τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
Τό πέμπτο βιβλίο τῆς «Πεντατεύχου» εἶναι τό Δευτερονόμιο. Πρόκειται γιά τήν ἐπανάληψη
τῆς «πρώτης νομοθεσίας» πού ἀπαντᾶ στήν «Ἔξοδο». Γιατί ἐπαναλαμβάνονται οἱ
διατάξεις; Γιατί ἔχουν ὡς σκοπό τήν ἑρμηνεία τῶν θεμελιωδῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστης
στό Γιαχβέ καί τήν σημασία τους γιά τήν μελλοντική πορεία τοῦ λαοῦ. Εἶναι λόγοι
τοῦ Μωϋσῆ προκειμένου νά συσπειρώσει τό λαό πρίν ἐγκατασταθεῖ στήν γῆ πού ρέει
μέλι καί γάλα. Ὁ Μωϋσῆς τοῦς θυμίζει τίς πολλές εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρός αὐτούς
κάνοντας μιά θεολογική προσέγγιση καί ἑρμηνεία τῶν διατάξεων καί τῶν νόμων. Ἐνῶ
ὑπάρχουν στοιχεῖα ἱστορικά καί νομοθετικά, κυρίως τό βάρος δίνεται στίς
παραινέσεις πρός τό λαό γιά νά μείνει πιστός στήν κλήση του. Ὁ Μωϋσῆς κάνει «ἕναν ἀπολογισμό καί μιά ὁμολογία πίστεως συγχρόνως».[1]Πιό ἁπλά,
θά λέγαμε ὅτι στό Δευτερονόμιο ἐξηγοῦνται οἱ σχέσεις πού πρέπει νά διέπουν τόν
περιούσιο λαό καί τό Θεό ὅπως καί τούς
πιστούς μεταξύ τους.
Ἡ σχέση τοῦ Δευτερονομίου μέ τά ἄλλα βιβλία τῆς
Πεντατεύχου εἶναι εὔλογη. Οὐσιαστικά συνοψίζει τά ὅσα ἀναφέρονται στά
προηγούμενα βιβλία. Ἐπαναλαμβάνει καί ἑρμηνεύει τά σχετικά μέ τήν ἐκλογή τοῦ Ἰσραήλ
ὡς περιούσιου λαοῦ πού διαβάσαμε στή Γένεση. Ἀναφέρεται στήν ἀπελευθέρωση ἀπό
τήν Αἴγυπτο ἀλλά καί τήν διαθήκη πού σύναψε ὁ λαός μέ τό Θεό, γεγονότα πού
βρίσκονται στήν Ἔξοδο. Ἀκόμα οἱ ἔννοιες τῆς ἁγιότητας τοῦ θεοῦ τοῦ Λευιτικοῦ
καί τῆς θείας πρόνοιας τῶν Ἀριθμῶν ἐπαναλαμβάνονται καί ἐξηγοῦνται στό
Δευτερονόμιο.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ὅπως προαναφέραμε, στό Δευτερονόμιο, γίνεται λόγος σέ
θέματα πού ἔχουμε συναντήσει καί σέ προηγούμενα βιβλία. Ἔτσι, ἀρχικῶς, παρατηροῦμε
ἕναν αὐστηρό μονοθεϊσμό διαβάζοντας τό «οὔκ
ἔσονταί σοι θεοί ἔτεροι πρό προσώπου σου».[2] Ἐπίσης, τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητας τήν ἐντοπίζουμε
στόν Ἰσραήλ ὡς μοναδικό περιούσιο λαό ἀφοῦ αὐτός δέχεται τήν θεία ἀποκάλυψη καί
γίνεται κληρονόμος τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ μοναδικότητα ὅμως ἀφορᾶ καί στήν Ἰερουσαλήμ,
ὡς μοναδικοῦ τόπου λατρείας.[3] Οἱ
πιστοί μετά τήν εἴσοδό τους στή γῆ
Χαναάν μποροῦν νά λατρεύουν τό Θεό μόνο στήν Ἰερουσαλήμ. Οἱ συσχετισμοί τῶν
παραπάνω ἑρμηνεύονται ὡς ἑξῆς: «Τήν ἀνάγκη
ὕπαρξης ἑνός μοναδικοῦ ἐθνικοῦ ἱεροῦ στό θρησκευτικό κέντρο τῆς Σιών ἐπέβαλε τό
μονοθεϊστικό πνεῦμα τῆς ἰσραηλιτικῆς θρησκείας. Ἀλλά καί ἡ συγκέντρωση τῆς
λατρείας σ᾽ἕναν τόπο ἀποτελοῦσε ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἀποκάθαρση τῆς
λαϊκῆς περί τοῦ Θεοῦ ἰδέας. Ἡ λατρεία σέ διαφορετικά μέρη μποροῦσε κάλλιστα νά ὁδηγήσει
στή συγκρητιστική σύγχυση τοῦ Γιαχβέ μέ τίς ἄλλες θεότητες».[4]
Μιά ἄλλη ἔννοια πού περιέχεται στό
Δευτερονόμιο εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ σχέση αὐτῆς μέ τό φόβο. Ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη καλεῖ
τόν Ἰσραήλ καί τόν κάνει περιούσιο λαό καί ὁ λαός πρέπει νά ἀνταποκριθεῖ σ᾽ αὐτήν
τήν ἀγάπη. Προτρέπεται λοιπόν ὁ λαός γιά τόν σκοπό αὐτό μέ τό «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου».[5] Ὁ φόβος ὅμως τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει μέ τήν
ἀγάπη; Ὁ φόβος σχετίζεται μέ τήν ἔννοια τοῦ δέους, τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς εὐλάβειας.
Ὡστόσο, μέ αὐτήν τήν ἔννοια, ὁ φόβος ἀπαντᾶ κυρίως στήν Καινή Διαθήκη ὅταν γιά
παράδειγμα διαβάζουμε: «καί τό ἔλεος αὐτοῦ
εἰς γενεάς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν».[6] Ἡ ἀγάπη ὅμως
γιά τόν Ἰσραηλίτη ἔχει καί τό ὀριζόντιο ἐπίπεδο, δηλαδή τήν ἀγάπη πρός τόν
πλησίον. Ἤδη ἀπό τό Λευιτικό γνωρίζουμε τό «ἀγαπήσεις
τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».[7] Ποιός ὅμως εἶναι ὁ πλησίον στήν Παλαιά
Διαθήκη; Δέν εἶναι ἀκόμα ὁ «ἐχθρός» τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀλλά δηλώνεται μέσα
ἀπό τό προαναφερθέν χωρίο ἡ βαρύτητα πού δείχνει ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τόν
συνάνθρωπο.[8]
Ὅμως ὅταν ἀκοῦμε περί ἀγάπης στό Δευτερονόμιο ἀλλά καί στά ἄλλα βιβλία τῆς
Πεντατεύχου γεννᾶται τό ἐρώτημα γιά ποιά ἀγάπη μιλοῦμε; Ποιά ἀγάπη μπορεῖ νά μιμηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Ὁ Ἰσραηλίτης
μπορεῖ νά μιμηθεῖ τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία πού ἔδειξε ὁ Θεός πρός τόν ἄνθρωπο
ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας.[9] Ἀκόμα μποροῦμε νά δοῦμε στό βιβλίο τοῦ
Δευτερονομίου διατάξεις πού «δημιουργοῦν» μιά τέλεια κοινωνία ὅπως τήν ὀνειρεύονταν
οἱ ἄνθρωποι πολλούς αἰῶνες ἀργότερα. Ἀπό τά πολλά πού ἀναφέρονται ἄς κρατήσουμε
μόνο μιά ἀντιπροσωπευτική ἔκφραση: «οὐκ ἔσται
ἐν σοί ἐνδεής»[10] δηλαδή
«δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἀνάμεσά σας πτωχός». Πρόκειται γιά ἰδέα πρωτοποριακή καί
παντελῶς ἄγνωση στούς λαούς καί τίς θρησκείες τῆς ἐποχῆς.
Τελευταῖο θέμα πού θά θίξουμε εἶναι
τό πρόσωπο τοῦ Μωϋσῆ ἀφοῦ θά χαθεῖ ἀπό τήν «βιβλική σκηνή» στά ἐπόμενα βιβλία.
Εἶναι μιά ὑπέροχη θρησκευτική προσωπικότητα. Εἶναι τό πρόσωπο πού μᾶς προσφέρει
γιά πρώτη φορά τήν ἔννοια τοῦ προφήτη ὡς κάποιου πού μιλᾶ ἀντί κάποιου ἄλλου. Ὁ Μωϋσῆς εἶναι ὁ ἀντ᾽Αὐτοῦ! «Ὁ Μωϋσῆς εἶναι
ὁ πρῶτος ἀπό μιά σειρά διακεκριμένων προσώπων τοῦ Ἰσραήλ μετά τήν Ἔξοδο. Ὁ Θεός
τόν καλεῖ μέ τό ὄνομά του ἀπό τή φλεγόμενη βάτο γιά νά τοῦ προσφέρει ὡς ἐπίλεκτος
δοῦλος τίς ὑπηρεσίες του. Ἔκτοτε βρίσκεται σέ στενή ἐπικοινωνία μαζί του. Κατά
τόν καθηγητή κ.Καλαντζάκη[11] τόν
γνωρίζει «πρόσωπο κατά πρόσωπο»[12] καί
συνομιλεῖ «στόμα κατά στόμα».[13] Τόν ἀντιμετωπίζει
«ἐνώπιος ἐνωπίῳ» καί τοῦ συμπεριφέρεται «ὡς πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον».[14] Ὅμως ἡ
τέλεια ἔννοια τοῦ προφήτη προσωποποιήθηκε στόν θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός
ἦταν ὁ τέλειος Προφήτης γιατί ἀκριβῶς δέν ἦταν μόνον ἕνας ἁπλός προφήτης.
Τό Δευτερονόμιο χρησιμοποιεῖται στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας
ἀλλά καί οἱ Πατέρες καί Ἐκκλησιαστικοί Συγγραφεῖς ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ αὐτό ὅπως ὁ
Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ὁ Προκόπιος Γαζαῖος καί ὁ Ὠριγένης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου