Aν ξεφυλλίσουμε τον ημεροδείκτη μας και φθάσουμε στην 1η Σεπτεμβρίου, θα δούμε να σημειώνεται: «Aρχή Ινδίκτου». Πολλοί ίσως, διαβάζοντας τη φράση αυτή, να διερωτώνται: Tι σημαίνουν τα λόγια αυτά και τι είναι η Ίνδικτος;
Η λέξη Ίνδικτος είναι λατινική ελληνοποιημένη και σημαίνει ορισμός, διάγγελμα, πού εκδιδόταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, με σκοπό να καθορίζουν το ύψος των φόρων επί της παραγωγής της γης, που θα έπρεπε να πληρώσουν οι υπήκοοι της Ρώμης για τη συντήρηση του στρατού. Το διάγγελμα αυτό ίσχυε για δεκαπέντε χρόνια και τούτο, γιατί κάθε δεκαπέντε χρόνια απολύονταν οι παλαιοί στρατιώτες και κατατάσσονταν οι νέοι. Να σημειωθεί ότι το ύψος των σχετικών φόρων καθοριζόταν από τη νέα δύναμη του στρατού για την επόμενη δεκαπενταετία.
Με την πάροδο του χρόνου η λέξη Ίνδικτος έπαψε να σημαίνει μόνο διάγγελμα, αλλά σήμαινε και το διάστημα των δεκαπέντε ετών. Έτσι άρχισαν να μετρούν το χρόνο σε Iνδίκτους (πρώτη Ίνδικτος, δεύτερη Ίνδικτος κ.ο.κ.).
Πρώτος ο Μ. Κωνσταντίνος όρισε ως επίσημη μέτρηση του χρόνου (το 312 ή 313 μ.Χ.) την Ίνδικτο, πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου, εποχή που είχε τελειώσει η συγκομιδή των καρπών της γης. Η μέτρηση αυτή του χρόνου ονομάστηκε, από το όνομα του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνειος Iνδικτιών και Ελληνική.
Η Εκκλησία υιοθέτησε αυτό το σύστημα μέτρησης του χρόνου και μετρούσε τα έτη με τίς Ινδικτιώνες. Έτσι το Εκκλησιαστικό έτος άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου με Πατριαρχική Θεία Λειτουργία και ιδιαίτερη Iερά Παράκληση, ώστε να ευλογήσει ο Θεός τον καινούριο χρόνο.
Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός ο Α΄ το 537 εισήγαγε τη μέτρηση κατά Ινδικτιώνες στα κρατικά έγγραφα και στίς δικαστικές αποφάσεις. Έλεγαν δηλαδή 1ο έτος της τάδε Ινδικτιώνος, 2ο έτος της τάδε Ινδικτι‘νος κ.ο.κ.
Με τον καιρό ορίστηκαν δύο είδη Ινδίκτου, η Καισαρική, δηλαδή η παλαιά ρωμαϊκή πού άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου και την οποία συνέχισε τό Βυζάντιο, και η Παπική, που άρχιζε στίς 25 Δεκεμβρίου και αργότερα την 1η Ιανουαρίου.
Στη Δύση σιγά-σιγά επικράτησε ως αρχή του νέου έτους η 1η Ιανουαρίου, ενώ στην Aνατολή είχε παραμείνει η 1η Σεπτεμβρίου. Αυτός είναι και ο λόγος που η πρώτη Σεπτεμβρίου παρέμεινε μέχρι και σήμερα η αρχή του Εκκλησιαστικού έτους, μετά την καθιέρωση για όλους ως αρχής του πολιτικού έτους της 1ης Ιανουαρίου. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Εκκλησία μας όρισε την ημέρα αυτή να αναγινώσκεται στους Ιερούς Ναούς η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Λουκά, που αναφέρει το πρώτο κήρυγμα του Χριστού στη συναγωγή της Ναζαρέτ (Λουκ. 4, 16-18).
Οι Ινδικτιώνες μετριούνται από τη Γέννηση του Χριστού. Επειδή, όμως, η χρονολογία από της του Χριστού Γεννήσεως υστερεί κατά τρία έτη, για να βρούμε, παραδείγματος χάριν, την Ίνδικτο του 2004, προσθέτουμε 3 έτη και διαιρούμε δια του 15. Δηλαδή 2004 + 3= 2007 : 15 = 133 και υπόλοιπο 12 που σημαίνει ότι βρισκόμαστε στο 12ο έτος της 133ης Ινδίκτου (από την 1η Σεπτεμβρίου).
(Kωνσταντίνου Aπ. Σουλιώτη, Θεολόγου)
Απολυτίκιο. Ήχος β'.
Ό πάσης Δημιουργός της κτίσεως, ο καιρούς και χρόνους εν τη Ίδία εξουσία θέμενος, ευλόγησαν τον στέφανον, του ενιαυτού της χρηστότητας σου, Κύριε, φυλάττων εν ειρήνη τους βασιλείς και την πάλιν σου, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Β)
Για την εκκλησία η πρώτη Σεπτεμβρίου δεν σημαίνει μόνο την αρχή του μήνα και του φθινοπώρου αλλά και την αρχή της νέας χρονιάς. Πρωτοχρονιά, καινούρια χρονιά γιορτάζουμε. Έχουμε την αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή αρχή του νέου έτους. Η λέξις Ινδικτιών προέρχεται από την λατινική indictio και σημαίνει την δεκαπενταετή περίοδο φόρων, όσα και τα χρόνια που υπηρετούσε ο Ρωμαίος στρατιώτης. Την αρχή της ινδικτιώνος εισήγαγε ο Αύγουστος Καίσαρ, ο οποίος διέταζε την είσπραξη των φόρων την πρώτη του μηνός Σεπτεμβρίου. Από του Μεγάλου Κωνσταντίνου έγινε επισήμως η χρήση της ινδικτιώνος ως χρονολογίας και έκτοτε η εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως μέχρι και σήμερα εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους.
Στο απολυτίκιο της ημέρας θα ζητήσουμε από Εκείνον που είναι «ο πάσης δημιουργός της κτίσεως, ο καιρός και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος», να ευλογήσει «τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός του», να ευλογήσει όλο το κύκλο, όλη την περίοδο της νέας χρονιάς. Καινούρια χρονιά άλλωστε είναι για πολλούς ανθρώπους, αφού οι υπάλληλοι επιστρέφουν από τις θερινές διακοπές, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές γυρίζουν στα σχολεία τους για την νέα σχολική χρονιά. οι μαθητές όλων των βαθμίδων επιστρέφουν στα θρανία τους για το νέο σχολικό έτος.
Εκείνο όμως που έχει σημασία, ανεξαρτήτως από το πότε αρχίζει ή τελειώνει η χρονιά, είναι το πώς ζούμε το χρόνο της ζωής μας και πώς θα τελειώσει ο χρόνος της ζωής μας. Αν προσέξουμε τα λόγια της Θείας Λειτουργίας θα παρατηρήσουμε ότι για το κύλισμα του χρόνου της ζωής μας παρακαλούμε « Τον υπόλοιπον χρόνο της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι παρά του Κυρίου αιτησώμεθα». Ενώ για το τέλος της ζωής δεόμεθα: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογία την επί του φοβερού βήματος του Χριστού αιτησώμεθα ».
Ο χρόνος της ζωής μας θα πρέπει είναι μία προσφορά στον Ιησού Χριστό, που μας χαρίζει το χρόνο, διότι εκείνο που καταξιώνει το χρόνο μας είναι η ευλογία του Θεού. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, όταν αρχίζει η νέα χρονιά ζητά την ευλογία Εκείνου: «Ίνδικτον ημών ευλόγει νέον χρόνον, ώ και παλαιέ, και δι’ ανθρώπους Νέε».
Ο Χριστός είναι ο παλαιός των ημερών, που έγινε νέος των εσχάτων ημερών για μας τους ανθρώπους. Είναι ο προαιώνιος Θεός, που έγινε η απαρχή της νέας κτίσεως. Ως Θεός είναι Παλαιός, άχρονος, προαιώνιος. Παλαιός αλλά και σήμερα αναγκαίος. Παλαιός βέβαια είναι και ο ήλιος, αλλά είναι πάντα απαραίτητος. Πιο παλαιός και από τον ήλιο είναι ο Θεός Λόγος, ο Ιησούς ως Θεός, και είναι απείρως αναγκαιότερος από τον ήλιο, γιατί είναι ο θησαυρός των πιστών που τον κρατούν σφιχτά στο θησαυροφυλάκιο της ψυχής τους. Αν χάσουμε την πίστη μας στο Χριστό, χάνουμε τα πάντα. Χωρίς ήλιο μπορούμε να ζήσουμε, χωρίς Χριστό δεν μπορούμε να ζήσουμε.
Αν λοιπόν ο χρόνος είναι μία προσφορά ,τότε αυτή η προσφορά ανήκει στο Χριστό. Εύκολα προσφέρουμε στο Χριστό μία λαμπάδα ή κάποιο τάμα, ενώ δύσκολα του προσφέρουμε καθημερινά λίγο από το χρόνο της ζωής μας. Πολύ δυσκολότερα του προσφέρουμε ολόκληρη την ζωή μας. Ένας από τους λόγους που ήλθε ο Χριστός στον κόσμο, είναι «κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Για να γίνει δεκτή και ευάρεστη στον Κύριο η περίοδος της ζωής μας.
Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε εμείς είναι, το πώς περνάμε το χρόνο της ζωής και τις συνήθειες που αποκτάμε. Αν ο χρόνος μας είναι δεκτός από τον Θεό, αν είναι «ενιαυτός Κυρίου» κι αν οι συνήθειες που έχουμε είναι πράξεις αρεστές στο Θεό. Η συνήθεια για παράδειγμα του Κυριακάτικου εκκλησιασμού είναι ευάρεστη στο Θεό, όχι γιατί μετέχουμε στο σύνολο του αριθμού των πιστών της Εκκλησίας, αλλά γιατί μετέχουμε στο σώμα του Χριστού, που θυσιάζεται μπροστά μας και λαμβάνουμε την χάρη και την ευλογία του Θεού και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Η χαρά είναι πλούσια, γιατί είναι ουράνια. Άλλες όμως κυριακάτικες συνήθειες είναι επίγειες και διαρκούν για λίγο χρόνο.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου το Ευαγγέλιο της ημέρας διηγείται την είσοδο του Ιησού στην συναγωγή της Ναζαρέτ και την ανάγνωση των Γραφών από τον Ίδιο. Αυτό αποτελεί και το παράδειγμα για μας. Ο Εκκλησιασμός και η μελέτη του Λόγου του Θεού. Δύο συνήθειες που αποδεικνύουν ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος και Θεός μας. Αποδεικνύουν ότι ο χρόνος της ζωής μας ανήκει σε Αυτόν. Μία κατάθεση χρόνου με πολύ μεγάλο επιτόκιο στην ουράνια τράπεζα της βασιλείας των ουρανών.