τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
Στά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπαντοῦν
συχνά οἱ λεγόμενες «ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις». Ἡ χρησιμοποίησή τους ἀπό τούς ἱερούς
συγγραφεῖς γίνεται ἐξαιτίας τῆς «ἀδυναμίας τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς
νά συλλάβει καί νά κατανοήσει τίς ἔννοιες τῆς θείας πραγματικότητας, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει
τά μέτρα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας πού περιβάλλει τόν ἄνθρωπο».[1]
Καί ὅπως συνεχίζει ὁ καθηγητής Ἀθανάσιος Παπαρνάκης: « Αὐτή ἡ ἴδια ἡ χρήση τους
ἀποτελεῖ τεκμήριο τῆς θεοπνευστίας τοῦ βιβλικοῦ κειμένου, διότι ἔτσι δίδεται
στόν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα νά γνωρίσει τόν Θεό».[2] Ὁ δέ
Μέγας Ἀθανάσιος περιγράφει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ μοναδικό τρόπο: «τοιαῦτα γάρ τά παραδείγματα καί τοιαύτας τάς
εἰκόνας ἔθηκεν ἡ Γραφή, ἵν᾽ἐπειδή ἀδύνατος ἐστιν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις περί Θεοῦ
καταλαβεῖν, κἄν ἐκ τούτων ὀλιγοστῶς πως καί ἀμυδρῶς, ὡς ἐφικτόν ἐστι, διανοεῖσθε
δυνηθῶμεν».[3] Εἶναι σαφής λοιπόν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο
γίνεται χρήση τῶν ἐκφράσεων αὐτῶν.
Ὅμως μήπως αὐτές «μειώνουν» τήν
θεοπνευστία τοῦ κειμένου;
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρεται μέ
σαφήνεια στό θέμα. Ὑποστηρίζει ὅτι ὄχι μόνο δέν μειώνουν τήν θεοπνευστία τῶν
κειμένων ἀλλά ἀντίθετα ἀποτελοῦν ἐνδείξεις ἤ ἀκόμη καί τεκμήρια τῆς
θεοπνευστίας γιά δύο κατά βάση λόγους: α) Οἱ «ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις» δέν ἀποτελοῦν
«ἔνδειξη μιᾶς ἀτελοῦς γνώσης τῶν ἱερῶν συγγραφέων, διότι οἱ ἴδιοι γνωρίζουν τήν
πληρότητα τῶν θείων ἀληθειῶν». β) Οἱ ἐκφράσεις αὐτές δέν περιέχουν λάθη, ἀλλά
τό ζήτημα εἶναι πῶς ἑρμηνεύονται καί πῶς
χρησιμοποιοῦνται οἱ ἐκφράσεις αὐτές καί ἐπίσης ἄν ὁ ἀναγνώστης ἔχει τίς
προϋποθέσεις νά κατανοήσει τά ἀναγινωσκόμενα. Ἄλλωστε γνωρίζουμε ὅτι ἡ
παρερμηνεία εἶναι ἔργο τῶν αἱρετικῶν καί ἅρα χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή στό ἐγχείρημα.
Σημαντική ἐπί τοῦ θέματος εἶναι καί πάλι ἡ θέση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: « ἀλλ᾽ἐπειδή, ὥσπερ δεδιότες ἀποστῆναι τῆς ἰδίας
μυθοπλασίας, προφασίζονται συνήθως τά προειρημένα ῥητά τῶν θείων Γραφῶν, τά καλῶς
μέν γεγραμμένα, ῥᾳδιουργηθέντα δέ παρ᾽αὐτῶν φέρε, πάλιν ἀναλαβόντες τόν νοῦν τῶν
προειρημένων, τούς μέν πιστούς ὑπομνήσωμεν, τούτους δέ δείξωμεν καί ἐξ ἑκάστου
τούτων, μηδ᾽ὅλως εἰδέναι τόν Χριστιανισμόν».[4] Ἔτσι,
γίνεται κατανοητό ὅτι ἀποτελεῖ μέγιστο θέμα ἡ σωστή ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν ἁγιογραφικῶν
κειμένων. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μᾶς προσφέρει μιά σπουδαία πατερική προσέγγιση στό
θέμα. Ὑποστηρίζει δηλαδή, ὅτι οἱ ἐκφράσεις αὐτές δέν πρέπει νά ἑρμηνεύονται κατ᾽ἀκρίβειαν
σύμφωνα μέ τήν ἐμπειρία τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, διότι αὐτό ὁδηγεῖ σέ
σφάλμα. Τό ἔργο αὐτό ἔκαναν στή ἐποχή τους οἱ Ἀρειανοί μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποδίδουν
ἀνθρώπινες ἰδιότητες στό Θεό καί τό ἀντίστροφο.[5]
Γιά τήν ἀποφυγή τέτοιων ἤ παρόμοιων λαθῶν χρειάζεται προσοχή στήν ἀπόλυτη καί ὀντολογική
διάκριση τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, τοῦ κτιστοῦ καί τοῦ ἀκτίστου.
Γιά μιά σωστή ἑρμηνεία τῶν κειμένων τῆς
Ἁγίας Γραφῆς ὁπωσδήποτε εἶναι ἀναγκαία ἡ μελέτη τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν
καί κατέγραψαν τίς θεῖες ἀλήθειες τόσο μέσω τῆς ἐπιστημονικῆς τους γνώσης, ὅσο
καί μέσω τῶν βιωμάτων τους. Αὐτές τίς καταγεγραμμένες ἀλήθειές τους υἱοθέτησε
θεόπνευστα καί ἡ Ἐκκλησία μας.
[1] Παπαρνάκη
Ἀθανασίου, Θέματα Εἰσαγωγῆς στήν Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
Θεσσαλονίκη 2008, σ.53.
[2] Παπαρνάκη
Ἀθανασίου, Θέματα Εἰσαγωγῆς στήν Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
Θεσσαλονίκη 2008, σ.53.
[5] Παπαρνάκη
Ἀθανασίου, Θέματα Εἰσαγωγῆς στήν Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
Θεσσαλονίκη 2008, σ.52.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου