Ἀπὸ τὸν π. Παναγιώτη Γκέζο
Ἡ ζωὴ τοῦ χριστανοῦ πρέπει ν’ ἀρχίζει καί νὰ
παραμένει μιὰ διαδικασία θανάτου καὶ ἀναστάσεως. Τὸ βάπτισμα εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἠ
δραματοποίηση αὐτῆς τῆς θανατοαναστάσιμης διαδικασίας ποὺ πρέπει νὰ κυριαρχεῖ
στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ. «Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν,
τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῆ Ἀναστάσει σου», διακηρύσουμε μὲ τὸ ἀπολυτίκιο τῆς
Κυριακῆς τῶν Βαΐων. Κάθε μέρα πρέπει νὰ
θάβουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ θέλει τὸν ἑαυτό του κέντρο τοῦ κόσμου καὶ ποὺ ὅλους
τοὺς ἄλλους τοὺς βλέπει ἀντικείμενα καὶ μέσα μὲ τὰ ὁποία θὰ ἱκανοποιήσει τὶς
δικές του ἐπιθυμίες, καὶ κάθε μέρα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ ξεπεταγόμαστε
ἀπὸ τὸν τάφο ἀνανεωμένοι, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς προσφορᾶς
τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸ Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο. Κάθε μέρα λένε οἱ Πατέρες, θὰ πρέπει
νὰ τὴ βλέπουμε σὰν τὴ πρώτη καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μας.
Ἀλλὰ πολὺ συχνὰ ἀντὶ νὰ θάψουμε τὸν παλαίο ἄνθροπο
θάβουμε Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀναστήσει τὸν νέο. Κάνουμε τὴν καρδιά μας μνήμα, βάζουμε
ἐκεῖ μέσα «ἄπνουν» καὶ νεκρὸ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, γιατὶ πραγματικὰ
χωρὶς τὴ ζωοποιὸ ἀγάπη Ἐκεῖνου νεκρωνόμαστε ἀπὸ τὸ ναρκισσιστικὸ πάθος ποὺ εἶναι
φθορὰ καὶ θάνατος. Ἔτσι, ὅταν νεκρώνουμε τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς νεκρωνόμαστε ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι.Ὅταν νεκρωθεῖ μέσα μας ἡ ἀγάπη καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγαπᾶμε πραγματικὰ τὸ
Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, τότε ἀδειάζει ἡ ζωή μας καὶ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ
ἀπὸ τὴν οὐσιαστικὴ παρουσία τοῦ συνανθρώπου κι ὅσο κι ἄν προσπαθοῦμε νὰ τὴ γεμίσουμε
μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, μὲ κοσμικὴ σοφία, μὲ πολιτικὲς ψευτοκοινωνικὲς ἤ ἄλλες δραστηριότητες,
δὲν μποροῦμε νὰ ἐξαλείψουμε τὸ βασανιστικὸ αἴσθημα τοῦ κενοῦ ποὺ αἰσθανόμαστε μέσα
μας. Τότε ἀναζητοῦμε μάγους θαυματοποιούς, γκουρού, ἐξορκιστές ἤ κάθε μορφῆς ἀποδράσεις
καὶ στὸ τέλος ἀργὰ ἤ γρήγορα πεθαίνουμε ἀπὸ πλήξη καὶ ἀνία.
Οἱ μαθητὲς καὶ οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ ὅταν εἶδαν
τὸν Κύριό τους «τὸν ἄφραστον καὶ ἄναρχον Θεόν», «ἄπνουν νεκρὸν» ἐσπαράττοντο «τῆ
ρομφαία τῆς λύπης». Ἡ θεοτόκος «θρῆνον
συνεκίνει», «ἔκλαιε πικρῶς», «ἀνεβόα δακρυρρόους θρήνους», «ὠλόλυζε συγκινοῦσα
καὶ τὸ ποίμνιον βοὰν: ὦ βουνοὶ καὶ νάπαι καὶ ἀνθρώπων πληθύς, οἴμοι! Κλαύσατε
καὶ πάντα θρηνήσατε σὺν ἐμοί». «Σὺν τῆ μητρὶ ἐκόψατο καὶ μαθητῶν χορεία». «Ὕμνους
Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος ἐπιταφίους ἄδουσι Χριστῶ νεκρωθέντι»,
Ἄν μὲ αὐτοὺς τοὺς συνταρακτικοὺς θρήνους ἐκφράζουν
οἱ μαθητὲς τὸν πόνο τους γιὰ τὸ σωματικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου τους, μόλο ποὺ
πνευματικὰ ὁ Χριστὸς ἦταν ὁλοζώντανος μέσα
τοὺς, πόσο θα πρέπει νὰ λυπόμαστε ἐμεῖς καὶ πῶς θὰ πρέπει νὰ θρηνοῦμε ὅταν
διαπιστώνουμε ὅτι ὁ «ζωῆς ταμίας» ἔχει πεθάνει μέσα μας κι ὅτι ἡ καρδιά μας ἔχει
γίνει μιὰ βαριὰ πέτρινη πλάκα ποὺ Τὸν σκεπάζει;
Ἄν οἱ μαθητὲς καὶ οἱ μυροφόρες θρηνοῦσαν,
γιατὶ ἔχασαν τὴ φυσικὴ παρουσία τοῦ Δασκάλου, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς ὅταν
ἔχουμε χάσει τὸ ζωοδότη μας καὶ σὰν ἀποτέλεσμα ἔχουμε νεκρωθεῖ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι;
Θὰ πρέπει νὰ θρηνοῦμε ἐμεῖς πολὺ γοερότερα
(θρηνητικότερα) ἀπὸ τοὺς μαθητὲς, θὰ πρέπει νὰ προσπαθοῦμε ἐμεῖς πολὺ περισσότερο
ἀπὸ τὶς μυροφόρες νὰ μετακινήσουμε τὴ βαριὰ πέτρινη πλάκα τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ
νὰ δοῦμε καὶ πάλι τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ. Θὰ πρέπει νὰ κράζουμε ἀκατάπαυστα «Ἀνάστα
Κύριε, βοήθησον ἡμῖν καὶ λύτρωσε ἡμᾶς τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου».
Ὅσο κι ἄν μᾶς ἔχουν νεκρώσει τὰ πάθη μας ἄς
μὴν ἀπελπιζόμαστε, Ὅσο κι ἄν εἴμαστε
νεκρωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅποία κι ἄν εἶναι ἡ κατάντια μας, Ἐκεῖνος ποὺ ἦλθε
γιὰ τοὺς καθήμενους «ἐν χώρα καὶ σκιᾶ θανάτου»(Ματθ, 4,16) θὰ σπάσει μὲ τὴ δύναμη
τῆς ἀγάπης Του τὴ σκληρότητα τῆς πέτρινης ἀπ’ τὰ πάθη καρδιᾶς μας καὶ θὰ
ξεπεταχτεῖ ἀπὸ τὸν τάφο Του φωτεινός, γλυκύς, προσηνής, ταπεινὸς καὶ θὰ νιώσουμε
τὴ λυτρωτική Του παρουσία. Κι ἄν αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἀξιωθοῦμε νὰ βάλουμε ἀκόμη καὶ
τὰ δάκτυλά μας στοῦς τύπους τῶν ἥλων ἐπειδὴ δὲν ἀκολουθήσαμε ἀρκετὰ τὴν ἀπαραίτητη
πορεία, ἄς μὴν ἀπογοητευόμαστε γιατί Ἐκεῖνος γεννιέται διαρκῶς, ἀνδρώνεται
διαρκῶς, θάβεται καὶ ἀνασταίνεται διαρκῶς, γιὰ μᾶς. Ἄν δὲν Τὸν ἀκολουθήσαμε στὴ
χθεσινή Του ταφὴ καὶ ἀνάσταση, ἄς Τὸν ἀκολουθήσουμε στὴ σημερινή, ἀλλ’ ἄς μὴν τὸ
ἀναβάλουμε γιὰ τὴν αὐριανὴ γιατὶ ἄς μὴν ξεχνᾶμε: κάθε εὐκαιρία εἶναι μοναδικὴ
καὶ ἀνεπανάληπτη καὶ δὲν ξέρουμε ποιὰ θὰ εῖναι ἡ τελευταία μας εὐκαιρία.
Πηγὴ: Αρχιμ Φ.Φάρος «Πρὶν καὶ μετὰ τὸ ΠΑΣΧΑ», 14.03.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου