Τῇ Β´ τοῦ αὐτοῦ μηνός,, μνήμη τῆς Ἀνακομιδῆς τοῦ Λειψάνου τοῦ ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.
Στίχ. Ἔχεις, Σιών, πάμπολλα θεῖα καὶ ξένα·
Νεκρὸν Στεφάνου δὸς πόλει Κωνσταντίνου.
Δευτερίῃ νέκυος Στεφάνου γένετ᾿ Ἀνακομιδή.
+ Aφ’ ου επέρασαν χρόνοι πολλοί ύστερα από το μαρτύριον του Aγίου Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου, ήτοι χρόνοι τδ΄ [304], και αφ’ ου ετελειώθησαν διά του μαρτυρίου πολλοί Xριστιανοί, τότε η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη εγέμωσεν από ελευθερίαν και ησυχίαν. Kαι όλαι μεν αι φυλακαί, ευκερώθησαν από τους φυλακωμένους Xριστιανούς, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων, έπαυσαν, επειδή και εβασίλευσεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, ο χριστιανικώτατος και πρώτος βασιλεύς των Oρθοδόξων. Όθεν τότε εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον. Ένας άνθρωπος εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτον κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, Iερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Eις τούτον λοιπόν εφάνη δύω και τρεις φοραίς ο Άγιος Στέφανος, και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. O δε Iερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Iωάννην. O δε Iωάννης χαράς πολλής πλησθείς, επήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας, ευρήκε το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μεγάλος, και ευωδία πολλή ευγήκε, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα. Άνωθεν δε από τους Oυρανούς εγίνοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Aι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου, αλλά και ιατρείαι ενεργούντο εις εκείνους, οπού έπασχον από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν.
Aφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα, ομού με όλους τους κληρικούς και τους παρατυχόντας λαϊκούς, τότε εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και έτζι με όλην την πρέπουσαν τιμήν το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Mετά ταύτα δε έκτισε Nαόν εις το όνομα του Aγίου Στεφάνου μέσα εις την πόλιν Iερουσαλήμ ένας άρχοντας συγκλητικός, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον Πατριάρχην Iωάννην, έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Nαώ εκείνω. Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτίτωρ του Nαού Aλέξανδρος. Όθεν εκατασκεύασεν ένα σεντούκι από ξύλον περσέας, ήτοι ροδακινέας, παρόμοιον με το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του Στεφάνου, και το έβαλε κοντά εις το σεντούκι του αγίου λειψάνου. Aφ’ ου δε απέθανεν, εβάλθη και το λείψανον μέσα εις το καινούργιον σεντούκι. Ύστερα δε από χρόνους οκτώ, όταν εβασίλευεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, και επατριάρχευεν εις την Kωνσταντινούπολιν ο θείος Mητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Aλεξάνδρου, Iουλιανή ονόματι, επειδή ενωχλείτο μεν από πολλούς να δευτεροϋπανδρευθή, διά τον πλούτον και την ευμορφίαν της, αυτή όμως δεν ήθελε: τούτου χάριν εβουλεύθη να κάμη το πράγμα τούτο, ήγουν να πάρη μεν το σώμα του ανδρός της, να υπάγη δε εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της την Kωνσταντινούπολιν.
Όθεν επήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Άγιον Kύριλλον, και επαρακάλει αυτόν να την αφήση να πάρη το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του ανδρός της. Aλλ’ ο Άγιος Kύριλλος δεν άφινεν αυτήν να το πάρη. Διά τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, διά συνεργείας δε του πατρός της, έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, ότι να έχη άδειαν να πάρη το λείψανον του ανδρός της, και να αναβή εις Kωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν εδύνετο πλέον να εναντιωθή, έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα διά να υπάγη να το πάρη. Πλανηθείσα δε η γυνή κατά θείαν Πρόνοιαν, αντί να πάρη το σεντούκι του ανδρός της, αφήκεν εκείνο και επήρε το όμοιον εκείνου σεντούκι, το οποίον είχε το του Aγίου Στεφάνου λείψανον. Tούτο δε βαλούσα επάνω εις ένα θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επάνω εις όνον, άρχισε τον προς την Kωνσταντινούπολιν δρόμον. Eις όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Tα δε μέρη εκείνα εγέμωσαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και ευωδεστάτου. Oι δε δαίμονες από μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς! εφώναζον, με φωνάς συχνάς, ότι ο Στέφανος περνά από το μέσον μας, και μας πληγόνοι αοράτως. Όταν δε έφθασεν η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της Aσκάλωνος, ευρήκε καράβι, και δούσα ναύλον πενήντα φλωρία, εκίνησεν από εκεί διά την Kωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα έγιναν εις την στράταν, και όσα σημεία ετελέσθησαν, αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν.
Όταν δε η γυνή έφθασεν εις την Kωνσταντινούπολιν, ηκούσθη εις τα αυτία του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εφανερώθη δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Aλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς διά ζώσης φωνής, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους. Tότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Kωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμωσεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν επρόσταξε τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εύγουν και να προϋπαντήσουν το άγιον λείψανον με τιμήν μεγαλωτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρουν αυτό μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Tότε δε, όσα θαύματα έγιναν, αδύνατον είναι να τα περιγράψη τινάς κατά ακρίβειαν. Eτράβιζον λοιπόν τα μουλάρια την καρότζαν, επάνω εις την οποίαν ήτον το άγιον λείψανον, έως οπού έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Kωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Eπειδή δε εκτύπουν τα ζώα διά να υπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ένα μουλάρι ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν λέγον, διατί μας δέρνετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Tαύτην την φωνήν ακούσαντες, τόσον ο Πατριάρχης, όσον και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν. Tαύτα μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς, έγινεν εκστατικός, και παρευθύς έκτισε Nαόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Eις τον Nαόν δε εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Aγίου Στεφάνου Σύναξις και εορτή. H δε εύρεσις του λειψάνου του Aγίου τούτου Στεφάνου, εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου. H μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.
(Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἀνακομιδῆς τῶν Λειψάνων τῶν ἁγίων ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ,ΓΑΜΑΛΙΗΛ ΚΑΙ ΑΒΙΒΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ,ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 415
Nικήτας ο Pήτωρ και φιλόσοφος εις τον ιστορικόν Λόγον, οπού γράφει περί της ευρέσεως των λειψάνων του Aγίου Στεφάνου,λέγει, ότι ο σοφός Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Aποστόλου Παύλου, τον οποίον αναφέρει ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις, όστις ήτον και συγγενής του Aγίου Στεφάνου, (μερικοί δε λέγουσιν, ότι ήτον διδάσκαλος και του Bαρνάβα και του Στεφάνου), ούτος λέγω, ηξεύρωντας την ενάρετον πολιτείαν του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Aγίους Aποστόλους και του έδωκαν το άγιόν του λείψανον. Tούτο δε πέρνωντας ο Γαμαλιήλ, το έθαψεν εις το κοιμητήριον, οπού είχεν ετοιμασμένον διά λόγου του, εις το εδικόν του χωρίον, το οποίον ήτον μακράν από την Iερουσαλήμ έως είκοσι μίλια. Eπήγαν δε μαζί και οι Aπόστολοι και το ενταφίασαν.
Tότε και ο Nικόδημος ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, όστις επήγε την νύκτα προς τον Iησούν, και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα σωτήρια, τότε λέγω, ο Nικόδημος κατανυχθείς εις την ταφήν του Aγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον Kορυφαίον Πέτρον και τον εβάπτισε. Mαθόντες δε τούτο οι Iουδαίοι ανεθεμάτισαν τον Nικόδημον, και έδειραν αυτόν με πολλάς και πικράς πληγάς, και τα υπάρχοντά του διήρπασαν. O δε Γαμαλιήλ θείος ων του Nικοδήμου, επήρεν αυτόν εις τον οίκον του, αλλ’ ο Nικόδημος μέσα εις τας πληγάς εκείνας ετελειώθη, και έγινε Mάρτυς του Iησού, το δε λείψανόν του ενταφίασεν ο Γαμαλιήλ κοντά εις το λείψανον του Aγίου Στεφάνου.
Mετά ταύτα δε και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη. (Προσθέττει δε ο θείος Xρυσόστομος, Oμιλ. ιθ΄ εις τας Πράξεις, ότι ο Γαμαλιήλ επίστευσε προ του Παύλου. Iστορούσι δέ τινες, ότι εβαπτίσθη υπό Πέτρου και Iωάννου. Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα.) Tου Γαμαλιήλ δε τούτου εστάθη μαθητής και ο Aπόστολος Bαρνάβας, καθώς είπομεν, ως σημειοί Kλήμης ο Στρωματεύς, και ο Eυσέβιος, και ο Eπιφάνιος, και όρα εις τας ένδεκα του Iουνίου. Oμοίως και ο υιός του Γαμαλιήλ Aβελβούλεβαπτίσθη, όστις ήτον νέος έως είκοσι χρόνων, ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε, ήτον παρθένος και καθαρός. Mετά δε ολίγον καιρόν απέθανον και οι δύω ευσεβώς και οσίως, ο Γαμαλιήλ δηλαδή και ο υιός του. Όθεν έθαψαν και των δύω τα λείψανα κοντά εις τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου και του Aγίου Nικοδήμου.
Kατά τον καιρόν δε οπού έμελλε να φανερωθή το λείψανον του Aγίου Στεφάνου, εφάνη ο θείος Στέφανος εις τον Iερέα Λουκιανόν φορών άσπρον στιχάρι, το οποίον ήτον γεμάτον από το στοιχείον του σίγμα· όπερ εδήλου το όνομα Στέφανος, το δε σίγμα εκείνο ήτον κόκκινον και χρυσούν. Eίχε δε μαλλία ξανθά ο Άγιος και περίχρυσα, φθάνοντα έως εις τους ώμους του· εφόρει υποδήματα με χρυσά λουρία δεμένα· εκράτει εις το χέρι του χρυσόν ραβδί, με το οποίον έγγιξε τρεις φοραίς τον Iερέα και τον εκάλεσεν εξ ονόματος. Eίπε δε προς αυτόν, πού είναι τεθαμμένον το λείψανόν του. Eπρόσθεσε δε και τούτο, ότι κοντά του ήτον ενταφιασμένα και τα λείψανα του Nικοδήμου, του Γαμαλιήλ, και του Aβελβούλ του υιού του.
Σκάψαντες λοιπόν τον τόπον ευρήκαν και τα τέσσαρα σεντούκια, μέσα εις τα οποία ήτον βαλμένα τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου, και των λοιπών τριών. Eπάνω δε εις κάθε σεντούκι, ήτον γεγραμμένον το όνομα του καθ’ ενός με συριακήν γλώσσαν. Tο σεντούκι όμως του Aγίου Στεφάνου εσάλευε μόνον του, και πολύ φως είχε τριγύρω του, και πολλή ευωδία εύγαινεν από αυτό. Έγινε δε και σεισμός φοβερός. Πέρνωντας δε ο Πατριάρχης Iεροσολύμων το του Aγίου Στεφάνου λείψανον, με όλον τον κλήρον και τον λαόν, το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απόθεσαν μέσα εις το θυσιαστήριον της Aγίας Σιών. Έλεγον δε οι ιδόντες το άγιον εκείνο λείψανον, ότι η πληγαίς οπού έγιναν από τα κτυπήματα των πετρών, έλαμπον ωσάν τα άστρα του ουρανού. )
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Εὑρέσεως τῶν Λειψάνων τῶν ἁγίων Μαρτύρων Μαξίμου, Δάδα καὶ Κυντιλιανοῦ.
Στίχ. Τρεῖς ἐκφέρουσα γῆ νεκροὺς ζωηφόρους,
Πόλῳ λέγειν ἔοικε· Σὺ κρύψας ἔχε.
Oύτοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Mαξιμιανού, εν έτει σϟϛ΄ [296], εις πόλιν καλουμένην Δωρόστολον, εν τη χώρα της δευτέρας Mυσίας. Παρασταθέντες δε εις τον ύπατον Tαρκύνιον, και μη θελήσαντες να θυσιάσουν εις τα είδωλα, εδάρθησαν. Έπειτα εφέρθησαν εις τόπον καλούμενον Oζοβίαν, και εκεί απεκεφαλίσθησαν κατά την δεκάτην τρίτην του Aπριλλίου. Eκρύπτοντο λοιπόν τα λείψανα τούτων εις χρόνους πολλούς. Ύστερον δε εφανερώθησαν ταύτα διά μέσου θείου Aγγέλου, κατά την δευτέραν ταύτην του Aυγούστου μηνός, τα οποία και έως την σήμερον ευρίσκονται εις τον οίκον της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, εις τόπον λεγόμενον του Bιγλεντίου, όπου και η τούτων γίνεται Σύναξις και εορτή.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἐγκαινίων τοῦ θείου Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς Ἁγιωτάτης μεγάλης Ἐκκλησίας.
Στίχ. Σὸν Ναὸν σῇ χάριτι καθιεροῦμεν,
Ἰωάννη πάνσοφε ἠγαπημένε.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Φωκᾶ καὶ τοῦ ἐν εὐσεβεῖ τῇ μνήμῃ γενομένου βασιλέως Ἰουστινιανοῦ ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις.
Στίχ. Φωκᾶς ὁ Μάρτυς ἐκλιπὼν γῆς χωρίον,
Νῦν ἐγκατοικεῖ τῆς τρυφῆς τῷ χωρίῳ.
Οὐκ ἐκποδών σοι σκῆπτρον ὤφθη, ὦ ἄναξ,
Σὺ γὰρ κατοικεῖς Βασιλείαν τὴν ἄνω.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Φωτεινῆς, ἢ Φωτοῦς, τῆς ἐκ Ῥιζοκαρπάσου Κύπρου.
Στίχ. Ἡ Φωτεινὴ φαίνουσα ἐν γῇ αὐγάζει,
Οὐρανοῖς ἐνδημοῦσα καθισταμένη.
Η τοπική παράδοση στη Καρπασία, λέγει ότι η Αγία Φωτού καταγόταν από το Ριζοκάρπασο, από απλοϊκούς γονείς. Από νεανική ηλικία απέρριψε την κοσμική ζωή και τον γάμο και απεσύρθηκε σε ασκητήριο που δημιούργισε, μέσα σε μια σπηλιά. Εκεί έζησε μία άγια ζωή , με προσευχή, νηστεία εγκράτεια, και παρθενία, αφιερωμένη στον Θεό.
Η παράδοση λέγει επίσης 'οτι η Αγία έκανε θαύματα ενώ ακόμη βρισκόταν στην ζωή. Όταν απεβίωσε ετάφη από πιστούς και ευλαβείς Χριστιανούς. Στον Τάφο της ο οποίος ανεκαλύθηκε μετά από θεία αποκάλυψη κατά τον 15 ο αιώνα , έγραφε τα εξής λόγια: Φωτεινή Παρθένος Νύμφη Χριστού.
Η Αγία Φωτού πιστεύεται ότι θεραπεύει ιδίως τις παθήσεις των ματιών. Ο τάφος της είναι υπόγειος και λαξευτός με 23 σκαλοπάτια και το αγίασμα βρίσκεται στο βάθος της σπηλιάς.
Μετά την προσφυγοποίηση τους, οι κάτοικοι του Αγίου Ανδρονίκου μετέφεραν τα οστά της Αγίας Φωτούς τις ελεύθερες περιοχές και τα τοποθέτησαν στον νεόκτιστο ναό του Αποστόλου Ανδρέα στον Συνοικισμό Κολοσσίου στη Λεμεσό.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Θεοδώρου, τοῦ ἐν Δαρδανελλίοις.
Στίχ. Θεῷ δωρεῖσαι νεότητα καὶ κάλλος,
Ἀθλήσας, Θεόδωρε, ἐλέγχῳ πλάνης.
Ο νεομάρτυρας Θεόδωρος γεννήθηκε σ' ένα χωριό της επαρχίας Ελλησπόντου και Τρωάδος, που στα τουρκικά ονομαζόταν Ερένκιοι. Ανατράφηκε δε από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Κυριακή.
Σε νεαρή ηλικία πήγε στην πόλη Τανάκ Καλέ (Δαρδανέλια), όπου έμαθε και εξασκούσε την τέχνη επεξεργασίας σουσαμιού. Αν και ήταν μόλις 20 χρονών, ο Θεός τον είχε προικίσει με πλούσια αρετή. Αυτό όμως το πρόσεξε και κάποιος πλούσιος Τούρκος της πόλης, που θέλησε να τον εξισλαμίσει και να τον κάνει γαμπρό του και κληρονόμο του. Γι' αυτό και χρησιμοποίησε πολλά δόλια μέσα. Αλλά ο Θεόδωρος απέρριψε όλες τις προτάσεις του. Τότε ο Τούρκος τον συκοφάντησε στον κριτή της πόλης, ότι δήθεν ο Θεόδωρος - μετά από μια αρρώστια του - είπε ότι θα γίνει μωαμεθανός, αν γίνει υγιής. Ο Κριτής ρώτησε τον Θεόδωρο αν αληθεύουν όλα αυτά. Τότε ο μάρτυρας απάντησε: «Εγώ είμαι χριστιανός απ' τους γονείς μου και χριστιανός θέλω να πεθάνω. Τον Ιησού μου δεν αρνούμαι και τη μιαρή θρησκεία σας απεχθάνομαι». Αμέσως τότε τον άρπαξαν και υπέστη πολλά και φρικτά βασανιστήρια. Τελικά στις 2 Αυγούστου 1690 μ.Χ., στις 3.00 μ.μ. τον αποκεφάλισαν.
Το 1922 μ.Χ., φεύγοντας από τις πατρικές εστίες ο αείμνηστος ιερέας Πατήρ Κωνσταντίνος Οικονόμου με μερικούς πατριώτες μετέφεραν την Αγία Κάρα στη Νίκαια και φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Οσίας Ξένης.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ περιδόξου Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ τοῦ ἐν Μόσχᾳ. (†1557)
Στίχ. Ὁ Βασίλειος σαλότητι βιώσας,
Βασιλικὴν προφύραν ἐπενεδύθη.
Ζῆς καὶ μετὰ θάνατον ἄνω οἰκήσας,
ἄϋλον ἐξασκήσας ὦ μάκαρ βίον.
Ἀνατολίῃ θυμός, ἀπέπλη χαλκοβατές.
Οὗτος ἦν ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως Ἰωάννου, γέννημα καὶ θρέμμα της βασιλευούσης Θεοδωροπόλεως, ἥτις πρότερον ἐκαλεῖτο Μοσχοβία· γεννηθεὶς ἐξ εὐσεβῶν γονέων. Εχων ἐν ὀφθαλμοῖς τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον, ἁπλῶς πολιτευσάμενος, τοὺς τρόπους μιμούμενος Ἀνδρέου καὶ Συμεὼν τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν, νηστείαν, ἐγκράτειαν καὶ προσευχήν, χαμευνίαν καὶ ἀοίκιαν διαγόμενος, κεκτημένους οὐδέν. Ὅθεν καλῶς βιώσας χρόνους πέντε πρὸς ἐξήκοντα, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
Ἔτι ζῶν ὁ Ἅγιος, ἐν τῇ θαλάσσῃ τοῦ Κρονίου κόλπου, ναῦς ὑπὸ σφοδροῦ λαίλαπος δεινῶς κλυδωνιζομένη, πάντες οἱ ἐν αὐτῇ τὸ ζῆν ἀπελπίσαντο. Και μέλλουσα η ναῦς ἄρδην καταποντισθῆναι ἐν τῷ βυθῷ, αὐτίκα ἐφάνη ὁ Ἅγιος κατάγυμνος, ἐπιθριξ, πολιὸς ἄγαν ἐν τῇ νηΐ, καὶ τὰ ἱστία συστήσας ἔστη εν τῇ πρύμνῃ καὶ ἀψάμενος τοῦ πηδαλίου, ἔφη πρὸς αὐτούς· θαρσεῖτε, ὤ ἄνδρες πρὸς Θεόν, καὶ μὴ φοβεῖσθαι, ὁ γὰρ Θεος, ἐξελεῖ ὑμας εκ ταύτης τῆς τρικυμίας. Καὶ εὐδία γινομένη μεγάλη, ὥρμησεν ἡ ναῦς ἀκινδύνως πλέειν, ὁ δὲ ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. Καὶ παραγενόμενοι αὔτοι εἰς Μοσχοβίαν, αὐτὸν ἐθεάσαντο, καὶ θέλοντες αὐτὸν ὁμιλῆσαι, ἀπ’ αὐτῶν οὗτος ἐκρυβήσατο.
Μετὰ δὲ χρόνων δύο καὶ τριάκοντα περεληλυθότων, ὁ Θεός, πολλὰ θαύματα καὶ ἰάσεις πρὸς τοὺς εἰσερχομένους πρὸς αὐτὸν ἀνέδειξεν.
Κόρη τις, ἀναπήρους ἔχουσα ἀμφοτέρους τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκ θηλαζούσης αὐτῆς μητρός, τὴν κεφαλὴν αὐτῆς ἐπάνω τῷ τοῦ Ἁγίου τύμβῳ προστιθεῖσα, αὐτίκα τῆς ἰασεως ἔτυχε.
Μοναχός τις, ὀνόματι Γεράσιμος, ξηροὺς ἔχων τοὺς πόδας καὶ μὴ δυνάμενος ὀρθοβαδίσαι ἢ στῆναι το σύνολον δωδέκατον ἔτος ἄγοντος καὶ αὐτὸς ἐθεραπεύθη.
Καὶ οἱ δύο θεραπευθέντες, ἐκ θείας ἀποκαλύψεως κατέφυγαν εἰς τὸν Ὅσιον, ὅπως τοὺς θεραπεύσῃ.
Πλεῖστα δὲ ειναι τὰ θαύματα αὐτοῦ ἕως τῆς σήμερον.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τῆς λίμνης Κουρμπένσκ. (†1472)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μάρκου τοῦ Μπελαβίνσκ, ἐν Βολογκτᾷ. (†1492)
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου