τρωικού
πολέμου, Εκδόσεις Νόηση, Αθήνα 2008.
9.
Ηλιόπουλος ΚΣ: Οι πρωτοπόροι της Ορθοπεδικής, Εκδόσεις ΕΕΧΟΤ, Αθήνα 1991.
10.
Καργάκος ΣΙ:
Αλαλία, ήτοι το σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα, 4η έκδοση, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2005.
11.
Καργάκος ΣΙ: Η διαχρονική εξέλιξη της Ελληνικής
γλώσσας, Εισήγηση στο Ζ’ Εκπαιδευτικό
Συνέδριο, Πάτρα 8-9 Φεβρουαρίου 1992.
12.
Κουτσουρέλης Κ. στο άρθρο της Λαμπρινής Κουζέλη:
«Η μόδα του πολυτονικού: ύφος και όχι γλώσσα», ΒΗΜΑ της Κυριακής, Αθήνα 13 Ιουλίου 2014.
13.
Κωνσταντινίδης ΑΕ: Οι ελληνικές λέξεις στην
αγγλική γλώσσα, Θεσσαλονίκη 1991.
14.
Μαρκέας ΝΓ: Η μάχη της διφθόγγου (editorial) Acta Orthop Hell, 65(2), Αθήνα 2014.
15.
Μαρκέτος Σ: Ιστορία της Ιατρικής, Εκδόσεις ΖΗΤΑ, Αθήνα 2000.
16.
Μπαμπινιώτης Γ: Διαλογισμοί για τη γλώσσα και τη
γλώσσα μας. Απλά μαθήματα γλώσσας και γλωσσολογίας, 3η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2012.
17.
Μπαμπινιώτης Γ: Λεξικό της νέας Ελληνικής
γλώσσας με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, 3η έκδοση, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 2008.
18.
Μπαμπινιώτης Γ: Προσωπική επικοινωνία, Στοά του
βιβλίου, Αθήνα 2013.
19.
Νανόπουλος Δ, Μπαμπινιώτης Γ: Από την κοσμογονία
στη γλωσσογονία. Μια συν-ζήτηση, 4η έκδοση, Εκδόσεις
Καστανιώτη, Αθήνα 2010.
20.
Παναγιωτόπουλος ΙΜ: Ο σύγχρονος άνθρωπος, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1992.
21.
Πλούταρχος: Παράλληλοι βίοι, Αλέξανδρος-Καίσαρ, Εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα 2005.
22.
Πολυλάς Ι: Ομήρου Ιλιάς, 1923.
23.
Σταματάκος Ι: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής,
Αθήνα 1949.
24.
Τεγόπουλος-Φυτράκης: Μείζον Ελληνικό Λεξικό,
Αθήνα 1997.
25.
Τσακαλώτος ΕΔ: Λεξικόν Λατινο-Ελληνικόν, Αθήναι
1921.
26.
Φίλιας Β: Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, 6η
έκδοση, Εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή»,
Αθήνα 1987.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου